Συλλογή, καταγραφή, επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Frontpage
Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Τον καιρό του αντάρτικου λέγανε ότι, ένας αντάρτης κυνηγημένος, ταλαιπωρημένος, άκουρος και άξουρος, ένα Σαββατόβραδο έφτασε αργά σ’ ένα χωριό. «Έβρεχε, ο Θεός με τον Θεό», ψάχνοντας που να τρουπώσει να βγάλει την νυχτιά του, πήγε προς την εκκλησία, εκεί βρήκε την πόρτα της ανοιχτή και μπήκε μέσα. Έκανε μια εξερεύνηση και βρήκε ένα εικονισματάκι του Αγιώργη, το πήρε στα χέρια του, έκανε τον σταυρό του μπροστά στο εικόνισμα, το προσκύνησε και ψέλλισε:
-«Συγχώρα με Άγιε μου, αλλά εσύ μπορείς να με βοηθήσεις και εγώ, σου τάζω ότι δεν θα σ’ αφήκω έτσι!».
Κατόπιν έχωσε το εικόνισμα μέσα στο σακίδιό του και στην συνέχεια έπιασε μια άκρη σ’ ένα στασίδι και από την τρανή κούραση και ταλαιπωρία που είχε, αποκοιμήθηκε. Τον ξύπνησε ένα κρακ, που έκανε το ζεμπερέκι της πόρτας. Όπως λαγοκοιμότανε, τράβηξε το πιστόλι του και περίμενε ακούνητος και αμίλητος να ιδεί ποιος μπαίνει. Σε μια στιγμή είδε τον παπά, τον άφηκε και μπήκε μέσα στο ιερό και την ώρα που ετοιμαζότανε να λειτουργήσει, μπήκε μέσα και τον απείλησε με το όπλο του. Ο παπάς τα έχασε στην αρχή, αλλά δεν φοβήθηκε. Ο αντάρτης του ζήτησε τα ράσα του να τα πάρει για να ντυθεί παπάς και να καταφέρει να ξεγλιστρήσει από τα μπλόκα του στρατού.
Γράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Κάθε πέτρα, κάθε σπίτι, κάθε σόι έχει και την δικιά του μικρή ή μεγάλη ιστορία.
Στην παρούσα ανάρτηση θα ασχοληθώ εκτενέστερα σε ένα σπίτι που έχω και εγώ ρίζα, άρα και παραπάνω δικαίωμα να πω και μια κουβέντα παραπάνω.
Το Μπουκέικο, άσχετα με το τι θα διαβάσετε παρακάτω, ήταν το δεύτερο σπίτι μου.
Εκεί ξημεροβραδιαζόμουν από τσορομπίλη.
Θυμάμαι και την γιαγιά μου την Λεμονιά που πέθανε κοντά στα 1960. Μου έδινε πενηνταράκια να παίρνω καραμέλες, αυτά του 1957 που απεικόνιζαν τον Β. Παύλο και κατόπιν πήραν μεγάλη αξία καθότι ήταν λιγοστά.
Μιλάω για το ιστορικό σπίτι του Κλαπανάρη με τις πολεμίστρες που χτίστηκε πολλά χρόνια πριν ξεσπάσει η επανάσταση. Θα ανατριχιάσετε όταν βγάλω το βίντεο με την ιστορία που αφηγείται ο αείμνηστος Θανάσης Πανόπουλος για τα χρόνια του Ιμπραήμ όταν στο κατώι του φιλοξενούσε γυναικόπαιδα που τρέφονταν με γάτες και ποντίκια.