Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Παλαιότερα η καλλιέργεια του καλαμποκιού ήταν αναγκαία για τους κατοίκους της υπαίθρου και καλλιεργούταν σε γόνιμα και ποτιστικά χωράφια. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις όπου καλλιεργούσαν και ξερικά αραποσίτια.
Πριν μηχανοποιηθούν οι αγροτικές καλλιέργειες, η σπορά του αραποσιτιού άρχιζε πολύ πιο αργά από τις σημερινές ημερομηνίες περίπου στα τέλη του Μαΐου. Για να ετοιμάσουν το χωράφι για σπορά, όργωναν με το ζωήλάτο αλέτρι δυο φορές για να σπάσουν και να στρώσουν οι μάτσες (σβώλους) και να μαλακώσει το χώμα. Έπειτα το σβαρνίζανε με την ξυλόσβαρνα, για το ίσιωμα του χώματος, την διάσπαση μικρών ματσών και τέλος για την διατήρηση της υγρασίας. Έπειτα έπαιρναν τον σπόρο και τον φύτευαν σε αράδες. Συνήθως το δασοφύτευαν διότι αρκετά εξ αυτών δεν φύτρωναν και δεν τους βόλευε να έχει αριομάδες. Μετά από ένα μήνα από το φύτρωμά του καλαμποκιού, γινόταν ο σκάλος και η αραίωση εκεί που ήταν δασοφυτρωμένα για να μην είναι δασιά και να επιτρέψουν στα υπόλοιπα να έχουν την ιδανική ανάπτυξη του, ενώ αργότερα γινόταν το βοτάνισμα από τ’ αγριόχορτα. Οι εργάτες στον σκάλο έμπαιναν σε πλάγια σειρά και έβγαζε ο καθένας τον έργο ή όργο του, δηλαδή την έκταση που του αναλογούσε σύμφωνα με την σειρά και την λωρίδα του. Ο όρος όργος προσδιόριζε το πλάτος που ισούταν με μια οργιά. Στο ίδιο χωράφι ανάμεσα στις αραποσιτόκλαρες οι χωρικοί φύτευαν και μερικά φασόλια αναρριχώμενα. Και στις άκρες του χωραφιού φύτευαν κολοκυθιές και σπόρια από το φυτό σόργο, όπου από αυτό κατασκεύαζαν τις σκούπες (σαρώματα).