Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

ΚΑΠΟΝΙΑ

Λαογραφική συλλογή Ηλίας Τουτούνης

Από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, η παραδοσιακή οικόσιτη πτηνοτροφία, αναπτύχθηκε και διαδόθηκε για να καλύψει τις διατροφικές της ανάγκες και να χρησιμοποιήσει και να εκμεταλλευτεί διάφορα προϊόντα που προέρχονται από αυτή. Επί το πλείστον βασίστηκε στην ολιγάριθμη αναπαραγωγή και εκτροφή κυρίως πουλερικών και κατά ένα μικρότερο μέρος στις γαλοπούλες, στους κύκνους, στα χηνιά 1*, στα παπιά, στις φραγκόκοτες, 2* και τελευταία έχει επιδοθεί σε διάφορες διασταυρωμένες ξενόφερτες ράτσες όπως χηνόπαπια, αγριόπαπια κ.λπ. ακόμη όπως γνωρίζουμε πολλοί εκτροφείς ασχολούνται με την εκτροφή αγρίων πτερωτών θηραμάτων, όπως φασιανούς, πέρδικες και ορτύκια.

Εξ’ αυτών των οικόσιτων εξημερωμένων πτηνών ο κάθε εκτροφέας, αποσκοπούσε να λαμβάνει κυρίως το κρέας, τ’ αυγά, τα πούπουλα και τα νύχια των. Συνήθως η εκτροφή τους γίνεται κατά κοπάδια και σε πολύ εξαίρετες περιπτώσεις μεμονωμένα.

Επειδή στα κοπάδια που διατηρούσε η κάθε οικογένεια, τύγχανε να υπάρχουν αρκετά αρσενικά 3*, πέραν της αναλογίας (ένας κόκορας για έξι κότες) κυρίως κοτόπουλα ή γαλόπουλα, και η συμβίωση μεταξύ των κατά την ενηλικίωση των ήταν επώδυνη και μη συμφέρουσα, έπρεπε να οι εκτροφείς να λαμβάνουν τα ανάλογα μέτρα.

Δηλαδή όταν ενηλικιωνόταν τα κοκορόπουλα, τότε άρχιζαν να κοκορεύονται (δηλαδή να προβαίνουν σ’ ερωτικές περιπτύξεις με τις κότες και εφόσον ήταν μεγάλος ο αριθμός των αρσενικών τότε μεταξύ των άρχιζε ένας πόλεμος, οι ονομαστές κοκορομαχίες. Αυτές γίνονταν για το ποιος εξ αυτών θα υπερισχύσει για να ζευγαρώσει με τις κότες. Το αποτέλεσμα αυτών των μαχών ήταν να αλληλοεξοντώνονται, αλλά και έπειτα από τις συνεχείς ερωτοτροπίες ν’ αδυνατίζουν υπερβολικά και να μην έχουν κρέας και τέλος να μην είναι εμπορεύσιμα.

Σταδιακά ο άνθρωπος για να επιλύσει αυτό το πρόβλημα που τον βασάνιζε και η εκτροφή απόβαινε πλέον ασύμφορη η εκτροφή, προέβη στον ευνουχισμό (καπόνιασμα), δηλαδή του αφαιρούσε τους όρχεις.

Η τέχνη του καπονιάσματος, ήταν μια ειδική λεπτή χειρουργική επέμβαση, εντός του σώματος των πτηνών όπου αρκετοί εκτροφείς δεν την γνώριζαν, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα οικόσιτα ζώα, τα οποία έχουν σχεδόν εξωτερικά τους όρχεις των και ο ευνουχισμός (κοιν. μουνούχισμα) σχετικά είναι εύκολος.

Όταν το νεαρό κοκορόπουλο άρχιζε να λαλεί και να ερωτοτροπεί, ήταν ήδη έτοιμος ηλικιακά να ζευγαρώσει. Τότε συνέχεια λαλεί και με μια τεχνική επίδειξης ή υπερίσχυσης, πλησίαζε τις κότες και αφού έγερνε το σώμα του δεξιά ή αριστερά σήκωνε επιδεικτικά την φτερούγα του από την αντίθετη πλευρά δείχνοντας υπερίσχυση έναντι των άλλων.

Ο εκτροφέας δεν ήταν δύσκολο ν’ αντιληφθεί, ότι ήταν ήδη καιρός να τον ευνουχίσει (καπονιάσει). Τα κοκορόπουλα που τα ετοίμαζαν για καπόνια συνήθως τα έβγαζαν τον μήνα Μάρτη (Μαρτιάτικο πουλί, Αυγουστιάτικο καπόνι). Το καπόνιασμα γινόταν όλες τις εποχές αλλά η κατάλληλη εποχή ήταν κατά τους θερινούς μήνες. Μετά από τρεις – τέσσερις μήνες από την εκκόλαψή τους, οι νεοσσοί προερχόμενοι από τις ντόπιες φυλές (ράτσες) ήσαν έτοιμα να λαλήσουν. Τότε έπιαναν τον κοκορόπουλο και αφού είχε αφεθεί από την προηγούμενη μέρα νηστικό, το αναποδογύριζαν, έπλεκαν μεταξύ των τις φτερούγες του, άνοιγαν τα πόδια του για να το κρατάνε σταθερά με τα δυο χέρια τους και το κεφάλι του το έβαζαν μέσα σε μια κάλτσα. Αφού το σταθεροποιούσαν, τότε ο καπονιάρης αναλάμβανε το μουνούχισμα. Με μια λεπίδα έσχιζε την κοιλιά του λίγο πιο από εκεί που τελειώνει το πίσω μέρος του στήθους του, έκανε μια κάθετη τομή προς το σώμα του πτηνού, και με τα δυό του δάκτυλα έψαχνε το εσωτερικό της κοιλιάς του και αφού εντόπιζε τους δύο όρχεις τους τραβούσε και αυτοί ναι μεν αποκόπτονταν εύκολα, αλλά ο πόνος του κοκορόπουλου ήταν αβάστακτος. Εκείνη την στιγμή αυτός που το κρατούσε έπρεπε να δίδει μεγάλη προσοχή και σταθερότητα μέχρι να τελειώσει η χειρουργική επέμβαση. Μόλις απόκοπτε τους όρχεις, τους αφαιρούσε από το εσωτερικό της κοιλιάς του και συνέχεια με βελόνα και κλωστή έραβε προσεκτικά την τομή και επάνω έριχνε ένα μίγμα σκόνης που αποτελούταν από γαλαζόπετρα (σκόνη χαλκού) και στάχτη από κορμό δρυς ή από φλούδα ιτιάς, ή καπνιά από τζάκι.

Η στάχτη πρέπει να ήταν παραγωγή της ίδιας ημέρας και να είναι κάπως ακόμη ζεστή.

Μετά από αυτό, για να γνωρίζει πιο είναι καπόνι, το σημάδευε με διαφόρους τρόπους, όπως κόψιμο με ψαλίδα το μπροστινό μέρος από το επάνω ράμφος, κόψιμο μέρος του λειριού, κόψιμο των νυχιών από τα πόδια ή και τα χώριζαν σε διαφορετικό κοπάδι από τα υπόλοιπα, που έκτρεφαν για αναπαραγωγή.

Όταν τελείωνε το καπόνιασμα, τα έβαζαν μέσα σε καλαμένιες καπονέρες για μια εβδομάδα περίπου όπου το δάπεδο που τοποθετούσαν την καπονέρα 4* ήταν στρωμένο με αρκετή στάχτη, ίδια σαν αυτή που την χρησιμοποιούσαν ως απολυμαντικό κατά το ράψιμο της τομής, ούτος ώστε όταν καθίσει κάτω το κοκορόπουλο να μην μολυνθεί από διάφορα μικρόβια.

Το όρχεις που τους έκοβαν τους έβαζαν μέσα σε νερό για να μην ξηραθούν, ή μήπως πιάσουν διάφορα μικρόβια και τα καπονιασμένα κοκόρια τα άφηναν δυο μέρες νηστικά και μετά τους έκοβαν ανάλογα με το μέγεθος τους όρχεις δύο με τρία κομμάτια και τους τα έδιδαν για τροφή.

Μετά από δύο εβδομάδες περίπου όταν έκλεινε η πληγή τους έκοβαν τα ράμματα και άρχιζε η εκτροφή με ενισχυμένες τροφές, όπως με σκύβαλα, ακρίδες και με αποφάγια, που ήσαν εμπλουτισμένες σε πρωτεΐνες. Με την μέθοδο του καπονιάσματος (ευνουχίσματος) απέβλεπαν στην αυξημένη παραγωγή κρέατος και την αποφυγή των κοκορομαχιών για λόγους ζευγαρώματος.

Επίσης, οι πολλαπλές και συνεχόμενες κοκορομαχίες για την πλήρη επικράτηση στο κοπάδι, είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Πολλές φορές, κατά την μεταξύ τους διαμάχη, πληγώνονταν σοβαρά και αρκετές φορές κατέληγε και στον θάνατο μερικών εξ’ αυτών. Κατά τον μήνα Σεπτέμβριο που άρχιζαν οι εμποροζωοπανήγυρεις τα καπόνια ήσαν έτοιμα προς σφαγή και εμπορεύσιμα. Τότε οι ιδιοκτήτες τα μετέφεραν στον χώρο της διεξαγωγής του πανηγυριού και τα πωλούσαν ή τα αντάλλασαν με άλλα προϊόντα.

Ένα δημοτικό τραγούδι αναφέρει:

«Στου παιδιού μου την χαρά,

έσφαξα ένα κόκορα,

κι έφαγαν εννιά νομάτοι

κι έμεινε κι ένα κομμάτι…»

Δικαίως ο τραγουδοποιός, μ’ αυτό το ωραίο τραγούδι, θέλει να μας δώσει μια εικόνα για το πόσο κρέας μπορούσε να παράγει ένας κόκορας, ντόπιας και μικρόσωμης ράτσας. Αν βέβαια υπολογίσουμε ότι παλαιότερα δεν υπήρχαν υβρίδια και διασταυρώσεις φυλών, για την παραγωγή περισσότερου κρέατος πουλερικών.

Όταν γινόταν κάποια εμποροζωοπανήγυρη, έπιαναν τα καπόνια, τους έδεναν τα δυο πόδια τους με κουρέλι, και ποτέ με σχοινί, για να μην σφίγγει τα πόδια. Μετά τα έδεναν ανά ζευγάρι και τα κρεμούσαν πάλι από τα πόδια, στα κολιτσάκια των αλόγων, και τα μετέφεραν στον χώρο των πανηγυριών για πώληση ή τράμπα (ανταλλαγή μ’ άλλα προϊόντα).

Σήμερα όποιος νεαρός άνθρωπος ή οικόσιτο ζώο είναι παχύ τότε το ονομάζουν “καπόνι”, με τον εξής τρόπο:

-«Αυτός είναι καπόνι ή θρεφτάρι!».

-Όταν κάποιος πάχαινε υπερβολικά έλεγαν: «Αυτός έγινε καπόνι!», «Τον έκαμε καπόνι!»

- «Σε θρέφω σαν καπόνι» για τους καλοθρεμμένους και τεμπέληδες.

-Όταν κάποια γυναίκα διαπίστωνε ότι ο άνδρας ήταν σεξουαλικά ανίκανος, και σχεδίαζε να τον χωρίσει, απαντούσε στις ανάλογες ερωτήσει: «Σιγά μη μου λείψει το καπόνι!»

Λεξιλόγιο:

-Καπονιάρης- καπονιάρισσα, = αυτός –η που γνώριζαν την τέχνη του ευνουχισμού των κοκοριών (καπόνιασμα).

-Καπονιάρικο ή καπονιασμένο το, = το μουνουχισμένο κοκορόπουλο.

-Καπόνια τα, = το κοπάδι των μουνουχισμένων κοκοριών, δηλαδή το σύνολον των καπονιών.

-Καπονέρα = πτηνοτροφικό εργαλείο για την ασφαλή φύλαξη ή μεταφορά μικρών και μεγάλων πουλερικών ή και μικρόσωμων οικόσιτων ζώων, (ιδιωμ.) η χοντρή γυναίκα.

-Καπονιαρίστρα η, = μια κατασκευή από σανίδες και δερμάτινες λωρίδες όπου εκεί επάνω έδεναν το κοκορόπουλο για να στέκεται ακίνητο για να γίνει η χειρουργική επέμβαση (το καπόνιασμα).

-Καπόνα η, = (ιδιωμ.) γυναίκα που έκανε διάφορα μάγια για να επιτύχει την σεξουαλική ανικανότητα των ανδρών.

-Καπόνι, είδος ψαριού (Chelidonichthys obscurus - Χελιδωνιχθύς ο σκοτεινός), είναι ένα επίμηκες ψάρι με πλατύ και μεγάλο κεφάλι. Το μήκος του κυμαίνεται γύρω στα 20 cm με μέγιστο μήκος που φτάνει και τα 40 cm.

-Καπόνι, ξύλο ή σίδερο, που εξέχει από τα πλαϊνά πλοίου για τη στερέωση ή ανάρτηση αντικειμένου (καπόνι για το κρέμασμα της βάρκας).

-Καπονιάστηκε = μουχίστηκε.

Ονοματολόγιο:

Καπώνης, Καπωνίδης, Καπωνάκης, Καπόνος, Καπόνας, Καπονέρας, Καπωνίτσας, Καπονιάρης.

Δημοτικό τραγούδι:

Κλέφτες μπήκαν στα κατώγια

και μου ’κλέψαν τα καπόνια,

τα καπόνια μου τα καημένα

μαύρο αλλοίμονο σε μένα!

Παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις:

-Αλλοίμονο απ’ τα καπόνια, που ποτέ τους δεν γερνάνε!

-Ήθελε παγώνι και τον τάγισαν καπόνι!

-Ήρθε του Αγιαντώνη, έφαγε κι φτωχολογιά καπόνι!

-Και μετά σου λέγουν, πως είναι δέντρα τα βασιλικά και τα καπόνια αρσενικά;

-Καπονάκι σα λαλήσει ακαμάτη θα ξυπνήσει!

-Καπόνι χωρίς λειρί κακαρίσματα δεν ξέρει!

-Καπόνια αρμέγεις γιόκα μου; Θα σου χυθεί το γάλα!

-Κόκορας μουνουχισμένος, νοικοκύρης τυλωμένος!

-Κόκορας χωρίς λειρί, ποτέ του δεν γαμεί!

-Μόνος σου παινεύεσαι; Σαν μουνούχι κοκορεύεσαι!

-Όποιος καπονιάζεται, για μουνί δεν νοιάζεται!

-Όποιος δεν έχει κασόνια, δεν φκειάνει καπόνια!

Σημειώσεις:

1*Τα χηνιά (χήνες) οι περισσότεροι εκτροφείς τις χρησιμοποιούσαν για τα πούπουλα όπου από αυτά κατασκεύαζαν στρώματα και μαξιλάρια. Επίσης πολλοί τα έκτρεφαν και τα χρησιμοποιούσαν ως κυνηγούς διότι αυτά σκοτώνουν, ποντίκια και φίδια που ήσαν επιβλαβή στην υπαίθρια διαβίωση.

ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΕΙΣΑΙ ΡΕ…;

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Κατά την "μελανή" εποχή του τελευταίου Εμφυλίου πολέμου που διήρκησε από το 1946 έως και το 1949 στα ορεινά χωριά μας είχαν επικρατήσει οι αντάρτικες δυνάμεις δηλαδή ο Δημοκρατικός Στρατός. Στα πεδινά μέρη και στις πόλεις επικρατούσε ο Εθνικός Στρατός μαζί με του Χίτες (Χ) ή Μάυδες ή Μ.Α.Υ. (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου). Εν τω μεταξύ οι περιπολίες και οι ενέδρες κι από τις δύο πλευρές είχαν περιορίσει σημαντικά τις μετακινήσεις των ντόπιων κατοίκων από χωριό σε χωριό, για οποιοδήποτε λόγο. Ο κίνδυνος της μετακίνησης μπορούσε να κοστίσει ακόμη και την ζωή του κάθε μετακινούμενου.

Γι αυτό οι κάτοικοι απέφευγαν να κάνουν μετακινήσεις εκτός κι αν υπήρχε σοβαρότατος λόγος όπως υγείας, μετακίνηση για τρόφιμα κ.λπ.

Ο καπετάνιος των ανταρτών ή ο διοικητής του στρατιωτικού τάγματος που επόπτευε την περιοχή σπάνια έδινε κάποια γραπτή άδεια σε κάποιον από την ύπαιθρο να μετακινηθεί για ιατρικούς λόγους. Εκτός κι αν γνώριζε άριστα ότι αυτοί που θα μετακινούνταν θα ήταν με το μέρος τους και δε θα έδιναν σημαντικές πληροφορίες στον αντίπαλο. Όταν έπαιρνε γραπτή άδεια, κι αν σε περίπτωση έπεφτε στα χέρια των αντιπάλων έπρεπε να την έχει καταστρέψει, διότι κινδύνευε να συλληφθεί, να δικαστεί, ακόμη και να εκτελεσθεί.

Έτσι ένας μπακάλης (παντοπώλης) από τον τόπο μας πήρε άδεια από τον καπετάνιο των ανταρτών για να μεταβεί στον κάμπο να φέρει φάρμακα τάχα για τους χωριανούς, αλλά αυτά θα κατέληγαν τους αντάρτες.

Όταν ροβόληκε προς τα κάτου και έφτασε στην Κάπελη συνάντησε ένα απόσπασμα από οπλοφόρους. Μόλις τους είδε από αλάργα έσπαζε το μυαλό του να καταλάβει τι είναι αντάρτες ή χιτομάυδες. Τήραγε ξανατήραγε τις στολές, το στέμμα αλλά δεν μπόρεσε να τους αναγνωρίσει διότι τότενες αντάρτες και χίτες φόραγαν τις ίδιες στολές για να μην ξεχωρίζουν. Αυτοί μόλις τον είδαν του ζήτησαν να μείνει ακίνητος και να σηκώσει ψηλά τα χέρια. Τον πλησίασαν και τον ερεύνησαν να ιδούν ποιος είναι και που πάει. Οι χίτες ύστερα από καλό ψάξιμο δεν ανακάλυψαν την άδεια του καπετάνιου που την είχε κρύψει στο τακούνι του παπουτσιού του, και για να μάθουν, ο καπετάνιος τους με ποιους είναι τον ρώτησε.

-Με ποιους είσαι ρεεέ…;

Αυτός που τα έχασε και νομίζοντας ότι είναι αντάρτες τους απαντάει:

-Μαζί σας είμαι ρε συναγωνιστές μαζί σας, τι με τους άλλους θα ήμουνα;

Αυτοί ήσαν χίτες και μόλις άκουσαν συναγωνιστές τον βουτάνε και τον πλακώνουν στο ξύλο και αφού τον σακάτεψαν τον άφησαν να φύγει. Μόλις περνάει το χωριό Σιμόπουλο συναντάει ένα άλλο απόσπασμα, αντάρτικο αυτή την φορά. Τον συνέλαβαν και εκείνοι και τον ρώτησαν.

-Με ποιους είσαι ρε…;!

-Με τον Εθνικό στρατό είμαι με ποιους νομίζετε ότι είμαι, μ’ εκείνους τους κατσαπλιάδες;

Τον βουτάνε οι αντάρτες και του ρίχνουνε και αυτοί ένα καλό μπερντάχι, μέχρι που τον άφησαν ξερό.

Μετά από κάμποση ώρα που συνήλθε πήγε δίπλα στο ποτάμι ξεπλύθηκε ήπιε κάμποσο νεράκι και συνήλθε κάπως.

Μόλις μπόρεσε και στάθηκε στα πόδια του κίνησε να πάει στον δρόμου του. Κόντευε να φτάσει στην Αμαλιάδα και έπεσε πάλι απάνου σε μια περίπολο. Εκείνοι τον είδαν που ήταν στα κακά χάλια του και ρώτησαν με ποιους είναι.

-Με τον Διάβολο είμαι ρε, με τον Διάβολο και με κανένανε άλλονε. Αλλά άμα θέλτε κι εσείς βαράτε και μην ρωτάτε γιατί με όποιον και να σας πω πάλι το ξύλο δεν το γλυτώνω!

Ένα τραγούδι ακόμη για τους αμετανόητους Σισινικούς

Για δέστε τον κοτζάμπαση,

τον Γιώργη τον Σισίνη,

πως κοπανάει με βούρδουλα

τον Νικολή τον κλέφτη.

 

Του ρίνει μια του ρίνει δυο

του ρίνει σαράντα πέντε.

Κι απ’ το πολύ κοπάνημα

κι απ’ το πολύ το αίμα,

 

φανήκαν τα κοκκαλάκια του

και σπάσαν τα παΐδια!

Σιχάθηκα την σκύλα αφεντιά

και το κοτζαμπασιλίκι…

Το τραγούδι μας το εμπιστεύτηκε ένας συμπατριώτης που το τραγούδαγε ο παππούλης του.

ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΧΑΣΚΑ….!

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

 Παλιά κατά το Δωδεκαήμερο αλλά και τις Αποκριές τα βράδια στην ύπαιθρο, πραγματοποιούσαν ένα ωραίο έθιμο, που έμοιαζε σαν διαγωνισμός που λεγόταν «Ο ΧΑΣΚΑΣ». Την ονομασία χάσκας, έλαβε το παιχνίδι διότι ο παίχτης όσο έπαιζε κρατούσε υπερβολικά ανοικτό (έχασκε) το στόμα του. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα χάσκω = ανοίγω υπερβολικά το στόμα.

Οι άνθρωποι στην ύπαιθρο, μαζεύονταν τα βράδια του παγωμένου χειμώνα σε σπίτια για να κουβεντιάσουν, να παίξουν, να γλεντήσουν, να κάνουν νυχτέρι αλλά και διάφορες άλλες εκδηλώσεις προκειμένου να περάσει όμορφα η ατελείωτη νύκτα, ιδίως όταν ο καιρός ήταν βροχερός.

Μεταξύ των διαφόρων παιχνιδιών έπαιζαν και τον «χάσκα».

Όποιος ήθελε να συμμετάσχει στο παιχνίδι του χάσκα πήγαινε κοντά στον σπιτονοικοκύρη και ζητούσε να παίξει. Κατόπιν ο νοικοκύρης του σπιτιού στην άκρη μιας δρούγας (αδράχτι) έδενε μια κλωστή μήκους περίπου 30 εκ. του μέτρου και στην άλλη άκρη της κλωστής κρεμούσε ένα μήλο, αχλάδι, ή ένα σφιχτό ξεφλουδισμένο και βρασμένο αυγό, ένα γλυκό, μεζέ, λουκούμι κ.ά.

Άλλοι πάλι αντί για δρούγα χρησιμοποιούσαν αγκλίτσα ή τον πλάστη της νοικοκυράς με κλωστή ενός μέτρου περίπου όπου πάνω έδεναν το δόλωμα. Στον υποψήφιο παίκτη έδεναν τα δυο του χέρια μαζί στο πίσω μέρος της μέσης του, για να μην μπορεί να τα χρησιμοποιήσει. Αυτό γινόταν για δύο λόγους αφενός να μην μπορεί να πιάσει με τα χέρια αυτό που κρεμούσαν και αφετέρου καθώς ήταν δεμένος και πάντα όρθιος με τις κινήσεις του νοικοκύρη έχανε την ισορροπία του και πέφτοντας κάτω προκαλούσε πολύ γέλιο.

Όλοι οι παραβρισκόμενοι δημιουργούσαν κύκλο γύρω από τον παίχτη και τον νοικοκύρη, αφήνοντας έτσι περιορισμένο χώρο, ένα μέτρο ακτίνα γύρω από αυτούς και με προκλήσεις, γέλια, τραγούδια και οδηγίες συμμετείχαν και αυτοί στο παιχνίδι του χάσκα.

Ο παίκτης που έπρεπε να πιάσει το στόμα το φρούτο, γλυκό ή αυγό, όση ώρα έπαιζε τον φώναζαν «χάσκα».

Ο σπιτονοικοκύρης, όρθιος πάνω σε μια καρέκλα με προσεκτικές κινήσεις έφερνε πάνω από το στόμα του παίχτη το δόλωμα, ταλαντεύοντας την δρούγα πέρα δώθε και άνω κάτω σαν εκκρεμές, χωρίς σταματημό. Ο παίχτης προσπαθούσε να το πιάσει με τα δόντια του για να το οδηγήσει στο στόμα του. Πολλές φορές του έπεφταν τα σάλια, στην προσπάθειά του να το πιάσει με το στόμα.

Εάν το έπιανε το έτρωγε και τελείωνε για αυτόν για να συνεχίσει ο επόμενος.

Η διάρκεια του παιχνιδιού οριζόταν από ένα τραγούδι που θα έλεγε κάποιος από την παρέα. Όταν τελείωνε το τραγούδι, το ’πιανε δεν το ’πιανε, έληγε ο χρόνος του παιχνιδιού γι’ αυτόν και συνέχιζε ο επόμενος παίχτης.

Σε άλλες περιοχές το παιχνίδι του χάσκα παίζεται διαφορετικά. Η ομάδα των παιχτών κάθονται σταυροπόδι (οκλαδόν ή ανακούρκουδα) σχηματίζοντας έναν κύκλο. Ο νοικοκύρης ή ο αρχηγός της ομάδας ταλαντεύει το φαγώσιμο με την δρούγα. Όποιος έχαφτε πρώτος το δόλωμα το έτρωγε και μάλιστα του έδιναν κι ένα μπαξίσι (δώρο). Χρησιμοποιούσαν κυρίως το αυγό, διότι το αυγό συμβολίζει την αναγέννηση και την δημιουργία.

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:

-Αναγέλαγε ο χάσκας τον τυλωμένο!

-Εγώ του μιλάου κι ευτούνος χάσκει!

-Σήμερα Πάσχα, αύριο χάσκα!

-Στόμα που χάσκει, γράφτο νηστικό!

Φωτο: Από διαδίκτυο 

ΧΑΛΙΝΑΡΙ ή ΓΚΕΜΙ…!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Το χαλινάρι ή χαλινό ή και γκέμι (τουρκ. γκὲμ) = χαλινὸς υποζυγίου, καπίστρι, ή και χαβί, λέγεται το εργαλείο που προσαρμόζεται στο κεφάλι του υποζυγίου, προκειμένου να βοηθάει τον αναβάτη να το κατευθύνει και να το ελέγχει.

Το χαλινάρι ή γκέμι απαρτίζεται από τρία μέρη: Πρώτο την «κεφαλαριά», δεύτερον την «χαβιά», και τρίτον τα «τραβηχτά» του χαλιναριού.

Η κεφαλαριά αποτελείται από δερμάτινες λουρίδες πλάτους από 3 έως 3,5 εκ. του μέτρου, συνδεδεμένες καταλλήλως μεταξύ τους, που προσαρμόζονται στη κεφαλή του υποζυγίου. Αυτή αποτελείται από τρία δερμάτινα λουριά, όπως και το καπίστρι. Σε κάποια χαλινάρια πολλοί προσθέτουν ακόμη άλλο ένα πρόσθετο λουρί, το λεγόμενο «μυταράκι» του γκεμιού, που έχει στερεωμένες τις άκρες του στα δυο πλαϊνά λουριά λίγο πιο πάνω από τα ρουθούνια του ζώου.

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates