Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

Φωνές και ήχοι…!

Επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Ο Θεός στον άνθρωπο, στα ζώα και στα πτηνά έδωσε μια φωνή για να συνεννοούνται μεταξύ τους. Αποδεδειγμένα τα ζώα, τα πτηνά, τα ψάρια τα ερπετά και τα έντομα έχουν δικούς τους κώδικες επικοινωνίας, που σε μας είναι ακόμη άγνωστοι. Η επιστήμη προσπαθεί, με ότι σύγχρονο μέσον διαθέτει, να ερμηνεύσει (σπάσει) τον κώδικά τους.

Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία, από την Ηλειακή Πύλο (σημ. Αγραπιδοχώρι Πηνείας), κατάγονταν ο πιο φημισμένος από τους μάντεις της Αρχαίας Ηλειακής Πύλου ο Μελάμποδας που ήταν Αιολίδης την καταγωγή, γιος του Αμυθάωνα και Ειδομένης. Ίσως ήταν ο πρώτος θνητός, στον οποίον εδόθη το χάρισμα της μαντικής. Εξετέθη βρέφος, από την μητέρα του, σ’ ένα σύδενδρο και, ενώ το σώμα του προστατευόταν από σκιά, τα πόδια του έμειναν εκτεθειμένα στον ήλιο και μαύρισε, εξ αυτού το όνομά του Μελάμπους = Μαυροπόδης. Ο Μελάμποδας κατέπληξε και αναστάτωσε τους συγχρόνους του με τα μάγια και τις μαντείες του. Λέγεται ότι κοιμώμενος κάτω από μια τεράστια βελανιδιά στην Πύλο, βγήκαν κάτι φίδια, που ο ίδιος είχε αναστήσει και του έγλειψαν τα αυτιά και τα καθάρισαν τόσο, ώστε άκουγε και εννοούσε τις φωνές των πουλιών από τα οποία μάθαινε τα μέλλοντα που θα συμβούν.

Για τα ζώα όταν μιλούν εμείς λέμε:

Η αρκούδα βρυχάται, μουγκρίζει, αγκομαχάει.

Η γάτα νιαουρίζει.

Ο γάιδαρος γκαρίζει.

Ο λύκος ουρλιάζει, αγουριέται.

Το άλογο χλιμιντράει.

Το βόδι μουγκρίζει.

Το γουρούνι γκουτζουνίζει, γουρλίζει, σκούζει.

Το κοτόπουλο κακαριέται, τσιουρίζει, κοκολογιέται, τσιρίζει.

Το πουλί κελαηδεί, κράζει, σφυρίζει, τιτιτβίζει, χουργουλίζει, σουρλάει, σκούζει.

Το πρόβατο βελάζει.

Το σκυλί και η αλεπού γαυγίζει, κλαφουνίζει, αγουριέται, σκούζει.

Το τσακάλι αγουριέται, ουρλιάζει.

Το φίδι σφυρίζει, σουρλάει.

Τα στοιχεία της φύσης:

Η φωτιά βουΐζει.

Ο άνεμος, σφυρίζει, βουΐζει, μουγκρίζει, αγουριέται.

Ο κεραυνός βροντάει.

Ο σεισμός βουΐζει.

Το ηφαίστειο βρυχάται, βουΐζει, μουγκρίζει, βροντάει.

Το νερό κελαρύζει, βουΐζει, κτυπάει, βροντάει, παφλάζει, σκάει.

Τα χαλάζι κοπανάει, βροντάει, βουΐζει.

Ο άνθρωπος:

Ο άνθρωπος, για να έχει νου χαρίσματα και ιδιοτροπίες, στην φωνή του έχει δώσει τα δικά του χρώματα.

Γνωρίζουμε ότι το γέλιο το κλάμα η χαρά και ο πόνος είναι η παγκόσμια γλώσσα που δεν έχει καμιά παραλλαγή, σε όποιο μέρος του κόσμου κι αν βρεθούμε, όταν συμβαίνουν αυτά δεν έχουν καμιά διαφορά μεταξύ τους.

Όμως ο άνθρωπος, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, έχει δώσει και την ανάλογη ονομασία στην λαλιά του, εδώ αναφέρομαι μόνο για την Ελληνική γλώσσα.

Οι λαλιές αυτές που αρμόζουν σε κάθε περίπτωση, κατεγράφησαν στην Πελοπόννησο:

Αγκομαχάει, αγουριέται, ακουβέντιαστος, αναφέρει, αναθεματίζει, ανακαλεί, απαγγέλει, απαντάει, απολογιέται, απλαδογλωσσίζει, αληθολογάει, βάνει σάλτσα, βγάνει τον σκασμό, βερβερίζει, βλαστημάει, βογγάει, βρίζει, βροντοφωνάζει, βρυχιέται, βουΐζει, γαμοσταυρίζει, γιογλαντίζει, γλυκοκουβεντιάζει, γλυκοκελαηδάει, γελάει, γκρινιάζει, γουρλίζει, γλωσσοτρώει, γλωσσολογάει, γλωσσαμολάει, δεν βγάνει άχνα – κουβέντα – λέξη, δεν αναχαχαράζει, εύχεται, κακογλωσσίζει, καλογλωσσίζει, καταπίνει την γλώσσα του, κελαηδάει, καταριέται, κακαριέται, καρακαξίζει, καταμαρτυράει, κλαίει, κλαφουνίζει, κλαψουρίζει, κορακίζει, κουφοκουβεντιάζει, κρυβολογιάζει, κρυφοκουβεντιάζει, κουβεντιάζει, κουκουβίζει, κράζει, κουσκουζίζει, λαλαγκιάζει, λαλαγκιάζει, λαοπλανεύει, λαλάει, λέει, λογιάζει, λογοδίνει, λογοφέρνει, λογοκρίνει, λογοκλέβει, λογοθετίζει, λύθηκε η γλώσσα του, μαρτυράει, μαυλάει, μετράει, μιλάει, μελετάει, μπαγαποντίζει, μπλαμπάρει, μουγκρίζει, μουρουγκλίζει, μουρμουρίζει, μπλαμπλατίζει, μπουρδολογίζει, μπαλαμουτιάζει, νιρίζει, νταβλίζει, ντραβαλίζει, ξερολέει, ξελέει, οδύρεται, ουρλιάζει, πάει η γλώσσα του ροδάνι, παραμιλάει, παραλέει, πανωλέει, παραλογίζει, παρλάρει, πείθει, πιπιλίζει, πιρπιρίζει, πλαντάζει, πλανολογάει, παινεψαρίζει, παρακαλάει, πολυλογάει, παρακουβεντιάζει, παζαρεύει, πισωκουβεντιάζει, προσεύχεται, παραπονιέται, προλογίζει, ρωτάει, σαχλαμαρίζει, σαχλίζει, σκατολογάει, σκούζει, σκυλοβρίζει, στάζει η γλώσσα του φαρμάκι, σφυρίζει, σουρλάει, συκοφαντάει, σιγοκουβεντιάζει, τάφος στα λόγια, τραγουδάει, τραυλίζει, τσαλαφολογίζει, τσιουρίζει, τσιραγρίζει, τσιρίζει, του αμπολύθηκε η γλώσσα, υστερολιγίζει, φαρμακογλωσσίζει, φαφλατίζει, φλυαρίζει, φουσκολέει, φτηνολογάει, φωνάζει, χαμηλοφωνάζει, χασκογελάει, χαυλιουρίζει, χουρχουλίζει, χουχουλιέται, χοντροκουβεντιάζει, χοντρολέει, ψάλλει, ψελλίζει, ψευτολογάει, ψιλομιλάει, ψευδομαρτυράει, ψευτογελάει, ψευτοκλαίει, ψευτογκρινιάζει, ψευτοκουβεντιάζει, ψιθυρίζει, ωρύεται κ.ά.

Φωνές που υποδύεται ο άνθρωπος:

Ακόμη ο άνθρωπος σε πολλές περιπτώσεις προσπαθεί να υποδύεται αρκετές φωνές ζώων και πουλιών γαυγίζοντας, ουρλιάζοντας νιαουρίζοντας, σφυρίζοντας, κελαηδώντας, βελάζοντας, σφυρίζοντας, χλιμιντρώντας, γκαρίζοντας, κακαρίζοντας, μουγκρίζοντας, κλαφουνώντας, κ.λπ.

Εκατοντάχρονη χειροποίητη εικόνα από τις φυλάκες

Και τώρα που καταλάγιασε ο ντόρος της γιορτής του Αγίου Νικολάου!

Αυτό το εκατοντάχρονο χειροποίητο κομψοτέχνημα προέρχεται από τις φυλακές που έφερε ο παπούλης μου ο Πλιέγκας.

Είναι από τα λίγα λαογραφικά αντικείμενα που γλύτωσαν από τα γνωστά καλόπαιδα.

Είχα φροντίσει από νωρίς να το μεταφέρω στην Αθήνα και θα τοποθετηθεί βέβαια στο Λαογραφικό μας Μουσείο!

Προειδοποιώ τα γνωστά κλεφτρόνια - λαμόγια μην τολμήσουν οι ίδιοι ή οι απόγονοι και στρώσουν υφαντά της Πλιέγκενας, γνωρίζω την τεχνοτροπία της και θα λογοδοτήσουν.

«Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο» (όπως λέει και το γνωστό γνωμικό), θα πλούτιζαν και αυτά το λαογραφικό μουσείο.

ΑΝΕΜΟΓΑΖΟΥ Ή ΑΝΕΜΟΔΟΥΡΑ….!

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Ανεμογαζού, λέγεται το φυσικό καλοκαιρινό φαινόμενο όπου η σκόνη (κονιορτός) μερικές φορές αιωρείται στην επιφάνεια της γης, μετά από αδύναμο άνεμο και σχηματίζει μια περιστρεφόμενη στήλη γύρω από τον εαυτόν της. Αυτό συμβαίνει κυρίως κατά τον Ιούλιο και Αύγουστο μήνα.
Βασικά είναι ένας μίνι ανεμοστρόβιλος ή επίσημα αεροδίνη, όπου είναι ένα μετεωρολογικό φαινόμενο ελάχιστης χρονικής διάρκειας. Όπως εξηγεί και το όνομά του, πρόκειται για ένα κατακόρυφο ή κεκλιμένο στροβιλισμό του αέρα, που διαρκεί από μερικά δευτερόλεπτα μέχρι λίγα λεπτά της ώρας. Αυτό το φαινόμενο έχει μια ιδιαιτερότητα ροπής διότι στο βόρειο ημισφαίριο συνήθως η φορά του ανεμοστρόβιλου πάντα είναι δεξιόστροφη, σε αντίθεση με το νότιο ημισφαίριο όπου εκεί η φορά είναι κι αυτή πάντα αριστερόστροφη.
Η παράδοση αναφέρει ότι κατά αυτό το καιρικό φαινόμενο περιστρέφονται οι Νηρηίδες και οι Νεράιδες, με σκοπό να βλάψουν τους ανθρώπους.
Οι Νηρηίδες, κατά την ελληνική μυθολογία, ήταν νύμφες, που προσωποποιούσαν τις καταστάσεις και τα χαρακτηριστικά της θάλασσας. Αυτές λατρεύονταν ως θεές της ήρεμης θάλασσας, φιλικές προς τους ανθρώπους. Οι Νηρηίδες ήσαν κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας και εξ’ αυτής εγγονές του Τιτάνα Ωκεανού.

Οι Νηρηίδες ήταν γύρω στις πενήντα τον αριθμό και ζούσαν στον βυθό της θάλασσας, στο παλάτι του πατέρα τους και περνούσαν τη μέρα τους κολυμπώντας και παίζοντας με δελφίνια ή καθισμένες σε χρυσούς θρόνους ή βράχους τραγουδώντας και υφαίνοντας ή στεγνώνοντας τα πλούσια και μακριά μαλλιά τους. Δεν επέτρεπαν σε καμία θνητή να παραβάλλεται με αυτές στην ομορφιά. Είχαν τη δύναμη να ταράζουν τη θάλασσα αλλά και να την ηρεμούν. Γενικά ήταν πάντοτε περιχαρείς για την αθανασία τους και συνόδευαν τα άρματα των ενάλιων θεών.

Οι παλιοί υποστηρίζουν ότι οι Νηρηίδες και οι Νεράιδες κάπου- κάπου τεκνοποιούν και τα μικρά «νεραϊδούλια» που γεννούν, τα διώχνουν από κοντά τους και αυτά θέλοντας να προξενήσουν εντύπωση, μιμούνται τους υδροστρόβιλους και ανεμοστρόβιλους, που δημιουργούν οι μανάδες τους. Αν το μικρό καταφέρει και επιβιώσει σαράντα ημέρες τότε γίνεται νεράιδα. Για να επιβιώσει όμως πρέπει μέσα στις σαράντα πρώτες ημέρες να δημιουργήσει σαράντα ανεμογαζούδες επάνω στην επιφάνεια της γης, χωρίς να τους σταυρώσουν καμιά. Άπαξ και τους σταυρώσουν έστω και μια, τότε πεθαίνουν. Όμως πριν έλθει το τέλος τους φτιάχνουν μια κωνική τρύπα μέσα στην σκόνη και τρυπώνουν μέσα σ’ αυτή και εκεί πεθαίνουν. Εκεί το πολύ μικρό σημείο που πεθαίνει η ανεμογαζού, λέγανε ότι ποτέ δεν φυτρώνει χορτάρι.
Όταν πέφτουν δηλαδή κωπάζουν οι ανεμογαζούδες, τότε οι άνθρωποι πηγαίνουν και επάνω στην σκόνη χαράζουν το σχήμα του σταυρού, για να αποδιώξουν τα κακά πνεύματα, από τον τόπο τους.
Στην τοπική παράδοση τις ανεμογαζούδες τις παρομοιάζουν σαν παιδιά από νεράιδες. Τις τρύπες που πεθαίνουν τις ονομάζουν νεραϊδοχαφτιές. Όμως αυτές οι τρύπες δεν είναι από τις ανεμογαζούδες όπως υποστηρίζουν παραδοσιακά, αλλά είναι παγίδα ενός εντόμου που την δημιουργεί μόνο του και εκεί παραμονεύει και όποιο πολύ μικρό έντομο που περνάει από εκεί πέφτει στην παγίδα, και δεν μπορεί γρήγορα να φύγει. Εκεί καραδοκεί ο κυνηγός που είναι κρυμμένο μέσα στο κάτω μέρος μέσα στην σκόνη το σκοτώνει το τρώγει.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΟΞΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:

-Παλιά στις χωμάτινες αυλές, στα αλώνια και στα σταφιδάλωνα κυρίως τα απογεύματα που σήκωνε μαϊστράλια οι γυναίκες τα καταβρέχανε για να μην σηκώσουνε ανεμογαζούδες, γιατί το είχανε σε κακό, για την οικογένεια και για την σοδειά. Λέγανε ότι τα απλωμένα σκουτιά στις φράχτες της αυτής εμπόδιζαν τις ανεμογαζούδες να στήσουνε στην αυλή τους και γι’ αυτό τα άπλωναν πριν το γιόμα και τα μάζευαν μετά το πέσιμο του ήλιου.
-Οι ανεμογαζούδες μετά το πέσιμο του ήλιου πήγαιναν και τρούπωναν μέσα στα νερά ρέματα, πηγάδια, βρύσες, λούμπες κ.ά. για να περάσουν την νυχτιά τους και να πάρουν δυνάμεις. Οι ανεμογαζούδες πάντα έβγαιναν ζευγαρωτές και φούντωναν η μια κοντά στην άλλη.
-Λέγανε ότι όποιος ιδεί την νύχτα με φεγγάρι ανεμογαζού, τότενες αυτός θα ζήσει εκατό χρόνους. Έτσι το καλοκαίρι με την φεγγαράδα κάθονταν έξω στα αλώνια και στις χωμάτινες αυλές μπας και ιδούν ανεμογαζού για να ζήσουν χρόνους εκατό.
-Επίσης μερικοί άνθρωποι, εκείνοι που βλέπουν τα ξωτικά και τις νεράιδες, έχουν την δυνατότητα ν’ ακούσουν την βουή της ανεμογαζούς.
Μολόγαγε ένας παλιά ότι άκουσε την βουή αλλά εξηγούσε ότι άκουγε κλάμα και παράπονο γιατί την έδιωξε η μάνα της.
-Γκαστρωμένη γυναίκα δεν έπρεπε να ιδεί ανεμογαζού, γι’ αυτό από το γιόμα και μετά μέχρι να πέσει ο ήλιος τις γκαστρωμένες δεν τις αφήναν να βγουν έξω. Αν κατά λάθος έβλεπαν ανεμογαζού τότε έβαναν το πατέρα του παιδιού που θελά γεννηθεί να φτιάξει μια τρύπα στο χώμα, ίσα με ένα κατσαρόλι και μέσα να την γιομίσει με σκόνη που πέρασε η ανεμογαζού, γιατί εκεί θελά ξανάρθει και να πέσει μέσα και να πεθάνει η ανεμογαζού για να βγει το παιδί με υγεία.
-Ακόμη λέγανε ότι όποιος βρεθεί στον κύκλο της ανεμογαζούς, μουρλαίνεται, δηλαδή χάνει τα μυαλά του. Γι’ αυτό όποιος δεν έστεκε καλά στα μυαλά τον έλεγαν «Ανεμογαζωμένο!»
-Στην Πηνεία παλιά όταν βλέπανε ανεμογαζούδες, έλεγαν ότι γύρω από την αυλή τριγυρίζουνε διάβολοι.

ΞΟΡΚΙ:

Όταν αντιλαμβάνονταν ότι πρόκειται να ιδούν ανεμογαζού στην αυλή τους έπαιρναν τη ρόκα με μαλλί την ανέμιζαν στον αέρα, έφτυναν τρεις φορές αριστερά, δεξιά και μπροστά τους και έλεγαν από μέσα τους και ένα ξόρκι:
«Μικρή κακιά νεράιδα κι ανεμογαζού, φύγε απ’ εδώ και τράβα αλλού,
εκεί που πάει κι η αδερφή σου, πάρτο τον αγέρα σου και ξεκουμπίσου!»

ΦΡΑΣΕΙΣ:

-Άει μου στον Διάβολο ανεμογαζωμένο!
-Απ’ το γιόμα τ’ Αλωνάρη βγαίνει η ανεμογαζού στο παζάρι!
-Γυρίζει σαν την ανεμογαζού!
-Η μικρή ανεμοδούρα μου ’φερε τρανή σκοτούρα!
-Σα φουντώσει η ανεμογαζού, σου φέρνει τον Διάβολο που ’ρχεται απ’ αλλού!
-Το μυαλό του ανεμογαζούζει!

Έτοιμη η κουλούρα… για όσους την θυμάστε!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Το παρασκεύασμα του πρόχειρου και γρήγορου ψωμιού, στον τόπο μας λέγεται «κουλούρα» ή «φλαούνα». Η κουλούρα παρασκευάζεται από αλεύρι και νερό (ζύμη). Όταν η νοικοκυρά ζύμωνε το ψωμί και την ώρα που το έφτιαχνε καρβέλια, αν της έμενε μέρος της ζύμης, το κρατούσε και την ώρα που έκαιγε τον φούρνο, προτού φουρνίσει τα καρβέλια του ψωμιού, την έκοβε σε ανάλογα κομμάτια, την έπλαθε, επάνω στο πλαστήρι της, σε στρογγυλό και λεπτό σχήμα, κι όταν είχε έριχνε επάνω και μια σταλιά σουσάμι για να παίρνει την γεύση του και την φούρνιζε. Ο χρόνος ψησίματος ήταν πάρα πολύ λίγος (περίπου 10 λεπτά της ώρας), και μετά το ξεφούρνιζε και ήταν έτοιμη για φαγητό. Η κουλούρα στον φούρνο φούσκωνε ελαφρά, αλλά η νοικοκυρά την τρυπούσε, όχι αμέσως, αλλά την άφηνε λίγο για να χωρίσουν η κόρα της. Το τρύπημα γινόταν συνήθως μ’ ένα αιχμηρό αντικείμενο όπως με πιρούνι, με μαχαίρι, ή και με ξεμυτισμένο πολύ ψιλό ξυλαράκι. Η κουλούρα ψηνόταν πάντοτε από την μια πλευρά και δεν την γύριζαν ποτέ ανάποδα, όπως γίνεται και με το καρβέλι του ψωμιού. Ποτέ την κουλούρα δεν την έριχναν σε ταψί, αλλά πάντοτε στην χόβολη στο δάπεδο του φούρνου. Πρώτα τραβούσαν με την μασιά τα κάρβουνα και την στάχτη και έπειτα εναπόθεταν με το φουρνόφτυαρο το ζυμάρι στο πυρωμένο δάπεδο. Μόλις ψηνόταν η κουλούρα και την έβγαζε η νοικοκυρά από τον φούρνο, όπως γίνεται και με το ψωμί, χτυπούσε το κάτω μέρος της κουλούρας με μια πετσέτα για να τιναχτεί η στάχτη και ν’ αποκολληθούν τυχόν καρβουνάκια.

ΤΡΑΣΤΟ -ΤΑΓΑΡΙ - ΝΤΟΡΒΑΣ

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Το ταγάρι το (taγári), είναι μικρός σάκος από χοντρό χειροποίητο υφαντό ή πλεκτό κατασκευασμένο από μαλλί προβάτου, κοζά (τραγόμαλλο), κάνναβη, λινάρι ή σπάρτινο ύφασμα ή και από δέρμα κατσικιού, που το χρησιμοποιούν παλιά οι χωρικοί για να βάζουν την τροφή τους διάφορα εργαλεία, υλικά, τρόφιμα κ.ά. Ήταν εργαλεία ανθεκτικής κατασκευής και πολλαπλής χρήσης. Επίσης ήταν και ένα οδοιπορικό σακίδιο, όπου οι οδοιπόροι το κρεμούσαν στον ώμο ή οι καβαλάρηδες στα κολιτσάκια των σαμαριών.

Οι ιδιοκτήτες των υποζυγίων το χρησιμοποιούσαν και για την ταγή (τροφή των υποζυγίων), το φορούσαν μέσα το κεφάλι του ζώου και το κρεμούσαν περνώντας το σχοινάκι του πίσω από τα αυτιά του ζώου. Με αυτό τάγιζαν τα υποζύγια (καρπό) δηλαδή σπόρους σιτηρών, πίτουρα, βελανίδια κ.ά. ακόμη το χρησιμοποιούσαν ως τα υποζύγια για να μην τρώγουν τα δεμάτια των σιτηρών κατά την μεταφορά τους από το χωράφι στο αλώνι. Ακόμη ο ντορβάς χρησίμευε για σούρωμα λαγάρισμα νερού ή λαδιού και για την σπορά.

Το ταγάρι έχει και άλλες ονομασίες όπως τράστο ή τράϊστον, (έχει προέλθει από τη λέξη τάγιστρο -τάιστρο), ντορβάς, ή τορβάς, (τουρκ.), διακονοσάκουλο, τσαπάς, στην δε καθαρεύουσα ονομάζεται αναβολίδιον (το).

Όποια ονομασία κι αν έχει κατά τόπους, θεωρείται σαν ένα πολυεργαλείο της υπαίθρου. Όπως προανέφερα αυτό το σακίδιο υφαινόταν στον αργαλειό, και αρχικά έμοιαζε σαν ένα μικρό τάπητο. Μετά το δίπλωναν και ένωναν με ράψιμο τις δύο παράλληλες πλευρές και έτσι δημιουργούταν ένα μικρό σακί ή μισόσακο. Τέλος προσάρμοζαν στην μία άκρη του στομίου ένα πλεκτό σχοινάκι μήκους, τόσο ώστε να φέρνει ένα γύρω τις τρεις πλευρές του σακιδίου και το έδεναν από την άλλο πλευρά και άκρη του σακιδίου. Αυτό το σχοινάκι ήταν για να το κρεμάνε στον ώμο, στο κολιτσάκι, στον τοίχο, στα δένδρα κ.ά. όταν το σχοινάκι ήταν μεγάλο και ανάλογα με την χρήση που ήθελαν τότε το μίκραιναν δένοντας το, ένα κόμπο μεταξύ του, και έτσι μίκραινε το μήκος του.

Τα πρώτα ταγάρια ήσαν κατασκευασμένα από δέρμα μικρού ζώου, κυρίως από κατσίκι, επίσης και η λωρίδα για να το κρεμάνε και να το μεταφέρουνε κι αυτήν ήταν δερμάτινη.

Κατασκευαζόταν από τα περίσσια υφάσματα του νοικοκυριού και οι ιμάντες του είναι φτιαγμένοι από πλακέ φυτίλι λάμπας πετρελαίου. Τα λιγοστά αυτά υλικά ήταν αρκετά για την κατασκευή ενός πολύ ανθεκτικού και άνετου σακιδίου.

-Το τράστο ήταν ένα πολυεργαλείο το χρησιμοποιούσαν για την μεταφορά διαφόρων αντικειμένων, σήμερα το έχουν αντικαταστήσει οι νάιλον τσάντες, για την σπορά, για την μεταφορά φαγητού, για προσκέφαλο ύπνου στην ύπαιθρο,

-Τα κρεμούσαν από τα κολιτσάκια του σαμαριού, τα μετέφεραν κρεμασμένο στον ώμο τους. τα κρεμούσαν από τα κλαδιά των δένδρων όταν μέσα είχαν φαγώσιμα για ασφάλεια, στους τοίχους σε πρόκες στα χαγιάτια, με αυτό σκαλώνανε στα δένδρα, κρεμασμένο στον λαιμό και μάζευαν φρούτα. κ.λπ.

Είχαν τα καλά ή επίσημα τράστα, τα οποία ήσαν πολύχρωμα με σχέδια και καινούρια, τα χρησιμοποιούσαν για γάμους, δρόμους (ταξίδια), για δώρα, για προίκα, σχολικές τσάντες, σακίδιο ταχυδρόμου κ.λπ. Με το επίσημο τράστο πήγαιναν στο γάμο τον ζαερέ του (κρέας, ψωμί και κρασί), είχαν και αυτά τα απλά για την καθημερινότητα.

-Το τράστο που το χρησιμοποιούσαν για την μεταφορά και αποθήκευση του ημερήσιου φαγητού του τσοπάνη και αυτό που το χρησιμοποιούσαν για τον ζαερέ του γάμου, συνήθως τα επένδυαν μ’ ένα τουλουπάνι, όπου το προσάρμοζαν στο εσωτερικό του και το έραβαν γύρω –γύρω από το στόμιό του. Όταν με το τράστο πήγαιναν ζαερέ στην μια άκρη του σχοινιού έδεναν ένα λευκό μαντήλι εις ένδειξη ότι πάνε σε γάμο.

-Υπάρχουν διπλοί ντορβάδες που ονομάζονται δισάκια (δύο- σακιά). Αυτά ενώνονταν μεταξύ τους με δύο σχοινάκια και τα περνούσαν στο λαιμό και ένα κρεμόταν στην πλάτη και το άλλο στο στήθος. Στα υποζύγια δίχως σαμάρι ή σέλλα τα δισάκια τα έριχναν στην πλάτη του ζώου και το ένα στην μια πλευρά και το άλλο στην άλλη και έτσι ζυγιάζονταν και δεν έπεφταν.

-Ντορβάδες έλεγαν και τα πανιά των παλιών ελαιοτριβείων όπου εκεί έβαζαν τον αλεσμένο καρπό και τον πίεζαν στα πιεστήρια για να εξαχθεί το λάδι.

-Σε ντορβάδες έβαζαν τα νεογέννητα αρνοκάτσικα οι τσοπάνηδες που γεννιόνταν στις βοσκές για να τα μεταφέρουν στο μαντρί.

-Οι ντορβάδες παλιά χρησιμοποιούνταν για τσάντες μαθητών, οι, ταχυδρόμοι για τα γράμματα, και οι γεωργοί για σπορά.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:

-Στο Βυζάντιο και κατά την τουρκοκρατία χρησίμευε ως μέτρο μέτρησης ξηρών καρπών και γεννημάτων.

-Επίσης στη Βυζαντινή Εποχή, όταν οι νησιώτες πιάνανε κάποιο ληστή, εγκληματία, ή πειρατή, του έκοβαν το κεφάλι, το βάζανε μέσα σ’ ένα ντορβά, παστωμένο, για να μη βρομάει και το στέλνανε στην Κωνσταντινούπολη.

-Κατά την τουρκοκρατία και ιδίως κατά τα Ορλοφικά στον πολύπαθο, Μοριά, οι σκλάβοι όταν έβλεπαν ασκέρια (αποσπάσματα), φέροντες γιομάτους ντορβάδες, ήταν σίγουροι ότι μετέφεραν κεφάλια ανθρώπων.

-Σε ντορβάδες έβαζαν και αυτιά ανθρώπων το 1770 κατά τα Ορλοφικά. Οι Τούρκοι διώκτες για να εισπράξουν το μπαξίσι για τους καπεταναίους, έφερναν ως αποδεικτικό στοιχείο το κεφάλι του καταζητούμενου. Για τους απλούς κλέφτες για να μην κουβαλάνε κεφάλια, έκοβαν τ’ αυτιά τους και τα παρουσίαζαν ανά ζευγάρι και ανάλογα με αυτά λάμβαναν το μπαξίσι.

Ο ντορβάς ως φίλτρο νερού:

-Παλιά λόγω πολέμων τα κάστρα που βρίσκονταν υπό πολιορκία και υπήρχε έλλειψη καθαρού πόσιμου νερού, τότε το λαγάριζαν (φιλτραριζαν) με τον εξής τρόπο. Αρχικά κρεμούσαν τρεις ντορβάδες κόζινους (από τραγόμαλλο) τον ένα κάτω από τον άλλο με ανοιχτό το στόμιο, στον καθένα έριχναν μέσα μια –δυο φτυαριές ψιλή άμμο και από πάνω έριχναν το θολό νερό.. Το νερό σούρωνε από τον πρώτο ντορβά, έπεφτε στον επόμενο, σούρωνε και από αυτόν, μετά έπεφτε στον τρίτο. Και αφού καθάριζε και από τον τρίτο κάτω από αυτό είχαν τοποθετήσει ένα ανοικτό αγγείο υγρών και έπαιρναν καθαρό νερό. Αυτή η επεξεργασία του νερού γινόταν κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά, τον επονομαζόμενο Κιουταχή το 1825-1826. Αργότερα στα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας ακουγόταν αυτή η φράση: «Έπινα νερό από τρεις ντορβάδες!»

(Μαρτυρία Γεώργιος Αναστασίου από τα Καλύβια Αγρινίου Δευτέρα 7 Μαΐου 1990 στην Πάτρα).

-Ντορβάς, λεγόταν και ένας αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 που πολέμησε με τον Καπετάν Βέρρα και με 300 άνδρες εντοπίζεται στην μάχη που δόθηκε στα Αμπέλια του Βαρθολομιού της Ηλείας.

-Σε ντορβάδες –κατά μαρτυρία- μετέφεραν τα κεφάλια του καπετάν Ζαχαριά Πετρόπουλου, από την Γαστούνη Ηλείας κ.ά. στις 10 Φεβρουαρίου 1949 μετά την μάχη της Καρυάς και τα εναπόθεσαν στην πλατεία του Σιμόπουλου. Εκεί κάλεσαν οικογένειες Αριστερών προς αναγνώριση των δικών τους αποκεφαλισμένων ανθρώπων.

 

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:

Έχω εντοπίσει επώνυμο με την ονομασία Ντορβάς ή Τορβάς, επίσης υπάρχει παρατσούκλι στην Πηνεία, επίσης επώνυμα όπως Τάγαρης, Ταγαρίδης, Ταγαράκης, Ταγαρόπουλος, Ξηροτάγαρος.

-Αλποτάγαρο, το = λέγεται το ημικατεστραμμένο ταγάρι.

-Γιδοτάγαρο, το = ταγάρι από δέρμα κατσικίσιο.

-Γυφτοτάγαρο, το = λέγανε το ταγάρι του γύφτου ή του διακονιάρη.

-Κουτσοτάγαρο ή ζέπι, το = ένα πολύ μικρό ταγαράκι που κρεμούσανε εσωτερικά των ρούχων, όπου μέσα έκρυβαν νομίσματα, τιμαλφή, χαρτιά κ.ά.

-Λιμοτάγαρο, σύνθετη λέξη από το (λιμός = πείνα + ταγάρι) = έτσι λέγεται το ταγάρι του διακονιάρη, του πεινασμένου. Επομένως με την λέξη λιμοτάγαρο εννοούμε τον πεινασμένο.

-Ντορβαδιάστηκε, = μπήκε σε σειρά.

-Ταγάρι, το = (μτφ.) λέμε τον αγράμματο, τον χωριάτη (φρ.) «Αυτός είναι μπιτ ταγάρι!»

τουρκοτάγαρο, το = ένα ταγάρι δερμάτινο που το έφεραν οι Τουρκαλβανοί κατά τις ληστρικές εξορμήσεις.

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ:

Η δημοτική μας ποίηση δεν αγνόησε αυτά τα εργαλεία και τα ενέπλεξε σε αρκετά τραγούδια:

Τραγούδια του Πηνειώτη Χρόνη Αγραπιδοχωρίτη με πολλές παραλλαγές:

1).»Τρία πουλάκια λαλάγανε απάνου στην Κοτρώνα

Το ’να τηράει την Αρμάτοβα τ’ άλλο το Ναζήρι…..

Φέρνει κεφάλια αρμαθιές, αυτιά μες τους ντορβάδες…!»

2). Πολλά τουφέκια αντιβροντούν, μιλιούνια, καριοφίλια,

μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι,

ουδέ σε γάμο ρίχνουνε, ουδέ σε πανηγύρι,

Αλή Τσεκούρας χαίρεται και ρίχνει στο σημάδι.

Πάει κι ο Χρόνης για να ιδεί, σεργιάνι για να κάνει.

- Πολλά τα έτη μπουλούκμπαση,

- Καλώς τονε το Χρόνη.

- Πως τα ’χεις, Χρόνη μ’ τα παιδιά, τα μαύρα παλικάρια;

- Σε προσκυνούν μπουλούκμπαση και σου φιλούν τα χέρια,

δώδεκα μέρες έχω ’γω, στα μάτια δεν τα είδα.

- Σαν θέλεις Χρόνη μ’ να τα δεις, σα θέλεις να τα μάθεις,

τήρα δω μέσα στον ντορβά, να δεις κεφάλια που ’χω.

Υπάγει ο Χρόνης κοίταξε, μες τον ντορβά και βλέπει,

βλέπει το πρώτο του παιδί και πρώτο παλικάρι.

Και με το νου του έβαλε και με το νου του βάζει

και το σπαθί του έβγαλε και το σπαθί του βγάνει,

κόβ’ Αρβανίτες δώδεκα και δυο μπουλουκμπασήδες!»

(«Οι Κλεφταρματολοί και τα τραγούδια τους», Πέτρου Σ. Σπανδωνίδη, εκδόσεις Δίφρος, Αθήναι, σελ. 155).

3). «…Σε προσκυνούν μπουλούκμπαση και σου φιλούν τα χέρια,

δώδεκα μέρες έλειπα, τι κάνουνε δεν ξέρω.

- Για άπλωσε, Χρόνη στο ντορβά, για λύσε το δισάκι,

θα βρεις δυο μήλα κόκκινα, δυο Πατρινά λεμόνια….!»

4). «…Φέρνει κεφάλια αρμαθιές και στ’ άλογα ντορβάδες.

Ο Χρόνης τον χαιρετά και τον καλωσορίζει.

- Χρόνη, τι κάνουν τα παιδιά σου, τι κάνουν οι νιφάδες;

- Καλά ’ναι μπέη τα παιδιά, καλά ’ναι κι οι νιφάδες.

- Χρόνη, για πιάσε τ’ άλογο και κοίτα τους ντορβάδες

έχω δυο μήλα κόκκινα, δυο Πατρινά λεμόνια.

Απλώνει ο Χρόνης στ’ άλογο και ψάχνει τους ντορβάδες,

πιάνει μαλλιά αχτένιγα, κι άξουρα μουστάκια…!»

5). «…Για άπλωσε, Χρόνη στο ντορβά, για λύσε το δισάκι,

θα βρεις δυο μήλα κόκκινα, δυο Πατρινά λεμόνια.

Πάγει κι ο Χρόνης και κοιτάει μέσα στον τορβά και βλέπει,

βλέπει το πρώτο του παιδί, το πρώτο παλικάρι,

τηράει κι άλλη μια φορά, τ’ άλλο παιδί του βλέπει…!»

6). «…Ο Αλή Τσεκούρας του γέρο Χρόνη φώναξε, στέκεται και του λέει:

- Κατέβα Χρόνη στο ντοβλέ και κοίτα τους ντορβάδες.

Τρέχει ο Χρόνης στον ντοβλέ και ανοίγει τους ντορβάδες.

Βλέπει το κεφάλι του γιου του, του Αγγελή

και το κεφάλι του γιου του, του Γιωργάκη….!»

7). «…Έχω δυο μήλα κόκκινα, δυο κλέφτικα κεφάλια

Απλώνει ο Χρόνης στ’ άλογο και ψάχνει τους ντορβάδες.

Πιάνει δυο μήλα κόκκινα, δυο κλέφτικα κεφάλια.

Το ένα ήταν τ’ Αγγελή και τ’ άλλο τ’ Αναστάση….!»

 «Χρόνη για πιάσε τ’ άλογο, τήρα και τους ντορβάδες.

Κρατάει ο Χρόνης τ’ άλογο, τηράει και τους ντορβάδες.

Βρίσκει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ματωμένα

το ένα ήταν του Αγγελή και τ’ άλλο του Αναστάση….!»

Άλλα:

-«Τ’ ακούς αφέντη βασιλιά και συ κερά Σουλτάνα,

Ν’ οι κλέφτες που ’ναι στο Μοριά, ….πάει τα γρόσια στο ντορβά

τις λίρες φορτωμένος να μου τον πιάσετε να μη μου τον χαλάσετε…!»

-«…Σένα σου πρέπει αφέντη μου ντορβάς και δεκανίκι…!»

-«Πήρα το ταγαράκι μου και το όμορφο αγκλιτσάκι μου, το πρωί με την αυγούλα να σκαλώσω στην ραχούλα…!»

-«…. Ανάθεμά τον, τον ντορβά που φέρνει τα κεφάλια…!»

-«….φέρνει απίδια στον ντορβά και στην ποδιά καρύδια και στα σγουρά της τα μαλλιά, λουλούδια και στολίδια…!»

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

-Ξέρει ο βλάχος τι έχει μέσα στο τράστο του!

Μια φορά ένας βλάχος κοπάναγε την γυναίκα του με το τράστο. Πιο παρέκει στεκόσαντε κάνα δυο και τον τηράγανε.

-Κοίτα λέει ο ένας, ο βλάκας με το τράστο την βαράει, λες και την χαϊδεύει!

Ο άλλος βάνει τα γέλια και του λέει:

-Ξέρει ο βλάχος τι έχει μέσα στο τράστο του!

-Τιιι…; του λέει ο άλλος.

-Να μέσα στο τράστο έχει το υνί από το αλέτρι! (Σημείωση το υνί ήταν σιδερένιο και κάθε κοπάνημα ήταν επώδυνο και επικίνδυνο).

-Άδειος ο ντορβάς, ψόφιος ο καράς!

-Αν δεν είναι δική σου η αγραπιδιά τράστο μην κρεμάς.

-Αστράφτει στο Κάστρο, βάλε το υνί στο τράστο!

-Γλαρέντζα και Κάστρο δεν γιομίζει ο διακονιάρης τράστο!

-Δεν τον βρίσκεις ούτε στο τράστο, μα ούτε στο σακί.

-Δώσε μου γκλίτσα και γαλάρι και ψωμάκι στο ταγάρι.

-Δώσε την ευχή σου και πάρτου και το τράστο.

-Έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά! (διακινδύνεψε).

-Θα σε τσακώσω το βράδυ στον ντορβά!

-Θα σου φέρω το κεφάλι του στον ντορβά! (απειλή).

-Κάθε άνθρωπος έχει δυο ταγάρια. Ένα το μπροστινό κι ένα το πισινό.

-Κρατάει και ο τορβάς το λάδι του.

-Μ’ ένα ντορβά στάρι, χειμώνα δεν βγάνεις!

-Ο τορβάς είναι η καλλίτερη παγίδα.

-Ο τορβάς κουβαλάει και βρώμη κουβαλάει και φλουριά.

-Ο τορβάς φτιάνει άλογα, φτιάνει γυαλιστερά καπούλια.

-Όποιος κουβαλάει αυγά και σύκα στο τράστο, μένει νηστικός.

-Όσα χωρεί το τράστο θα φας!

-Ότι έβαλες στο τράστο θα βρεις.

-Ούλα τα ταγάρια δεν είναι ίδια!

-Ούλα τα ταγάρια δεν έχουνε την ίδια γιόμιση!

-Ούτε τράστο να φορείς, ούτε βλάχο να θωρείς.

Ταγάρι φορείς; Βλάχο σε θωρούνε!

-Το τράστο που έχει το ψωμί είναι και κρεμασμένο.

-Τον έβαλα στον ντορβά. (τον εξαπάτησα).

-Ψωμί και άσπρο κοιλιά σαν τράστο.

Σήμερα τα τράστα, ταγάρια και οι ντορβάδες και κάθε παραδοσιακό εργαλείο μεταφοράς και αποθήκευσης τα αντικατάστησαν τα ρυπογόνα νάιλον σακιά, αγγεία, τσάντες (σακκούλες) κ.λπ.

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates