H γυναίκα που έσκασε τον διάβολο

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Παροιμίες, Εκφράσεις Εμφανίσεις: 8655

Μια φορά ένας παπάς, στον κάμπο της Ηλείας, είχε σπείρει πάρα πολλά στρέμματα, με στάρια, βρώμες και κριθάρια. Όταν όμως πλησίασε ο καιρός του θέρους, μια και ήταν μεγάλος τσιγκούνης, δεν έβρισκε εργάτες να πάει να τα θερίσει. Άρχισε να κυλάει η σαιζόν και ανησυχούσε υπερβολικά το τι θα γίνει με τα γεννήματά του. Ώσπου μια μέρα, μπροστά του παρουσιάστηκε ο διάβολος και του είπε: «Εγώ είμαι δυνατός και γρήγορος και μπορώ να σου τα θερίσω όλα σου τα γεννήματα μέσα σε τρεις ημέρες».

Ο παπάς, τον άκουσε προσεκτικά και του είπε ότι βρίσκει πολύ ενδιαφέρουσα την πρότασή του. Και ο διάβολος του είπε, ότι βγάλουν να τα μοιραστούν μισά- μισά. Του παπά του ξινοφάνηκε λίγο, αλλά τι μπορούσε να κάνει, ο καιρός είχε περάσει και δεν τον έπαιρνε άλλη καθυστέρηση. Του ζήτησε χρόνο για να ρωτήσει πρώτα την παπαδιά του. Εκείνη παμπόνηρη καθώς ήταν, τον συμβούλεψε να τον πάρει για τον θέρο και μην τον φοβάται γιατί θα τον ταχτοποιήσει αυτή και στο τέλος θα βγάλει χαμένο τον διάβολο.

Συμφωνήσανε λοιπόν, να αρχίσει να θέρισμα ο διάβολος, από την επόμενη ημέρα και στο τέλος να κάνει και μια δουλίτσα της παπαδιάς τόσο μεγάλη όσο ένα στάχυ του σταριού. Την άλλη μέρα το πρωί, ο διάβολος πήρε τα δρεπάνια του και κίνησε να πάει να θερίσει. Πριν νυχτώσει ο διάβολος γύρισε και είπε του παπά ότι ήδη θέρισε τα μισά. Ο παπάς αμφέβαλε, αλλά όταν πήγε στα χωράφια του, δεν πίστευε στα μάτια του.

Την άλλη μέρα ο διάβολος είπε του παπά να του δείξει πού θα δουλέψει. Εκείνος του έδειξε τα υπόλοιπα χωράφια και ο διάβολος άρχισε να δουλεύει εντατικά. Και πάλι πριν νυχτώσει, ο διάβολος ξαναφάνηκε στο χωριό και αφού πήγε στον παπά του λέει: «Και του χρόνου παπά μου, αποθερίσαμε».

Ο παπάς, τα έχασε και άρχισε να γκρινιάζει μιας και έπρεπε να πληρώσει τη μισή σοδιά και άρχισαν να λογοφέρνουν με τον διάβολο, ώσπου μπήκε η παπαδιά στη μέση και του λέει ότι δεν τις τελείωσε όλες τις δουλειές. Αύριο το πρωί πρέπει να κάνει τη μικρή δουλίτσα της και τότε θα πάρει το μερτικό του.

 

Ο διάβολος πρωί– πρωί κίνησε για την δουλίτσα της παπαδιάς ώστε να τελειώνει μια και έξω και να πληρωθεί. Η παπαδιά περίμενε τον διάβολο και μόλις τον είδε, γέλασε ειρωνικά. Τότε έσκυψε και έβαλε το χέρι της κάτω από τη φούστα της και μέσα απο βρακί της, έβγαλε μια τρίχα. Την δίνει του διαβόλου και του λέει: «Τράβα να την ισιώσεις και μόλις την σιάξεις, έλα να πλερωθείς». Ο διάβολος την πήρε και χοροπηδώντας την τραβούσε να την ισιώσει αλλά πού, η τρίχα δεν έλεγε να πάρει τα ίσια της. Άρχισε να την τρίβει, να την σαλιώνει, να την πλάθει αλλά πάλι τίποτα. Λέει, στην παπαδιά να περιμένει και παίρνει τον δρόμο για το πηγάδι του χωριού. Έβγαλε νερό, την έπλυνε και πάλι τίποτα, η τρίχα παρέμενε κατσαρή. Τότε την έβαλε ανάμεσα σε δυο πλάκες από πέτρα και περίμενε μέχρι το απόγευμα να ισιώσει. Όταν πάλι σήκωσε τις πέτρες, η τρίχα ήταν ίσια, μα έπειτα από λίγο πάλι κατσάρωσε. Ο διάβολος, τα έχασε, δεν ήξερε τι να κάνει, μια τρίχα να τον κάνει καλά; Και άρχισε πάλι με διάφορα κόλπα, να την ισιώσει μα πάλι τίποτα δεν γινόταν.

Τον πήρε το βράδυ και δεν ήξερε τι να κάνει, ώσπου σε μια στιγμή φάνηκε η παπαδιά γελώντας, ενώ ο διάβολος την κοιτούσε με μισό μάτι. Όταν η παπαδιά τον ρώτησε αν έγινε η δουλίτσα, ο διάβολος της απάντησε αρνητικά. Τότε η παπαδιά σήκωσε τη φούστα της, έβγαλε το βρακί της και φάνηκε μια τούφα από τρίχες και του λέει ειρωνικά: «Εσύ μπορείς και θερίζεις πολλά χωράφια, άμα φτιάξεις την τρίχα ίσια, έλα να φτιάσεις και την τούφα μου και θα πλερωθείς καλά». Ο διάβολος έσκασε από το κακό του, έφυγε από το χωριό και δεν ξαναφάνηκε πια. Του την είχε φέρει η παπαδιά.

Η φράση αυτή λέγεται για τις γυναίκες που είναι ισχυρογνώμονες και θέλουν πάντα να γίνεται το δικό τους. Είναι τόσο πονηρές που «σκάνε και τον διάβολο» και δεν έχουν άδικο.

Εκτύπωση