Λάμπει ο ήλιος στα βουνά

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Δημοτικά Τραγούδια Εμφανίσεις: 10740

         

Λάμπει ο ήλιος στα βουνά λάμπει και στα λαγκάδια

λάμπει και στ' Αρκουδόρεμα στο έρμο Λιμποβίσι.

Έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι,

αυτοί δεν καταδέχονται, την Γη να την πατάνε,

καβάλα πάν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,

καβάλα παίρνουν αντίδωρο από του παπά το χέρι,

ρίχνουν φλουριά στην Παναγιά...

Απομνημονεύματα Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

Ἅπαντα Τσερτσέτη , τομ. Γ΄, σελ. 149-150

 

Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ' όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτο με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωριστεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ' ως σκλάβους. Μία φοράν, όταν επήραμε το Ναύπλιο, ήλθεν ο 'Αμιλτον να με ιδεί. Μου είπε ότι: « Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό, και η Αγγλία να μεσιτεύσει». Εγώ του αποκρίθηκα, ότι: « Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπιτάν 'Αμιλτον, ποτέ συμβιβασμό δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. 'Αλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς ημείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα». Με είπε: «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;» - « Η φρουρά του βασιλέως μας είναι είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά». Έτσι δεν με ομίλησε πλέον.

284. Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμε την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμε, όπου ετελειώσαμε με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα. Ομοιάζομεν σαν να είναι εις ένα λιμένα πενήντα-εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλειά του με μεγάλη φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν: «Ιδού άνθρωπος, ιδού παλληκάρια, ιδού φρόνιμος, και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα δειλοί, χαϊμένοι », και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι, ήθελε ειπούν: «Μα τι τρελλός να σηκωθεί με τέτοια φορτούνα, με τέτοιο άνεμο, να χαθεί ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις τον λαιμό του».

285. Η αρχηγία ενός στρατεύματος ελληνικού ήτον μία τυραννία, διατί έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και τον φροντιστή, και να του φεύγουν κάθε μέρα και πάλι να έρχονται. Να βαστάει ένα στρατόπεδο με ψέμματα, με κολακείες, με παραμύθια. Να του λείπουν και ζωοτροφίες και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζει ο αρχηγός. Ενώ εις την Ευρώπη ο αρχιστράτηγος διατάττει τους στρατηγούς, οι στρατηγοί τους συνταγματάρχας, οι συνταγματάρχαι τους ταγματάρχας και ούτω καθεξής. Έκανε το σχέδιό του και εξεμπέρδευε. Να μου δώσει ο Βελιγκτών σαράντα χιλιάδες στράτευμα το εδιοιηκούσα, αλλ' αυτουνού να του δώσουν πεντακόσιους Έλληνας δεν ημπορούσε ούτε μία ώρα να τους διοικήσει. Κάθε Έλληνας είχε τα καπρίτσια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμει δουλειά κανείς με αυτούς, άλλον να φοβερίζει, άλλον να κολακεύει, κατά τους ανθρώπους.

Δημοτικά τραγούδια από το βιβλίο του Ηλία Τουτούνη, "Η Γενιά των Κολοκοτρωναίων και τα Ττραγούδια τους".

ΤΟ ΡΑΜΑΒΟΥΝΙ ΧΑΙΡΕΤΑΙ

Το Ραμαβούνι, παιδιά μου, χαίρεται,

του Μίλα, παιδιά μου, καμαρώνει,

γιατί έβγαλαν αρματολούς, σαν τον Κολοκοτρώνη.

Να είχα τη χάρη σου βουνό, χωριό την περηφάνια

που βγάλατε ένα Θοδωρή, καμάρι στην Ελλάδα.

Μίλα= χωριό της Μεσσηνίας

(Δημητρίου Ι. Κολέτσου, «Της βρύσης ο ανήφορος», εκδόσεις Δεδεμάδη, σελίδα 192, αρ. 314, Αθήνα 2003)

 

Η ΠΡΟΣΤΑΓΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

Το λένε οι κούκοι στα βουνά και τα στοιχειά στις τρούπες,

το λέει και η καπετάνισσα, του Θοδωράκη η μάνα.

- Παιδιά μου, μην προσκυνήσετε, ραγιάδες, μην γενείτε

τους Τούρκους να σκοτώνετε, σταθείτε παλικάρια.

Τι είστε παιδιά του Κωνσταντή, του πρώτου καπετάνιου,

ποτέ του δεν προσκύνησε, δεν έσκυψε κεφάλι.

 

ΚΑΤΟΥ ΣΤΟ ΚΑΜΠΟ ΤΟΝ ΠΛΑΤΥ

Κάτου στον κάμπο τον πλατύ, Κολοκοτρώνη Θοδωρή,

κάνουν οι αγάδες μια γιορτή, Κολοκοτρώνη Θοδωρή,

παντρεύουνε μια λυγερή, Κολοκοτρώνη Θοδωρή,

μα 'κείνη δεν το θέλει, Κολοκοτρώνη Θοδωρή.

Του πασιά της το κοπέλι, Κολοκοτρώνη Θοδωρή,

μόνο τους κλέφτες θωρεί, Κολοκοτρώνη Θοδωρή.

 

ΟΣΑ ΒΟΥΝΑ ΚΙ ΑΝ ΓΥΡΙΣΑ

Όσα βουνά κι αν γύρισα κι όσες κοντοραχούλες,

τον κούκο δεν τον άκουσα, το Μάη για να λαλήσει,

κι ο Θεοδωράκης τον ακούει, τον Αύγουστο τη νύχτα

και λέει στα παλικάρια του και λέει στους συντρόφους:

- Τώρα ο κούκος που λαλεί, λωβά σημάδια δείχνει,

δείχνει σημάδια των κλεφτών και των καπεταναίων.

Παιδιά μου, να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.

Σύρε Γιώργο μ' στον τόπο σου, Νικήτα στο Λεοντάρι,

κι 'γώ πάω στην Καρύταινα, πάω στους εδικούς μου,

ν' αφήκω τη διαθήκη μου και τις παραγγελιές μου,

τι θα περάσω θάλασσα, στην Ζάκυνθο να πάω.

(Κωνσταντίνου Ι. Βασιλόπουλου, «703 Δημοτικά Τραγούδια», σελ. 292, αρ. 105, Τρίπολη 2000)

 

ΟΙ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΟΙ

- Ωρέ, το τι έχεις πέρδικα και κλαις και βαριαναστενάζεις,

μην είν' τ' αυγά σου μελανά και τα πουλιά σου μαύρα;

- Δεν είναι τ' αυγά μου μελανά και τα πουλιά μου μαύρα,

ένας αϊτός μου τα έφαγε και θε να φάει κι εμένα.

- Μην είδες κλέφτες πουθενά, τους Κολοκοτρωναίους;

- Εψές προψές τους είδανε στον Άγιο Λιά στη ράχη,

κι είχαν αρνιά και σφάζανε, κριάρια και σουβλίζανε,

κι είχαν κι ένα γλυκό κρασί, απ' του Ζαρζιού τ' αμπέλια,

κι είχαν τη Ρίνα στο πλευρό κι όλους τους κερνούσε.

- Κέρνα μας, Ρίνα κέρνα μας, ώσπου να ξημερώσει,

να πάει η Πούλια απόγιομα και τ' αστρί μεσημέρι,

να πάει ο κόσμος σπίτια τους και εμείς στα εδικά μας.

(Λεωνίδας Αναγνωστόπουλος, «Η λαογραφία της Βυτίνας, Ήθη και Έθιμα», σελ. 272, Σεπτέμβριος 2004)

 

ΔΙΨΑΝΕ ΟΙ ΚΑΜΠΟΙ ΓΙΑ ΝΕΡΟ

Διψάνε οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνι,

διψάει κι ο μαύρος Ωλωνός για τους παλιούς τους κλέφτες.

Πιάνουν και γράφουν μια γραφή, στέλνουν στο Θεοδωράκη:

- Με υγείες και χαιρετίσματα, σε σένα Θεοδωράκη,

μην είδες τους κλέφτες πουθενά και τους παλιούς συντρόφους;

- Ούλον τον Μάη εδώ ήσαν τε κι ούλον τον Αλωνάρη

και το δεκαπενταύγουστο, της Παναγιάς περνώντας,

φύγανε και σμίξανε μ' άλλους καπεταναίους

και παν' στης Μάνης τα βουνά, πάν' στους καλούς τους φίλους.

(Λεωνίδας Γ. Θεοχάρης, «Δημοτικά τραγούδια της ορεινής Τριφυλίας», εκδ. Δεδεμάδη, σελ. 83, Αθήνα 2005)

Εκτύπωση