Η μουσαριά (φίμωτρο) ήταν ένα ιδιόμορφο κτηνοτροφικό εργαλείο, που κατασκευαζόταν για να προσαρμόζεται στο πρόσωπο του ζώου, για να εγκλωβίζει τις σιαγόνες του, να μην μπορεί να δαγκώσει ή να φάει φαγητό.
Τα οικόσιτα ζώα (άλογα – γαϊδούρια-μουλάρια και βόδια), οι αγρότες πέραν από τις άλλες εργασίες, τα χρησιμοποιούσαν για διάφορες εργασίες, όπως για ν’ αυλακώνουν ή να σκαλίζουν καλλιέργειες, σέρνοντας δίφτερα αλέτρια ή σβάρνες ή κουβαλούσαν θερισμένα σιτηρά και σανούς.
Όταν χρησιμοποιούσαν αυτά τα ζώα, για να κάνουν αυτές τις εργασίες περνούσαν, ενδιάμεσα από καλλιεργημένα φυτά ή κουβαλούσαν σανό, άχερα και θερισμένα σιτηρά που προορίζονταν για αλωνισμό, έστρεφαν το κεφάλι τους προς τα φυτά ή προς το φορτίο που κουβαλούσαν και άρπαζαν στα γρήγορα χαψιές για να τα φάνε, ένεκα της πείνας και της κούρασης. Ο κάθε ξωμάχος Για ν’ αντιμετωπίσει αυτές τις ζημιές και για να προστατεύσει τα φυτά ή και το φορτίο που μετέφεραν, κατασκεύασε ένα ιδιόμορφο εργαλείο, την μουσαριά. Επίσης μουσαριά έβαζαν και σε άλογα, κυρίως μητέρες φοράδες που, όπως έλεγαν, ζήλευαν τα μικρά παιδιά που πλησίαζαν κοντά της και τα δάγκωνε. Έχουμε πολλά τέτοια επεισόδια, και εγώ είμαι παθών γύρω στα εννιά μου χρόνια. Όταν πλησίασα σε φοράδα, με δάγκωσε από το μπράτσο και με εκσφενδόνισε λίγα μέτρα πιο πέρα, αφήνοντας τα σημάδια των δοντιών της στο μπράτσο μου για να την θυμάμαι.