Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

Κωνσταντίνος Δ. Λαμπαδάς (Con Labathas) 1929-2022 Αυστραλία

Έφυγε από κοντά μας στις 20.09.2022 ο Κωνσταντίνος Λαμπαδάς του +Διονυσίου (Χαντρελή) και της +Γιαννούλας που γεννήθηκε πριν 93 χρόνια στο Αντρώνι.

Η νεκρώσιμη ακολουθία θα ψαλή σήμερα Παρασκευή 14.10.2022 και ώρα Αυστραλίας 11.00 στον Ναό του Αγίου Νικολάου στο Kingston Canberra, η δε σορός του θα ενταφιαστεί στο Κοιμητήριο του Mitsell (Plot 501).

Στα παιδιά του Άννα (Anna), Διονύση (Dennis Labathas) και σε όλους τους συγγενείς του εκφράζουμε τα συλλυπητήριά μας.

Ο Κώστας Λαμπαδάς είχε φύγει μικρός στην μακρινή Αυστραλία και γύρισε όσο ζούσε ο πατέρας του. Η αδελφή του η Γεωργία που ήταν παντρεμένη στο Κούμανι φρόντισε να τον προξενέψει με την κόρη του Λινάρδου. 

Εκείνο το διάστημα τον είχα δει στο σπίτι μας στο Αντρώνι καθ ότι έχουμε στενή συγγένεια με την μάνα του, την αείμνηστη Γιαννούλα.

Καλό του ταξίδι!

Τελευταία είχα κινήσει «γη και ουρανό» να τον βρω και σήμερα έμαθα τα θλιβερά μαντάτα από τον πατριώτη μας που ζει στην Αστράλια, Θανάση Μπαντούνα του Καραμάνη!

Πηγή: Εφημερίδα, "Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ" Σάββατο 8 Οκτωμβρίου 2022

Φωτο: Helen Divri

ΤΟ ΡΑΒΔΙ ΣΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ…!

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Ραβδί, ή ράβδος (γένους θηλυκού) = μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συμπαγούς και σχετικά άκαμπτου υλικού.

Ραβδί λέγεται ο λεπτός κορμός περίπου στο πάχος της λαγούσας (μαγκούρας) από κάποιο ξυλώδες σκληρό φυτό. Αυτοί που ήθελαν να κατασκευάσουν ραβδιά, επέλεγαν ξύλα από διάφορα δένδρα και να προέρχονται κυρίως από λαίμαργα (κολομπούκια ή κωλοβούτια). Τα καλύτερα αυτών προέρχονταν από άγρια ελιά από πουρνάρι, σκίντο, σμέρτο, μελιό, αγκλαβουτσά, κρανιά, έλατο κ.ά. Τα πιο γερά ήσαν αυτά που είχαν εξογκώματα (ζιόγκους).

Ραβδιά λέγανε τους διακονιαραίους, στο χωριό Ρεκούνι (σημ. Λευκοχώρι) Γορτυνίας. Κάποτε στο Ρεκούνι πήγε κάποιος φοροεισπράκτορας να εισπράξει βεβαιωμένους φόρους. Η απάντηση τους ήταν λακωνική:

«-Να περάσεις όταν γυρίσουν τα ραβδιά». Εννοούσε όταν θα γύριζαν οι επαγγελματίες διακονιάρηδες με τα λεφτά για ν’ αποπληρώσουν. Ο δε φοροεισπράκτορας, νόμισε ότι του εννοούσαν ότι όταν τα ίσια ραβδιά γυρίσουν κουλούρα τότε θα πληρωθεί, δηλαδή ποτέ!

ΜΙΑ ΦΕΤΑ ΨΩΜΙ… ΤΟ ΚΟΛΑΤΣΙΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ…!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Μια φέτα ψωμί ήταν το πρόχειρο φαγητό που μαζί με διάφορα φαγώσιμα είδη, έσβηνε την πείνα κυρίως των παιδιών κατά το διάλλειμα του σχολείου, το απόγευμα και οποιεσδήποτε ώρες πεινούσαν πριν να γίνει το φαγητό. Στο διάλλειμα του σχολείου ξαπολιόμαστε στα σπίτια μας και επιστρέφαμε με τις φέτες του ψωμιού στα χέρια επαλειμμένες με ότι είχε η κάθε οικογένεια στην φτώχεια της. Θυμάμαι στο χωριό μου, όταν ήμουν μαθητής, ένα λιάρο σκυλί ο Μπελώνης του Γκαραβελάκου, που βούτηξε την φέτα με το λίπος από τα χέρια μαθητή και αυτός έβαλε τα κλάματα για το ψωμί που έχασε. Ακόμη έχω την εικόνα που κάποιο παιδί που σίγουρα πεινούσε, άρπαξε την φέτα από κάποιο άλλο μικρότερο και έφυγε τρέχοντας.

Επίσης πάλι θυμάμαι όταν παιδιά πηγαίναμε σε κάποιο σπίτι μας φίλευαν μια φέτα ψωμί σκέτη ή και με κάποιο συνοδευτικό.

Η αείμνηστη Δημήτρω Μπενέτση μας φώναζε και μας έδινε ψωμί με κυδωνόγλυκο. Μας έλεγε: «Έλα μου δω να σε φιλέψω μια φετούλα ψωμάκι». Εμείς είχαμε μάθει και περιμέναμε πως και πως την γιαγιά Δημήτρω!

Με το ένα χέρι τρώγαμε και με το άλλο χρησιμοποιώντας το μανίκι σφουγγίζαμε τις σάλτσες ή τα μέλια από τα μούτρα μας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, (ΕΝΔΥΜΙΩΝ) Ο ΟΛΥΜΠΙΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ

Ανεπάντεχο το θλιβερό νέο του θανάτου του φίλου και συνδημότη Γιώργου Κοσμόπουλου από τα Ολύμπια. 

Ξεκίνησε την ζωή του με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι, να εργάζεται ως φωτορεπόρτερ σε μεγάλα πρακτορεία και εφημερίδες και αυτή του την αγάπη την κράτησε ως το τέλος. Όλα άλλαξαν τεχνολογικά στην φωτογραφία αλλά ο Γιώργος εκεί, εξακολουθούσε να «παίζει» και να δημιουργεί με το παραδοσιακό φιλμ στον σκοτεινό θάλαμο με τα χημικά. 

Δεν θα ξεχάσω τις εξαίσιες φωτογραφίες με θέμα την νεροτριβή της Ορεινής (Μοστενίτσας) που προορίζονταν για το περιοδικό «Δίβρη» αλλά και του Σκυλοκέφαλου και Κυνοβιάρχη από το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων στο Αντρώνι όπου από εκεί άρχισε και η γνωριμία μας. 

Τον συναντούσα όμως και σε εκδηλώσεις της Ηλείας και τα καλοκαίρια στο κέντρο στα Ολυμπία, απέναντι από τον πλάτανο, στο εστιατόριό του με το όνομα «Σώκρατες».  

Μού έλεγε χαριτολογώντας: «Εγώ με την φωτογραφική και εσύ με την κάμερα θα πάρουμε την Πόλη...». 

Περισσότερο όμως μας ένωσε η κοινή μας αγάπη για τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό. 

Στις συζητήσεις μας ήταν «ποταμός» γνώσεων και η κουβέντα περιστρέφονταν κυρίως στην ιστορία, την λαογραφία αλλά και γενικότερα στα της Ηλείας. Ατέλειωτες όμως ήταν τους χειμώνες και οι τηλεφωνικές συνομιλίες μας. 

Ήμουν κοντά στην εκδοτική του προσπάθεια το 2011, με την πολυτελή έκδοση του περιοδικού «ΚΟΤΙΝΟΣ» που κυκλοφόρησε στα Ηλιοστάσια και στις Ισημερίες. Θυμάμαι μάλιστα και το πρώτο τεύχος που επέμεινε να είναι αφιερωμένο στους επτά Καλλικρατικούς δήμους.  

Όμως, όπως σε όλο τον ελλαδικό χώρο έτσι και στην Ηλεία, δημοκρατικές και ασυμβίβαστες φωνές σαν του Γιώργου δεν προωθούνται, αντίθετα διώκονται. 

ΜΠΟΤΣΑ, ΤΣΟΥΚΑΛΙ…!

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Το τσουκάλι ήτανε ένα χαλκωματένιο αγγείο με χέρι που έμοιαζε με κανάτα. Το τσουκάλι το βάζανε συνήθως κοντά στην φωτιά ή στο σταχτοφούρνι για να έχει πάντοτε χλιαρό νερό, για κάθε ανάγκη της νοικοκυράς. 

Τα τσουκάλια τα χρειάζονταν να μετράνε τον μούστο, το κρασί, το λάδι, το ξύδι, το γάλα κ.ά. 

Σαν αγγείο μέτρησης το λέγανε μπότσα. Μετράγανε τα κρασιά και λέγανε: «Αυτός έκανε τόσες μπότσες κρασί, ή και τόσες μπότσες λάδι».

Η μπότσα ήταν μονάδα μέτρησης υγρών πριν από την οκά (1,28 κιλά) και χωρούσε δυόμιση οκάδες κρασί, υπήρχαν και άλλες που χώραγαν ένα καρτσούτσο και τις έλεγαν καρτσουτσάρικες.

Οι μπακάληδες με τις εμποροχωριάτικες κουτοπονηριές τους παράγγελναν στους τσουκαλάδες τρεις μπότσες, την «Αγόρω» που χωρούσε δυόμιση και ένα τέταρτο οκάδες και με αυτήν αγόραζαν, την «Πούλω» που χωρούσε δύο και ένα τέταρτο της οκάς κρασί και με αυτήν πωλούσαν και την «Νόμω» που χωρούσε ακριβώς δυόμιση οκάδες, αυτήν την χρησιμοποιούσαν για τον νόμο και τους ελέγχους της εξουσίας.

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates