Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

ΤΡΑΣΤΟ -ΤΑΓΑΡΙ - ΝΤΟΡΒΑΣ

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Το ταγάρι το (taγári), είναι μικρός σάκος από χοντρό χειροποίητο υφαντό ή πλεκτό κατασκευασμένο από μαλλί προβάτου, κοζά (τραγόμαλλο), κάνναβη, λινάρι ή σπάρτινο ύφασμα ή και από δέρμα κατσικιού, που το χρησιμοποιούν παλιά οι χωρικοί για να βάζουν την τροφή τους διάφορα εργαλεία, υλικά, τρόφιμα κ.ά. Ήταν εργαλεία ανθεκτικής κατασκευής και πολλαπλής χρήσης. Επίσης ήταν και ένα οδοιπορικό σακίδιο, όπου οι οδοιπόροι το κρεμούσαν στον ώμο ή οι καβαλάρηδες στα κολιτσάκια των σαμαριών.

Οι ιδιοκτήτες των υποζυγίων το χρησιμοποιούσαν και για την ταγή (τροφή των υποζυγίων), το φορούσαν μέσα το κεφάλι του ζώου και το κρεμούσαν περνώντας το σχοινάκι του πίσω από τα αυτιά του ζώου. Με αυτό τάγιζαν τα υποζύγια (καρπό) δηλαδή σπόρους σιτηρών, πίτουρα, βελανίδια κ.ά. ακόμη το χρησιμοποιούσαν ως τα υποζύγια για να μην τρώγουν τα δεμάτια των σιτηρών κατά την μεταφορά τους από το χωράφι στο αλώνι. Ακόμη ο ντορβάς χρησίμευε για σούρωμα λαγάρισμα νερού ή λαδιού και για την σπορά.

Το ταγάρι έχει και άλλες ονομασίες όπως τράστο ή τράϊστον, (έχει προέλθει από τη λέξη τάγιστρο -τάιστρο), ντορβάς, ή τορβάς, (τουρκ.), διακονοσάκουλο, τσαπάς, στην δε καθαρεύουσα ονομάζεται αναβολίδιον (το).

Όποια ονομασία κι αν έχει κατά τόπους, θεωρείται σαν ένα πολυεργαλείο της υπαίθρου. Όπως προανέφερα αυτό το σακίδιο υφαινόταν στον αργαλειό, και αρχικά έμοιαζε σαν ένα μικρό τάπητο. Μετά το δίπλωναν και ένωναν με ράψιμο τις δύο παράλληλες πλευρές και έτσι δημιουργούταν ένα μικρό σακί ή μισόσακο. Τέλος προσάρμοζαν στην μία άκρη του στομίου ένα πλεκτό σχοινάκι μήκους, τόσο ώστε να φέρνει ένα γύρω τις τρεις πλευρές του σακιδίου και το έδεναν από την άλλο πλευρά και άκρη του σακιδίου. Αυτό το σχοινάκι ήταν για να το κρεμάνε στον ώμο, στο κολιτσάκι, στον τοίχο, στα δένδρα κ.ά. όταν το σχοινάκι ήταν μεγάλο και ανάλογα με την χρήση που ήθελαν τότε το μίκραιναν δένοντας το, ένα κόμπο μεταξύ του, και έτσι μίκραινε το μήκος του.

Τα πρώτα ταγάρια ήσαν κατασκευασμένα από δέρμα μικρού ζώου, κυρίως από κατσίκι, επίσης και η λωρίδα για να το κρεμάνε και να το μεταφέρουνε κι αυτήν ήταν δερμάτινη.

Κατασκευαζόταν από τα περίσσια υφάσματα του νοικοκυριού και οι ιμάντες του είναι φτιαγμένοι από πλακέ φυτίλι λάμπας πετρελαίου. Τα λιγοστά αυτά υλικά ήταν αρκετά για την κατασκευή ενός πολύ ανθεκτικού και άνετου σακιδίου.

-Το τράστο ήταν ένα πολυεργαλείο το χρησιμοποιούσαν για την μεταφορά διαφόρων αντικειμένων, σήμερα το έχουν αντικαταστήσει οι νάιλον τσάντες, για την σπορά, για την μεταφορά φαγητού, για προσκέφαλο ύπνου στην ύπαιθρο,

-Τα κρεμούσαν από τα κολιτσάκια του σαμαριού, τα μετέφεραν κρεμασμένο στον ώμο τους. τα κρεμούσαν από τα κλαδιά των δένδρων όταν μέσα είχαν φαγώσιμα για ασφάλεια, στους τοίχους σε πρόκες στα χαγιάτια, με αυτό σκαλώνανε στα δένδρα, κρεμασμένο στον λαιμό και μάζευαν φρούτα. κ.λπ.

Είχαν τα καλά ή επίσημα τράστα, τα οποία ήσαν πολύχρωμα με σχέδια και καινούρια, τα χρησιμοποιούσαν για γάμους, δρόμους (ταξίδια), για δώρα, για προίκα, σχολικές τσάντες, σακίδιο ταχυδρόμου κ.λπ. Με το επίσημο τράστο πήγαιναν στο γάμο τον ζαερέ του (κρέας, ψωμί και κρασί), είχαν και αυτά τα απλά για την καθημερινότητα.

-Το τράστο που το χρησιμοποιούσαν για την μεταφορά και αποθήκευση του ημερήσιου φαγητού του τσοπάνη και αυτό που το χρησιμοποιούσαν για τον ζαερέ του γάμου, συνήθως τα επένδυαν μ’ ένα τουλουπάνι, όπου το προσάρμοζαν στο εσωτερικό του και το έραβαν γύρω –γύρω από το στόμιό του. Όταν με το τράστο πήγαιναν ζαερέ στην μια άκρη του σχοινιού έδεναν ένα λευκό μαντήλι εις ένδειξη ότι πάνε σε γάμο.

-Υπάρχουν διπλοί ντορβάδες που ονομάζονται δισάκια (δύο- σακιά). Αυτά ενώνονταν μεταξύ τους με δύο σχοινάκια και τα περνούσαν στο λαιμό και ένα κρεμόταν στην πλάτη και το άλλο στο στήθος. Στα υποζύγια δίχως σαμάρι ή σέλλα τα δισάκια τα έριχναν στην πλάτη του ζώου και το ένα στην μια πλευρά και το άλλο στην άλλη και έτσι ζυγιάζονταν και δεν έπεφταν.

-Ντορβάδες έλεγαν και τα πανιά των παλιών ελαιοτριβείων όπου εκεί έβαζαν τον αλεσμένο καρπό και τον πίεζαν στα πιεστήρια για να εξαχθεί το λάδι.

-Σε ντορβάδες έβαζαν τα νεογέννητα αρνοκάτσικα οι τσοπάνηδες που γεννιόνταν στις βοσκές για να τα μεταφέρουν στο μαντρί.

-Οι ντορβάδες παλιά χρησιμοποιούνταν για τσάντες μαθητών, οι, ταχυδρόμοι για τα γράμματα, και οι γεωργοί για σπορά.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:

-Στο Βυζάντιο και κατά την τουρκοκρατία χρησίμευε ως μέτρο μέτρησης ξηρών καρπών και γεννημάτων.

-Επίσης στη Βυζαντινή Εποχή, όταν οι νησιώτες πιάνανε κάποιο ληστή, εγκληματία, ή πειρατή, του έκοβαν το κεφάλι, το βάζανε μέσα σ’ ένα ντορβά, παστωμένο, για να μη βρομάει και το στέλνανε στην Κωνσταντινούπολη.

-Κατά την τουρκοκρατία και ιδίως κατά τα Ορλοφικά στον πολύπαθο, Μοριά, οι σκλάβοι όταν έβλεπαν ασκέρια (αποσπάσματα), φέροντες γιομάτους ντορβάδες, ήταν σίγουροι ότι μετέφεραν κεφάλια ανθρώπων.

-Σε ντορβάδες έβαζαν και αυτιά ανθρώπων το 1770 κατά τα Ορλοφικά. Οι Τούρκοι διώκτες για να εισπράξουν το μπαξίσι για τους καπεταναίους, έφερναν ως αποδεικτικό στοιχείο το κεφάλι του καταζητούμενου. Για τους απλούς κλέφτες για να μην κουβαλάνε κεφάλια, έκοβαν τ’ αυτιά τους και τα παρουσίαζαν ανά ζευγάρι και ανάλογα με αυτά λάμβαναν το μπαξίσι.

Ο ντορβάς ως φίλτρο νερού:

-Παλιά λόγω πολέμων τα κάστρα που βρίσκονταν υπό πολιορκία και υπήρχε έλλειψη καθαρού πόσιμου νερού, τότε το λαγάριζαν (φιλτραριζαν) με τον εξής τρόπο. Αρχικά κρεμούσαν τρεις ντορβάδες κόζινους (από τραγόμαλλο) τον ένα κάτω από τον άλλο με ανοιχτό το στόμιο, στον καθένα έριχναν μέσα μια –δυο φτυαριές ψιλή άμμο και από πάνω έριχναν το θολό νερό.. Το νερό σούρωνε από τον πρώτο ντορβά, έπεφτε στον επόμενο, σούρωνε και από αυτόν, μετά έπεφτε στον τρίτο. Και αφού καθάριζε και από τον τρίτο κάτω από αυτό είχαν τοποθετήσει ένα ανοικτό αγγείο υγρών και έπαιρναν καθαρό νερό. Αυτή η επεξεργασία του νερού γινόταν κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά, τον επονομαζόμενο Κιουταχή το 1825-1826. Αργότερα στα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας ακουγόταν αυτή η φράση: «Έπινα νερό από τρεις ντορβάδες!»

(Μαρτυρία Γεώργιος Αναστασίου από τα Καλύβια Αγρινίου Δευτέρα 7 Μαΐου 1990 στην Πάτρα).

-Ντορβάς, λεγόταν και ένας αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 που πολέμησε με τον Καπετάν Βέρρα και με 300 άνδρες εντοπίζεται στην μάχη που δόθηκε στα Αμπέλια του Βαρθολομιού της Ηλείας.

-Σε ντορβάδες –κατά μαρτυρία- μετέφεραν τα κεφάλια του καπετάν Ζαχαριά Πετρόπουλου, από την Γαστούνη Ηλείας κ.ά. στις 10 Φεβρουαρίου 1949 μετά την μάχη της Καρυάς και τα εναπόθεσαν στην πλατεία του Σιμόπουλου. Εκεί κάλεσαν οικογένειες Αριστερών προς αναγνώριση των δικών τους αποκεφαλισμένων ανθρώπων.

 

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:

Έχω εντοπίσει επώνυμο με την ονομασία Ντορβάς ή Τορβάς, επίσης υπάρχει παρατσούκλι στην Πηνεία, επίσης επώνυμα όπως Τάγαρης, Ταγαρίδης, Ταγαράκης, Ταγαρόπουλος, Ξηροτάγαρος.

-Αλποτάγαρο, το = λέγεται το ημικατεστραμμένο ταγάρι.

-Γιδοτάγαρο, το = ταγάρι από δέρμα κατσικίσιο.

-Γυφτοτάγαρο, το = λέγανε το ταγάρι του γύφτου ή του διακονιάρη.

-Κουτσοτάγαρο ή ζέπι, το = ένα πολύ μικρό ταγαράκι που κρεμούσανε εσωτερικά των ρούχων, όπου μέσα έκρυβαν νομίσματα, τιμαλφή, χαρτιά κ.ά.

-Λιμοτάγαρο, σύνθετη λέξη από το (λιμός = πείνα + ταγάρι) = έτσι λέγεται το ταγάρι του διακονιάρη, του πεινασμένου. Επομένως με την λέξη λιμοτάγαρο εννοούμε τον πεινασμένο.

-Ντορβαδιάστηκε, = μπήκε σε σειρά.

-Ταγάρι, το = (μτφ.) λέμε τον αγράμματο, τον χωριάτη (φρ.) «Αυτός είναι μπιτ ταγάρι!»

τουρκοτάγαρο, το = ένα ταγάρι δερμάτινο που το έφεραν οι Τουρκαλβανοί κατά τις ληστρικές εξορμήσεις.

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ:

Η δημοτική μας ποίηση δεν αγνόησε αυτά τα εργαλεία και τα ενέπλεξε σε αρκετά τραγούδια:

Τραγούδια του Πηνειώτη Χρόνη Αγραπιδοχωρίτη με πολλές παραλλαγές:

1).»Τρία πουλάκια λαλάγανε απάνου στην Κοτρώνα

Το ’να τηράει την Αρμάτοβα τ’ άλλο το Ναζήρι…..

Φέρνει κεφάλια αρμαθιές, αυτιά μες τους ντορβάδες…!»

2). Πολλά τουφέκια αντιβροντούν, μιλιούνια, καριοφίλια,

μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι,

ουδέ σε γάμο ρίχνουνε, ουδέ σε πανηγύρι,

Αλή Τσεκούρας χαίρεται και ρίχνει στο σημάδι.

Πάει κι ο Χρόνης για να ιδεί, σεργιάνι για να κάνει.

- Πολλά τα έτη μπουλούκμπαση,

- Καλώς τονε το Χρόνη.

- Πως τα ’χεις, Χρόνη μ’ τα παιδιά, τα μαύρα παλικάρια;

- Σε προσκυνούν μπουλούκμπαση και σου φιλούν τα χέρια,

δώδεκα μέρες έχω ’γω, στα μάτια δεν τα είδα.

- Σαν θέλεις Χρόνη μ’ να τα δεις, σα θέλεις να τα μάθεις,

τήρα δω μέσα στον ντορβά, να δεις κεφάλια που ’χω.

Υπάγει ο Χρόνης κοίταξε, μες τον ντορβά και βλέπει,

βλέπει το πρώτο του παιδί και πρώτο παλικάρι.

Και με το νου του έβαλε και με το νου του βάζει

και το σπαθί του έβγαλε και το σπαθί του βγάνει,

κόβ’ Αρβανίτες δώδεκα και δυο μπουλουκμπασήδες!»

(«Οι Κλεφταρματολοί και τα τραγούδια τους», Πέτρου Σ. Σπανδωνίδη, εκδόσεις Δίφρος, Αθήναι, σελ. 155).

3). «…Σε προσκυνούν μπουλούκμπαση και σου φιλούν τα χέρια,

δώδεκα μέρες έλειπα, τι κάνουνε δεν ξέρω.

- Για άπλωσε, Χρόνη στο ντορβά, για λύσε το δισάκι,

θα βρεις δυο μήλα κόκκινα, δυο Πατρινά λεμόνια….!»

4). «…Φέρνει κεφάλια αρμαθιές και στ’ άλογα ντορβάδες.

Ο Χρόνης τον χαιρετά και τον καλωσορίζει.

- Χρόνη, τι κάνουν τα παιδιά σου, τι κάνουν οι νιφάδες;

- Καλά ’ναι μπέη τα παιδιά, καλά ’ναι κι οι νιφάδες.

- Χρόνη, για πιάσε τ’ άλογο και κοίτα τους ντορβάδες

έχω δυο μήλα κόκκινα, δυο Πατρινά λεμόνια.

Απλώνει ο Χρόνης στ’ άλογο και ψάχνει τους ντορβάδες,

πιάνει μαλλιά αχτένιγα, κι άξουρα μουστάκια…!»

5). «…Για άπλωσε, Χρόνη στο ντορβά, για λύσε το δισάκι,

θα βρεις δυο μήλα κόκκινα, δυο Πατρινά λεμόνια.

Πάγει κι ο Χρόνης και κοιτάει μέσα στον τορβά και βλέπει,

βλέπει το πρώτο του παιδί, το πρώτο παλικάρι,

τηράει κι άλλη μια φορά, τ’ άλλο παιδί του βλέπει…!»

6). «…Ο Αλή Τσεκούρας του γέρο Χρόνη φώναξε, στέκεται και του λέει:

- Κατέβα Χρόνη στο ντοβλέ και κοίτα τους ντορβάδες.

Τρέχει ο Χρόνης στον ντοβλέ και ανοίγει τους ντορβάδες.

Βλέπει το κεφάλι του γιου του, του Αγγελή

και το κεφάλι του γιου του, του Γιωργάκη….!»

7). «…Έχω δυο μήλα κόκκινα, δυο κλέφτικα κεφάλια

Απλώνει ο Χρόνης στ’ άλογο και ψάχνει τους ντορβάδες.

Πιάνει δυο μήλα κόκκινα, δυο κλέφτικα κεφάλια.

Το ένα ήταν τ’ Αγγελή και τ’ άλλο τ’ Αναστάση….!»

 «Χρόνη για πιάσε τ’ άλογο, τήρα και τους ντορβάδες.

Κρατάει ο Χρόνης τ’ άλογο, τηράει και τους ντορβάδες.

Βρίσκει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ματωμένα

το ένα ήταν του Αγγελή και τ’ άλλο του Αναστάση….!»

Άλλα:

-«Τ’ ακούς αφέντη βασιλιά και συ κερά Σουλτάνα,

Ν’ οι κλέφτες που ’ναι στο Μοριά, ….πάει τα γρόσια στο ντορβά

τις λίρες φορτωμένος να μου τον πιάσετε να μη μου τον χαλάσετε…!»

-«…Σένα σου πρέπει αφέντη μου ντορβάς και δεκανίκι…!»

-«Πήρα το ταγαράκι μου και το όμορφο αγκλιτσάκι μου, το πρωί με την αυγούλα να σκαλώσω στην ραχούλα…!»

-«…. Ανάθεμά τον, τον ντορβά που φέρνει τα κεφάλια…!»

-«….φέρνει απίδια στον ντορβά και στην ποδιά καρύδια και στα σγουρά της τα μαλλιά, λουλούδια και στολίδια…!»

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

-Ξέρει ο βλάχος τι έχει μέσα στο τράστο του!

Μια φορά ένας βλάχος κοπάναγε την γυναίκα του με το τράστο. Πιο παρέκει στεκόσαντε κάνα δυο και τον τηράγανε.

-Κοίτα λέει ο ένας, ο βλάκας με το τράστο την βαράει, λες και την χαϊδεύει!

Ο άλλος βάνει τα γέλια και του λέει:

-Ξέρει ο βλάχος τι έχει μέσα στο τράστο του!

-Τιιι…; του λέει ο άλλος.

-Να μέσα στο τράστο έχει το υνί από το αλέτρι! (Σημείωση το υνί ήταν σιδερένιο και κάθε κοπάνημα ήταν επώδυνο και επικίνδυνο).

-Άδειος ο ντορβάς, ψόφιος ο καράς!

-Αν δεν είναι δική σου η αγραπιδιά τράστο μην κρεμάς.

-Αστράφτει στο Κάστρο, βάλε το υνί στο τράστο!

-Γλαρέντζα και Κάστρο δεν γιομίζει ο διακονιάρης τράστο!

-Δεν τον βρίσκεις ούτε στο τράστο, μα ούτε στο σακί.

-Δώσε μου γκλίτσα και γαλάρι και ψωμάκι στο ταγάρι.

-Δώσε την ευχή σου και πάρτου και το τράστο.

-Έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά! (διακινδύνεψε).

-Θα σε τσακώσω το βράδυ στον ντορβά!

-Θα σου φέρω το κεφάλι του στον ντορβά! (απειλή).

-Κάθε άνθρωπος έχει δυο ταγάρια. Ένα το μπροστινό κι ένα το πισινό.

-Κρατάει και ο τορβάς το λάδι του.

-Μ’ ένα ντορβά στάρι, χειμώνα δεν βγάνεις!

-Ο τορβάς είναι η καλλίτερη παγίδα.

-Ο τορβάς κουβαλάει και βρώμη κουβαλάει και φλουριά.

-Ο τορβάς φτιάνει άλογα, φτιάνει γυαλιστερά καπούλια.

-Όποιος κουβαλάει αυγά και σύκα στο τράστο, μένει νηστικός.

-Όσα χωρεί το τράστο θα φας!

-Ότι έβαλες στο τράστο θα βρεις.

-Ούλα τα ταγάρια δεν είναι ίδια!

-Ούλα τα ταγάρια δεν έχουνε την ίδια γιόμιση!

-Ούτε τράστο να φορείς, ούτε βλάχο να θωρείς.

Ταγάρι φορείς; Βλάχο σε θωρούνε!

-Το τράστο που έχει το ψωμί είναι και κρεμασμένο.

-Τον έβαλα στον ντορβά. (τον εξαπάτησα).

-Ψωμί και άσπρο κοιλιά σαν τράστο.

Σήμερα τα τράστα, ταγάρια και οι ντορβάδες και κάθε παραδοσιακό εργαλείο μεταφοράς και αποθήκευσης τα αντικατάστησαν τα ρυπογόνα νάιλον σακιά, αγγεία, τσάντες (σακκούλες) κ.λπ.

ΚΑΠΟΝΙΑ

Λαογραφική συλλογή Ηλίας Τουτούνης

Από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, η παραδοσιακή οικόσιτη πτηνοτροφία, αναπτύχθηκε και διαδόθηκε για να καλύψει τις διατροφικές της ανάγκες και να χρησιμοποιήσει και να εκμεταλλευτεί διάφορα προϊόντα που προέρχονται από αυτή. Επί το πλείστον βασίστηκε στην ολιγάριθμη αναπαραγωγή και εκτροφή κυρίως πουλερικών και κατά ένα μικρότερο μέρος στις γαλοπούλες, στους κύκνους, στα χηνιά 1*, στα παπιά, στις φραγκόκοτες, 2* και τελευταία έχει επιδοθεί σε διάφορες διασταυρωμένες ξενόφερτες ράτσες όπως χηνόπαπια, αγριόπαπια κ.λπ. ακόμη όπως γνωρίζουμε πολλοί εκτροφείς ασχολούνται με την εκτροφή αγρίων πτερωτών θηραμάτων, όπως φασιανούς, πέρδικες και ορτύκια.

Εξ’ αυτών των οικόσιτων εξημερωμένων πτηνών ο κάθε εκτροφέας, αποσκοπούσε να λαμβάνει κυρίως το κρέας, τ’ αυγά, τα πούπουλα και τα νύχια των. Συνήθως η εκτροφή τους γίνεται κατά κοπάδια και σε πολύ εξαίρετες περιπτώσεις μεμονωμένα.

Επειδή στα κοπάδια που διατηρούσε η κάθε οικογένεια, τύγχανε να υπάρχουν αρκετά αρσενικά 3*, πέραν της αναλογίας (ένας κόκορας για έξι κότες) κυρίως κοτόπουλα ή γαλόπουλα, και η συμβίωση μεταξύ των κατά την ενηλικίωση των ήταν επώδυνη και μη συμφέρουσα, έπρεπε να οι εκτροφείς να λαμβάνουν τα ανάλογα μέτρα.

Δηλαδή όταν ενηλικιωνόταν τα κοκορόπουλα, τότε άρχιζαν να κοκορεύονται (δηλαδή να προβαίνουν σ’ ερωτικές περιπτύξεις με τις κότες και εφόσον ήταν μεγάλος ο αριθμός των αρσενικών τότε μεταξύ των άρχιζε ένας πόλεμος, οι ονομαστές κοκορομαχίες. Αυτές γίνονταν για το ποιος εξ αυτών θα υπερισχύσει για να ζευγαρώσει με τις κότες. Το αποτέλεσμα αυτών των μαχών ήταν να αλληλοεξοντώνονται, αλλά και έπειτα από τις συνεχείς ερωτοτροπίες ν’ αδυνατίζουν υπερβολικά και να μην έχουν κρέας και τέλος να μην είναι εμπορεύσιμα.

Σταδιακά ο άνθρωπος για να επιλύσει αυτό το πρόβλημα που τον βασάνιζε και η εκτροφή απόβαινε πλέον ασύμφορη η εκτροφή, προέβη στον ευνουχισμό (καπόνιασμα), δηλαδή του αφαιρούσε τους όρχεις.

Η τέχνη του καπονιάσματος, ήταν μια ειδική λεπτή χειρουργική επέμβαση, εντός του σώματος των πτηνών όπου αρκετοί εκτροφείς δεν την γνώριζαν, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα οικόσιτα ζώα, τα οποία έχουν σχεδόν εξωτερικά τους όρχεις των και ο ευνουχισμός (κοιν. μουνούχισμα) σχετικά είναι εύκολος.

Όταν το νεαρό κοκορόπουλο άρχιζε να λαλεί και να ερωτοτροπεί, ήταν ήδη έτοιμος ηλικιακά να ζευγαρώσει. Τότε συνέχεια λαλεί και με μια τεχνική επίδειξης ή υπερίσχυσης, πλησίαζε τις κότες και αφού έγερνε το σώμα του δεξιά ή αριστερά σήκωνε επιδεικτικά την φτερούγα του από την αντίθετη πλευρά δείχνοντας υπερίσχυση έναντι των άλλων.

Ο εκτροφέας δεν ήταν δύσκολο ν’ αντιληφθεί, ότι ήταν ήδη καιρός να τον ευνουχίσει (καπονιάσει). Τα κοκορόπουλα που τα ετοίμαζαν για καπόνια συνήθως τα έβγαζαν τον μήνα Μάρτη (Μαρτιάτικο πουλί, Αυγουστιάτικο καπόνι). Το καπόνιασμα γινόταν όλες τις εποχές αλλά η κατάλληλη εποχή ήταν κατά τους θερινούς μήνες. Μετά από τρεις – τέσσερις μήνες από την εκκόλαψή τους, οι νεοσσοί προερχόμενοι από τις ντόπιες φυλές (ράτσες) ήσαν έτοιμα να λαλήσουν. Τότε έπιαναν τον κοκορόπουλο και αφού είχε αφεθεί από την προηγούμενη μέρα νηστικό, το αναποδογύριζαν, έπλεκαν μεταξύ των τις φτερούγες του, άνοιγαν τα πόδια του για να το κρατάνε σταθερά με τα δυο χέρια τους και το κεφάλι του το έβαζαν μέσα σε μια κάλτσα. Αφού το σταθεροποιούσαν, τότε ο καπονιάρης αναλάμβανε το μουνούχισμα. Με μια λεπίδα έσχιζε την κοιλιά του λίγο πιο από εκεί που τελειώνει το πίσω μέρος του στήθους του, έκανε μια κάθετη τομή προς το σώμα του πτηνού, και με τα δυό του δάκτυλα έψαχνε το εσωτερικό της κοιλιάς του και αφού εντόπιζε τους δύο όρχεις τους τραβούσε και αυτοί ναι μεν αποκόπτονταν εύκολα, αλλά ο πόνος του κοκορόπουλου ήταν αβάστακτος. Εκείνη την στιγμή αυτός που το κρατούσε έπρεπε να δίδει μεγάλη προσοχή και σταθερότητα μέχρι να τελειώσει η χειρουργική επέμβαση. Μόλις απόκοπτε τους όρχεις, τους αφαιρούσε από το εσωτερικό της κοιλιάς του και συνέχεια με βελόνα και κλωστή έραβε προσεκτικά την τομή και επάνω έριχνε ένα μίγμα σκόνης που αποτελούταν από γαλαζόπετρα (σκόνη χαλκού) και στάχτη από κορμό δρυς ή από φλούδα ιτιάς, ή καπνιά από τζάκι.

Η στάχτη πρέπει να ήταν παραγωγή της ίδιας ημέρας και να είναι κάπως ακόμη ζεστή.

Μετά από αυτό, για να γνωρίζει πιο είναι καπόνι, το σημάδευε με διαφόρους τρόπους, όπως κόψιμο με ψαλίδα το μπροστινό μέρος από το επάνω ράμφος, κόψιμο μέρος του λειριού, κόψιμο των νυχιών από τα πόδια ή και τα χώριζαν σε διαφορετικό κοπάδι από τα υπόλοιπα, που έκτρεφαν για αναπαραγωγή.

Όταν τελείωνε το καπόνιασμα, τα έβαζαν μέσα σε καλαμένιες καπονέρες για μια εβδομάδα περίπου όπου το δάπεδο που τοποθετούσαν την καπονέρα 4* ήταν στρωμένο με αρκετή στάχτη, ίδια σαν αυτή που την χρησιμοποιούσαν ως απολυμαντικό κατά το ράψιμο της τομής, ούτος ώστε όταν καθίσει κάτω το κοκορόπουλο να μην μολυνθεί από διάφορα μικρόβια.

Το όρχεις που τους έκοβαν τους έβαζαν μέσα σε νερό για να μην ξηραθούν, ή μήπως πιάσουν διάφορα μικρόβια και τα καπονιασμένα κοκόρια τα άφηναν δυο μέρες νηστικά και μετά τους έκοβαν ανάλογα με το μέγεθος τους όρχεις δύο με τρία κομμάτια και τους τα έδιδαν για τροφή.

Μετά από δύο εβδομάδες περίπου όταν έκλεινε η πληγή τους έκοβαν τα ράμματα και άρχιζε η εκτροφή με ενισχυμένες τροφές, όπως με σκύβαλα, ακρίδες και με αποφάγια, που ήσαν εμπλουτισμένες σε πρωτεΐνες. Με την μέθοδο του καπονιάσματος (ευνουχίσματος) απέβλεπαν στην αυξημένη παραγωγή κρέατος και την αποφυγή των κοκορομαχιών για λόγους ζευγαρώματος.

Επίσης, οι πολλαπλές και συνεχόμενες κοκορομαχίες για την πλήρη επικράτηση στο κοπάδι, είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Πολλές φορές, κατά την μεταξύ τους διαμάχη, πληγώνονταν σοβαρά και αρκετές φορές κατέληγε και στον θάνατο μερικών εξ’ αυτών. Κατά τον μήνα Σεπτέμβριο που άρχιζαν οι εμποροζωοπανήγυρεις τα καπόνια ήσαν έτοιμα προς σφαγή και εμπορεύσιμα. Τότε οι ιδιοκτήτες τα μετέφεραν στον χώρο της διεξαγωγής του πανηγυριού και τα πωλούσαν ή τα αντάλλασαν με άλλα προϊόντα.

Ένα δημοτικό τραγούδι αναφέρει:

«Στου παιδιού μου την χαρά,

έσφαξα ένα κόκορα,

κι έφαγαν εννιά νομάτοι

κι έμεινε κι ένα κομμάτι…»

Δικαίως ο τραγουδοποιός, μ’ αυτό το ωραίο τραγούδι, θέλει να μας δώσει μια εικόνα για το πόσο κρέας μπορούσε να παράγει ένας κόκορας, ντόπιας και μικρόσωμης ράτσας. Αν βέβαια υπολογίσουμε ότι παλαιότερα δεν υπήρχαν υβρίδια και διασταυρώσεις φυλών, για την παραγωγή περισσότερου κρέατος πουλερικών.

Όταν γινόταν κάποια εμποροζωοπανήγυρη, έπιαναν τα καπόνια, τους έδεναν τα δυο πόδια τους με κουρέλι, και ποτέ με σχοινί, για να μην σφίγγει τα πόδια. Μετά τα έδεναν ανά ζευγάρι και τα κρεμούσαν πάλι από τα πόδια, στα κολιτσάκια των αλόγων, και τα μετέφεραν στον χώρο των πανηγυριών για πώληση ή τράμπα (ανταλλαγή μ’ άλλα προϊόντα).

Σήμερα όποιος νεαρός άνθρωπος ή οικόσιτο ζώο είναι παχύ τότε το ονομάζουν “καπόνι”, με τον εξής τρόπο:

-«Αυτός είναι καπόνι ή θρεφτάρι!».

-Όταν κάποιος πάχαινε υπερβολικά έλεγαν: «Αυτός έγινε καπόνι!», «Τον έκαμε καπόνι!»

- «Σε θρέφω σαν καπόνι» για τους καλοθρεμμένους και τεμπέληδες.

-Όταν κάποια γυναίκα διαπίστωνε ότι ο άνδρας ήταν σεξουαλικά ανίκανος, και σχεδίαζε να τον χωρίσει, απαντούσε στις ανάλογες ερωτήσει: «Σιγά μη μου λείψει το καπόνι!»

Λεξιλόγιο:

-Καπονιάρης- καπονιάρισσα, = αυτός –η που γνώριζαν την τέχνη του ευνουχισμού των κοκοριών (καπόνιασμα).

-Καπονιάρικο ή καπονιασμένο το, = το μουνουχισμένο κοκορόπουλο.

-Καπόνια τα, = το κοπάδι των μουνουχισμένων κοκοριών, δηλαδή το σύνολον των καπονιών.

-Καπονέρα = πτηνοτροφικό εργαλείο για την ασφαλή φύλαξη ή μεταφορά μικρών και μεγάλων πουλερικών ή και μικρόσωμων οικόσιτων ζώων, (ιδιωμ.) η χοντρή γυναίκα.

-Καπονιαρίστρα η, = μια κατασκευή από σανίδες και δερμάτινες λωρίδες όπου εκεί επάνω έδεναν το κοκορόπουλο για να στέκεται ακίνητο για να γίνει η χειρουργική επέμβαση (το καπόνιασμα).

-Καπόνα η, = (ιδιωμ.) γυναίκα που έκανε διάφορα μάγια για να επιτύχει την σεξουαλική ανικανότητα των ανδρών.

-Καπόνι, είδος ψαριού (Chelidonichthys obscurus - Χελιδωνιχθύς ο σκοτεινός), είναι ένα επίμηκες ψάρι με πλατύ και μεγάλο κεφάλι. Το μήκος του κυμαίνεται γύρω στα 20 cm με μέγιστο μήκος που φτάνει και τα 40 cm.

-Καπόνι, ξύλο ή σίδερο, που εξέχει από τα πλαϊνά πλοίου για τη στερέωση ή ανάρτηση αντικειμένου (καπόνι για το κρέμασμα της βάρκας).

-Καπονιάστηκε = μουχίστηκε.

Ονοματολόγιο:

Καπώνης, Καπωνίδης, Καπωνάκης, Καπόνος, Καπόνας, Καπονέρας, Καπωνίτσας, Καπονιάρης.

Δημοτικό τραγούδι:

Κλέφτες μπήκαν στα κατώγια

και μου ’κλέψαν τα καπόνια,

τα καπόνια μου τα καημένα

μαύρο αλλοίμονο σε μένα!

Παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις:

-Αλλοίμονο απ’ τα καπόνια, που ποτέ τους δεν γερνάνε!

-Ήθελε παγώνι και τον τάγισαν καπόνι!

-Ήρθε του Αγιαντώνη, έφαγε κι φτωχολογιά καπόνι!

-Και μετά σου λέγουν, πως είναι δέντρα τα βασιλικά και τα καπόνια αρσενικά;

-Καπονάκι σα λαλήσει ακαμάτη θα ξυπνήσει!

-Καπόνι χωρίς λειρί κακαρίσματα δεν ξέρει!

-Καπόνια αρμέγεις γιόκα μου; Θα σου χυθεί το γάλα!

-Κόκορας μουνουχισμένος, νοικοκύρης τυλωμένος!

-Κόκορας χωρίς λειρί, ποτέ του δεν γαμεί!

-Μόνος σου παινεύεσαι; Σαν μουνούχι κοκορεύεσαι!

-Όποιος καπονιάζεται, για μουνί δεν νοιάζεται!

-Όποιος δεν έχει κασόνια, δεν φκειάνει καπόνια!

Σημειώσεις:

1*Τα χηνιά (χήνες) οι περισσότεροι εκτροφείς τις χρησιμοποιούσαν για τα πούπουλα όπου από αυτά κατασκεύαζαν στρώματα και μαξιλάρια. Επίσης πολλοί τα έκτρεφαν και τα χρησιμοποιούσαν ως κυνηγούς διότι αυτά σκοτώνουν, ποντίκια και φίδια που ήσαν επιβλαβή στην υπαίθρια διαβίωση.

ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΕΙΣΑΙ ΡΕ…;

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Κατά την "μελανή" εποχή του τελευταίου Εμφυλίου πολέμου που διήρκησε από το 1946 έως και το 1949 στα ορεινά χωριά μας είχαν επικρατήσει οι αντάρτικες δυνάμεις δηλαδή ο Δημοκρατικός Στρατός. Στα πεδινά μέρη και στις πόλεις επικρατούσε ο Εθνικός Στρατός μαζί με του Χίτες (Χ) ή Μάυδες ή Μ.Α.Υ. (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου). Εν τω μεταξύ οι περιπολίες και οι ενέδρες κι από τις δύο πλευρές είχαν περιορίσει σημαντικά τις μετακινήσεις των ντόπιων κατοίκων από χωριό σε χωριό, για οποιοδήποτε λόγο. Ο κίνδυνος της μετακίνησης μπορούσε να κοστίσει ακόμη και την ζωή του κάθε μετακινούμενου.

Γι αυτό οι κάτοικοι απέφευγαν να κάνουν μετακινήσεις εκτός κι αν υπήρχε σοβαρότατος λόγος όπως υγείας, μετακίνηση για τρόφιμα κ.λπ.

Ο καπετάνιος των ανταρτών ή ο διοικητής του στρατιωτικού τάγματος που επόπτευε την περιοχή σπάνια έδινε κάποια γραπτή άδεια σε κάποιον από την ύπαιθρο να μετακινηθεί για ιατρικούς λόγους. Εκτός κι αν γνώριζε άριστα ότι αυτοί που θα μετακινούνταν θα ήταν με το μέρος τους και δε θα έδιναν σημαντικές πληροφορίες στον αντίπαλο. Όταν έπαιρνε γραπτή άδεια, κι αν σε περίπτωση έπεφτε στα χέρια των αντιπάλων έπρεπε να την έχει καταστρέψει, διότι κινδύνευε να συλληφθεί, να δικαστεί, ακόμη και να εκτελεσθεί.

Έτσι ένας μπακάλης (παντοπώλης) από τον τόπο μας πήρε άδεια από τον καπετάνιο των ανταρτών για να μεταβεί στον κάμπο να φέρει φάρμακα τάχα για τους χωριανούς, αλλά αυτά θα κατέληγαν τους αντάρτες.

Όταν ροβόληκε προς τα κάτου και έφτασε στην Κάπελη συνάντησε ένα απόσπασμα από οπλοφόρους. Μόλις τους είδε από αλάργα έσπαζε το μυαλό του να καταλάβει τι είναι αντάρτες ή χιτομάυδες. Τήραγε ξανατήραγε τις στολές, το στέμμα αλλά δεν μπόρεσε να τους αναγνωρίσει διότι τότενες αντάρτες και χίτες φόραγαν τις ίδιες στολές για να μην ξεχωρίζουν. Αυτοί μόλις τον είδαν του ζήτησαν να μείνει ακίνητος και να σηκώσει ψηλά τα χέρια. Τον πλησίασαν και τον ερεύνησαν να ιδούν ποιος είναι και που πάει. Οι χίτες ύστερα από καλό ψάξιμο δεν ανακάλυψαν την άδεια του καπετάνιου που την είχε κρύψει στο τακούνι του παπουτσιού του, και για να μάθουν, ο καπετάνιος τους με ποιους είναι τον ρώτησε.

-Με ποιους είσαι ρεεέ…;

Αυτός που τα έχασε και νομίζοντας ότι είναι αντάρτες τους απαντάει:

-Μαζί σας είμαι ρε συναγωνιστές μαζί σας, τι με τους άλλους θα ήμουνα;

Αυτοί ήσαν χίτες και μόλις άκουσαν συναγωνιστές τον βουτάνε και τον πλακώνουν στο ξύλο και αφού τον σακάτεψαν τον άφησαν να φύγει. Μόλις περνάει το χωριό Σιμόπουλο συναντάει ένα άλλο απόσπασμα, αντάρτικο αυτή την φορά. Τον συνέλαβαν και εκείνοι και τον ρώτησαν.

-Με ποιους είσαι ρε…;!

-Με τον Εθνικό στρατό είμαι με ποιους νομίζετε ότι είμαι, μ’ εκείνους τους κατσαπλιάδες;

Τον βουτάνε οι αντάρτες και του ρίχνουνε και αυτοί ένα καλό μπερντάχι, μέχρι που τον άφησαν ξερό.

Μετά από κάμποση ώρα που συνήλθε πήγε δίπλα στο ποτάμι ξεπλύθηκε ήπιε κάμποσο νεράκι και συνήλθε κάπως.

Μόλις μπόρεσε και στάθηκε στα πόδια του κίνησε να πάει στον δρόμου του. Κόντευε να φτάσει στην Αμαλιάδα και έπεσε πάλι απάνου σε μια περίπολο. Εκείνοι τον είδαν που ήταν στα κακά χάλια του και ρώτησαν με ποιους είναι.

-Με τον Διάβολο είμαι ρε, με τον Διάβολο και με κανένανε άλλονε. Αλλά άμα θέλτε κι εσείς βαράτε και μην ρωτάτε γιατί με όποιον και να σας πω πάλι το ξύλο δεν το γλυτώνω!

ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΧΑΣΚΑ….!

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

 Παλιά κατά το Δωδεκαήμερο αλλά και τις Αποκριές τα βράδια στην ύπαιθρο, πραγματοποιούσαν ένα ωραίο έθιμο, που έμοιαζε σαν διαγωνισμός που λεγόταν «Ο ΧΑΣΚΑΣ». Την ονομασία χάσκας, έλαβε το παιχνίδι διότι ο παίχτης όσο έπαιζε κρατούσε υπερβολικά ανοικτό (έχασκε) το στόμα του. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα χάσκω = ανοίγω υπερβολικά το στόμα.

Οι άνθρωποι στην ύπαιθρο, μαζεύονταν τα βράδια του παγωμένου χειμώνα σε σπίτια για να κουβεντιάσουν, να παίξουν, να γλεντήσουν, να κάνουν νυχτέρι αλλά και διάφορες άλλες εκδηλώσεις προκειμένου να περάσει όμορφα η ατελείωτη νύκτα, ιδίως όταν ο καιρός ήταν βροχερός.

Μεταξύ των διαφόρων παιχνιδιών έπαιζαν και τον «χάσκα».

Όποιος ήθελε να συμμετάσχει στο παιχνίδι του χάσκα πήγαινε κοντά στον σπιτονοικοκύρη και ζητούσε να παίξει. Κατόπιν ο νοικοκύρης του σπιτιού στην άκρη μιας δρούγας (αδράχτι) έδενε μια κλωστή μήκους περίπου 30 εκ. του μέτρου και στην άλλη άκρη της κλωστής κρεμούσε ένα μήλο, αχλάδι, ή ένα σφιχτό ξεφλουδισμένο και βρασμένο αυγό, ένα γλυκό, μεζέ, λουκούμι κ.ά.

Άλλοι πάλι αντί για δρούγα χρησιμοποιούσαν αγκλίτσα ή τον πλάστη της νοικοκυράς με κλωστή ενός μέτρου περίπου όπου πάνω έδεναν το δόλωμα. Στον υποψήφιο παίκτη έδεναν τα δυο του χέρια μαζί στο πίσω μέρος της μέσης του, για να μην μπορεί να τα χρησιμοποιήσει. Αυτό γινόταν για δύο λόγους αφενός να μην μπορεί να πιάσει με τα χέρια αυτό που κρεμούσαν και αφετέρου καθώς ήταν δεμένος και πάντα όρθιος με τις κινήσεις του νοικοκύρη έχανε την ισορροπία του και πέφτοντας κάτω προκαλούσε πολύ γέλιο.

Όλοι οι παραβρισκόμενοι δημιουργούσαν κύκλο γύρω από τον παίχτη και τον νοικοκύρη, αφήνοντας έτσι περιορισμένο χώρο, ένα μέτρο ακτίνα γύρω από αυτούς και με προκλήσεις, γέλια, τραγούδια και οδηγίες συμμετείχαν και αυτοί στο παιχνίδι του χάσκα.

Ο παίκτης που έπρεπε να πιάσει το στόμα το φρούτο, γλυκό ή αυγό, όση ώρα έπαιζε τον φώναζαν «χάσκα».

Ο σπιτονοικοκύρης, όρθιος πάνω σε μια καρέκλα με προσεκτικές κινήσεις έφερνε πάνω από το στόμα του παίχτη το δόλωμα, ταλαντεύοντας την δρούγα πέρα δώθε και άνω κάτω σαν εκκρεμές, χωρίς σταματημό. Ο παίχτης προσπαθούσε να το πιάσει με τα δόντια του για να το οδηγήσει στο στόμα του. Πολλές φορές του έπεφταν τα σάλια, στην προσπάθειά του να το πιάσει με το στόμα.

Εάν το έπιανε το έτρωγε και τελείωνε για αυτόν για να συνεχίσει ο επόμενος.

Η διάρκεια του παιχνιδιού οριζόταν από ένα τραγούδι που θα έλεγε κάποιος από την παρέα. Όταν τελείωνε το τραγούδι, το ’πιανε δεν το ’πιανε, έληγε ο χρόνος του παιχνιδιού γι’ αυτόν και συνέχιζε ο επόμενος παίχτης.

Σε άλλες περιοχές το παιχνίδι του χάσκα παίζεται διαφορετικά. Η ομάδα των παιχτών κάθονται σταυροπόδι (οκλαδόν ή ανακούρκουδα) σχηματίζοντας έναν κύκλο. Ο νοικοκύρης ή ο αρχηγός της ομάδας ταλαντεύει το φαγώσιμο με την δρούγα. Όποιος έχαφτε πρώτος το δόλωμα το έτρωγε και μάλιστα του έδιναν κι ένα μπαξίσι (δώρο). Χρησιμοποιούσαν κυρίως το αυγό, διότι το αυγό συμβολίζει την αναγέννηση και την δημιουργία.

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:

-Αναγέλαγε ο χάσκας τον τυλωμένο!

-Εγώ του μιλάου κι ευτούνος χάσκει!

-Σήμερα Πάσχα, αύριο χάσκα!

-Στόμα που χάσκει, γράφτο νηστικό!

Φωτο: Από διαδίκτυο 

Ένα τραγούδι ακόμη για τους αμετανόητους Σισινικούς

Για δέστε τον κοτζάμπαση,

τον Γιώργη τον Σισίνη,

πως κοπανάει με βούρδουλα

τον Νικολή τον κλέφτη.

 

Του ρίνει μια του ρίνει δυο

του ρίνει σαράντα πέντε.

Κι απ’ το πολύ κοπάνημα

κι απ’ το πολύ το αίμα,

 

φανήκαν τα κοκκαλάκια του

και σπάσαν τα παΐδια!

Σιχάθηκα την σκύλα αφεντιά

και το κοτζαμπασιλίκι…

Το τραγούδι μας το εμπιστεύτηκε ένας συμπατριώτης που το τραγούδαγε ο παππούλης του.

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates