Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

ΤΟ ΑΧΟΥΡΙ…!

Συλλογή, καταγραφή, επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Αχούρι λέγεται ο χώρος δίπλα στο σπίτι ή στο ισόγειό του όπου εκεί διέμεναν τα υποζύγια (άλογα-γαϊδούρια- μουλάρια ίσως και βόδια), για να μην τα κλέψουν ή γιατί είχαν τις στάνες μακριά από το χωριό.
Η ονομασία αχούρι προέρχεται από την λέξη αχυρών δηλαδή αχυρώνας, χώρος όπου αποθηκεύεται το άχυρο. Αρχικά λεγόταν αχύριος (εννοείται χώρος) > αχύριον.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι προέρχεται από την τουρκική λέξη «ahir». Αυτό είναι λάθος όσοι το ετυμολογούν. Νομίζω ότι οι Τούρκοι το υιοθέτησαν από τους Βυζαντινούς. Και αυτό το στηρίζω διότι οι Τούρκοι πριν κατακτήσουν το Βυζάντιο, ήσαν νομαδικός λαός και δεν είχαν μόνιμα οικήματα για τους εαυτούς τους, πόσο μάλλον για τα υποζύγια τους.
Τα περισσότερα σπίτια είχαν μια εσωτερική καταπακτή ή καταρράκτη με απλή ξύλινη σκάλα για να κατεβαίνουν οι ιδιοκτήτες την νύκτα στο αχούρι, να το ελέγχουν σε περίπτωση γέννας, ή όταν άκουγαν κάποιο περίεργο θόρυβο, ακόμη τα αχούρια τα αμπάρωναν από μέσα για ασφάλεια από τους ζωοκλέφτες και τους αλογοσούρτες.
Σήμερα ονομάζουμε αχούρι τον ακατάστατο ή ατακτοποίητο χώρο, όπως αυλή, δωμάτιο, αποθήκη, κ.λπ. Συνήθως ακούγεται και η φράση: «Πως μέσα ζεις σ’ αυτό το αχούρι».

ΤΟ ΔΟΚΑΝΟ….!

Καταγραφή συλλογή Ηλίας Τουτούνης
 
Στα πολύ παλιά χρόνια, όλα τα βουνά γύρω από το χωριό καλύπτονταν από δάση. Υπήρχαν αρκετές πηγές και πολύ κυνήγι. Ο κόσμος ήταν φτωχός και τα πουλιά, οι λαγοί, τα αγριοκούνελα, τα αγριογούρουνα κάλυπταν ένα μέρος των αναγκών τους ως προς την διατροφή τους, ενώ κυνηγούσαν άλλα για τις γούνες όπως κουνάβια, βίδρες και τέλος έπρεπε να εξολοθρεύει και τα επιβλαβή για αυτόν ζούδια (άγρια ζώα), όπως νυφίτσες, αλεπούδες, ασβούς, λύκους, τσακάλια, αγριογούρουνα κ.ά.
Επειδή τότε δεν υπήρχαν όπλα ο άνθρωπος εφεύρε άλλους τρόπους, για να συλληφθούν τ’ άγρια ζώα. Μεταξύ των άλλων που ανακάλυψε το ανθρώπινο μυαλό για να τα καταφέρει, ένα εξ αυτών ήταν και το δόκανο.
Ο δόκανος ή το δόκανο ήταν μεταλλικές παγίδες θηραμάτων για τη σύλληψη ή και θανάτωση ζώων και πτηνών. Αποτελείται από δύο μεταλλικά οδοντωτά ελάσματα (σιαγόνες), ενωμένες στις άκρες. Αυτές υποστηρίζονται από άλλο ένα έλασμα κάθετο προς αυτές σε σχήμα οξείας γωνίας που ωθεί τις σιαγώνες να κλείνουν απότομα με την άσκησης πίεσης με ελατήριο και οι δαγκάνες δαγκώνουν (συλλαμβάνουν) το ζώο συνήθως από το πόδι ή και από το κεφάλι. Για την όπλιση υπάρχει άλλο ένα εργαλείο η σκαντάλη (σκανδάλη) όπου εκεί στερεώνεται το δόλωμα και ο χειριστής το οπλίζει, ώστε με την παραμικρή επαφή με το θήραμα ν’ απαγκιστρώνεται η σκαντάλη και να απελευθερώνει τις δαγκάνες που κλείνουν αστραπιαία με μεγάλη δύναμη και παγιδεύουν ή θανατώνουν το θήραμα. Τέλος στην άκρη του ελάσματος υπάρχει προσαρμοσμένη μια αλυσίδα όπου αυτή χρησιμοποιείται για να δένουν το δόκανο από σταθερά σημεία για να μην το παρασέρνουν τα θηράματα μετά την παγίδευσή τους. Η εν λόγω αλυσίδα, άλλοτε είναι ψιλή και άλλοτε χονδρή, ανάλογα με το δόκανο που είναι προσαρμοσμένη, το δε μήκος της περίπου στο ένα μέτρο.

ΤΟ ΖΥΜΩΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΨΗΣΙΜΟ ΤΟΥ ΨΩΜΙΟΥ

Καταγραφή, έρευνα, επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Για την φτωχολογιά το ψωμί αποτελούσε το βασικότερο είδος διατροφής. Έπρεπε να υπάρχει σε μεγάλες ποσότητες σε κάθε οικογένεια για να γιομίζουν τα στομάχια τους, μιας και τα φαγητά ήσαν λιγοστά και δυσεύρετα. Τοιουτοτρόπως η φτώχεια είχε αποταθεί στο ψωμί. Η νοικοκυρά του κάθε σπιτιού, παρασκεύαζε από μόνη της το ψωμί το οποίο είχε μια επίπονη διαδικασία από το αλεύρι μέχρι να φθάσει στο έτοιμο ψωμί. Για να ζυμώσει το αλεύρι μια νοικοκυρά μέχρι να παρασκευάσει το ψωμί, χρειαζόταν μια ειδικά διαδικασία, που σήμερα στις περισσότερες νοικοκυρές είναι άγνωστη, ένεκα ότι σήμερα βρίσκουμε έτοιμο το ψωμί, από τους φούρνους, πρατήρια και μάρκετ.
Η νοικοκυρά που θα ανάπιανε προζύμι και θα ζύμωνε, προληπτικά έπρεπε να ήταν καθαρή, δηλαδή να είχε μπανιαριστεί, να μην έχει πάει με τον άνδρα της, να μην βρίσκεται σε περίοδο και να μην είναι γιορτή. Οι νοικοκυρές του κάθε σπιτιού, πάντοτε αντί για «μαγιά» είχανε προζύμι στο σπίτι από την προηγούμενη ζυμωσιά. Αν δεν είχαν αποτείνονταν σε κάποια γειτόνισσα και αν πάλι εκεί δεν εύρισκε η μόνη που είχε πάντοτε προζύμι ήταν η παπαδιά του χωριού. Αναφέρεται ότι την ημέρα της Γιορτής του Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου, οι νοικοκυρές έπαιρναν κλωνιά βασιλικού από την εκκλησία. Τον βασιλικό τον έβαζαν σε μια κανάτα με νερό και την άλλη αναπιάνανε προζύμι με νερό που είχε μέσα τον βασιλικό. Όταν έπηζε το αλεύρι με το νερό και γινότανε ζύμη τότε επάνω σ’ αυτό τοποθετούσαν τον βασιλικό που είχαν μέσα στο νερό και το σκεπάζανε. Αυτή η ζύμη γινόταν το προζύμι. Όταν ήθελαν οι νοικοκυρές να ζυμώσουν, από το βράδυ αναπιάνανε προζύμι με αλεύρι και νερό. Έπειτα το σκεπάζανε με ρούχα, ανάλογα με την εποχή σε μια άκρη του σκαφιδιού να παραμείνει ζεστό και να αρχίσει να φουσκώνει. Στην άλλη άκρη του σκαφιδιού, κοσκίνιζε με την κρησάρα το ανάλογο αλεύρι που θα χρειαζόταν για το ζύμωμα. Την άλλη μέρα το πρωί ξεσκέπαζε την σκάφη με το ζυμάρι και το αλεύρι και εξέταζε το αλεύρι. Αν είχε δημιουργήσει κάποια γούβα στην μέση ο σωρός του αλευριού, τότε λέγανε ότι κάποιος, από το σόι τους, θα πεθάνει.

ΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ…!

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Τον καιρό του αντάρτικου λέγανε ότι, ένας αντάρτης κυνηγημένος, ταλαιπωρημένος, άκουρος και άξουρος, ένα Σαββατόβραδο έφτασε αργά σ’ ένα χωριό. «Έβρεχε, ο Θεός με τον Θεό», ψάχνοντας που να τρουπώσει να βγάλει την νυχτιά του, πήγε προς την εκκλησία, εκεί βρήκε την πόρτα της ανοιχτή και μπήκε μέσα. Έκανε μια εξερεύνηση και βρήκε ένα εικονισματάκι του Αγιώργη, το πήρε στα χέρια του, έκανε τον σταυρό του μπροστά στο εικόνισμα, το προσκύνησε και ψέλλισε:

-«Συγχώρα με Άγιε μου, αλλά εσύ μπορείς να με βοηθήσεις και εγώ, σου τάζω ότι δεν θα σ’ αφήκω έτσι!».

Κατόπιν έχωσε το εικόνισμα μέσα στο σακίδιό του και στην συνέχεια έπιασε μια άκρη σ’ ένα στασίδι και από την τρανή κούραση και ταλαιπωρία που είχε, αποκοιμήθηκε. Τον ξύπνησε ένα κρακ, που έκανε το ζεμπερέκι της πόρτας. Όπως λαγοκοιμότανε, τράβηξε το πιστόλι του και περίμενε ακούνητος και αμίλητος να ιδεί ποιος μπαίνει. Σε μια στιγμή είδε τον παπά, τον άφηκε και μπήκε μέσα στο ιερό και την ώρα που ετοιμαζότανε να λειτουργήσει, μπήκε μέσα και τον απείλησε με το όπλο του. Ο παπάς τα έχασε στην αρχή, αλλά δεν φοβήθηκε. Ο αντάρτης του ζήτησε τα ράσα του να τα πάρει για να ντυθεί παπάς και να καταφέρει να ξεγλιστρήσει από τα μπλόκα του στρατού.

Το ιστορικό σπίτι του Κλαπανάρη στο Αντρώνι.

 previewΓράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Κάθε πέτρα, κάθε σπίτι, κάθε σόι έχει και την δικιά του μικρή ή μεγάλη ιστορία.

Στην παρούσα ανάρτηση θα ασχοληθώ εκτενέστερα σε ένα σπίτι που έχω και εγώ ρίζα, άρα και παραπάνω δικαίωμα να πω και μια κουβέντα παραπάνω.

Το Μπουκέικο, άσχετα με το τι θα διαβάσετε παρακάτω, ήταν το δεύτερο σπίτι μου.

Εκεί ξημεροβραδιαζόμουν από τσορομπίλη.

Θυμάμαι και την γιαγιά μου την Λεμονιά που πέθανε κοντά στα 1960. Μου έδινε πενηνταράκια να παίρνω καραμέλες, αυτά του 1957 που απεικόνιζαν τον Β. Παύλο και κατόπιν πήραν μεγάλη αξία καθότι ήταν λιγοστά.

Μιλάω για το ιστορικό σπίτι του Κλαπανάρη με τις πολεμίστρες που χτίστηκε πολλά χρόνια πριν ξεσπάσει η επανάσταση. Θα ανατριχιάσετε όταν βγάλω το βίντεο με την ιστορία που αφηγείται ο αείμνηστος Θανάσης Πανόπουλος για τα χρόνια του Ιμπραήμ όταν στο κατώι του φιλοξενούσε γυναικόπαιδα που τρέφονταν με γάτες και ποντίκια.

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates