Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

ΤΟ ΛΙΘΟΠΑΤΙ Ή ΛΙΘΑΡΟΠΑΤΙ

Λαογραφική καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Παλιά που ο κόσμος από την φτώχεια που τον έδερνε, δεν είχε παπούτσια και έτσι αρκετοί γύριζαν ξυπόλυτοι και οι πατούσες τους είχαν σκληροποιηθεί. Όμως όταν περπατούσαν σε αιχμηρές πέτρες, εσωτερικά στις πατούσες δημιουργούταν ένα σκληρό απόστημα, που το έλεγαν «Λιθοπάτι». Αυτό πονούσε πολύ και δεν μπορούσαν, όχι μόνο να περπατήσουν αλλά ούτε και να πατήσουν το πόδι τους. Πολλοί πίστευαν ότι, λιθοπάτι παθαίνει όποιος πατήσει ξυπόλητος το καβούκι της χελώνας. Γι αυτό όταν συναντούσαν κάποια χελώνα την δρασκέλιζαν για να μην την πατήσουν. Το λιθοπάτι από την χελώνα το γιάτρευαν με επιθέματα ψημένου φύλλου φραγκοσυκιάς.
Στον τόπο μας, για την θεραπεία του λιθοπάτι, έκοβαν ένα κρεμμύδι στην θέση και το άλειφαν με στάχτη και λάδι, στην συνέχεια το έβαζαν επάνω στα κάρβουνα και το έψηναν. Υπήρχε και μια φράση γι’ αυτό: «Κρεμμύδι, στάχτη και λάδι, και το λιθοπάτι πάει!» Αυτό όταν ψηνότανε καλά το τοποθετούσαν, σαν επίθεμα, επάνω στο λιθοπάτι. Αυτό το επαναλάμβαναν αρκετές φορές. Με αυτόν τον τρόπο μαλάκωνε το δέρμα και γινόταν πιο τρυφερό και από μόνο του, έσπαζε και έβγαινε αίμα και πύον και έτσι επιτυγχάνονταν η θεραπεία του λιθοπάτι. Μετά στην πληγή τοποθετούσαν καπνιά με στάχτη από γαϊδουράγκαθο για να κλείσει γρήγορα η πληγή.

Κατάρες που αναφέρονταν στο λιθοπάτι:
-Μπα που να σε πιάσει κακό λιθοπάτι!
-Πόδι και λιθοπάτι!

Ένα δίστιχο δημοτικό τσάκισμα που έχω καταγράψει:
«Από την πόρτα σου περνώ κι απ’ το μονοπάτι,
πονέσανε τα ποδάρια μου, με πιάνει λιθοπάτι.»

Παροιμίες:

-Όποιος έχει άτι, δεν φοβάται λιθοπάτι!
-Ο στραβός κλαίει το μάτι και ο οδοιπόρος το λιθοπάτι!
-Το ψάρι και το πουλί ποτέ δεν λιθοπατεί!»

ΤΟ ΛΙΧΝΙΣΜΑ ΣΤ´ ΑΛΩΝΙΑ…!

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Παλιά πριν τα αλωνιστικά μηχανήματα (πατόζες) φθάσουν στα χωριά, το αλώνισμα γινόταν με τα ζώα.
Όπως γράφει σ’ ένα ποίημά του και ο Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951):
«Στ’ αλώνια καλοσάρωτα
και ξεχορταριασμένα
θα ξαπλωθούν οι θημωνιές
ξανθόμαλλες πλεξίδες».
Μετά το αλώνισμα σειρά είχε η διαδικασία του λιχνίσματος και το δριμόνιασμα, δηλαδή το καθάρισμα του αλωνισμένου δημητριακού από από τις ξένες ουσίες που συναθροίστηκαν κατά το αλώνισμα. Αυτά ήσαν τρίμματα από τις καλαμιές, άγανα, μικρά ξυλαράκια (χάχαλα), χαλίκια, ζωύφια, χώμα, υπολείμματα κοπριών, τρίχες κ.λπ.
Έτσι μετά το αλώνισμα με μια τσουγκράνα οι αλωνιστές τραβούσαν πάνω από το αλώνι τα άχυρα εκτός του αλωνιού για να ξελαφρώσουν το αλώνι. Οι δε καρποί κατά το αλώνισμα είχαν πέσει στο έδαφος. Μόλις ξαχυριάζανε το αλώνι, συνήθως το απόγευμα, που φυσούσε αεράκι, γινόταν το λίχνισμα. Το λίχνισμα γινόταν δίπλα από τα αλώνια. Τα αλώνια πάντοτε τα κατασκεύαζαν σε κάποιο επιλεγμένο ιδανικό ψηλό σημείο του χωραφιού, (σύραχο) ή του χωριού, εκεί που κατά τους καλοκαιρινούς μήνες είχε αεράκι.
Έπιαναν το δικριάνι με τα δυο τους χέρια και με μαεστρία και επιδεξιότητα το έχωναν μέσα στον σωρό του αλωνισμένου γεννήματος (δημητριακού). Αυτό συγκρατούσε μια ποσότητα όσο μπορούσε να πιάσει, και με μια κίνηση το εκτίναζαν προς τα επάνω ψηλά. Κατά την διαδρομή του γεννήματος από τον σωρό προς τα ψηλά και κατά το πέσιμο του κάτω στην γη, από τον αέρα, ξεχώριζαν και παρασύρονταν λίγο πιο πέρα από τον σωρό, σχεδόν όλες οι ξένες και ελαφρύτερες ουσίες, ανάλογα με την ένταση του αέρα και το βάρος. Ακριβώς κάτω έπεφταν αυτά που δεν μπορούσε να παρασύρει ο αέρας, δηλαδή τα χαλίκια και ο καρπός.
Αυτό επαναλαμβανόταν μέχρι να τελειώσει ο σωρός ή όση ώρα επικρατούσε το αεράκι.
Ύστερα κοσκίνιζαν τον καρπό, για να φύγουν τα σκύβαλα, δηλαδή οι κόνδυλοι των σταχυών που δεν τους έπαιρνε ο αέρας και όλα τα χοντράδια ή τυχόν πετρούλες και κόπρανα των ζώων.

ΤΟ ΝΥΧΤΕΡΙ…!

Συλλογή – καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Τα παλιά τα χρόνια, κατά τους χειμερινούς μήνες, τότε που οι γυναίκες της υπαίθρου δεν είχαν εναλλακτικούς τρόπους διασκέδασης, και η νύχτα ήταν μεγάλη και έξω από τα σπίτια έκανε κρύο, είχαν συνδυάσει εργασία και διασκέδαση. Αυτός ο τρόπος εργασίας και διασκέδασης «να σκοτώσουνε την ώρα», όπως λέγανε ήταν το νυχτέρι. Οι άνδρες κυρίως από τον Νοέμβριο μήνα, που λόγω των βροχών λιγόστευαν οι εργασίες στην ύπαιθρο, κλείνονταν στα σπίτια ή στα καφενεία του χωριού. Εκεί εύρισκαν την παρέα τους κουβέντιαζαν, έπαιζαν χαρτιά, διασκέδαζαν, μιλούσαν για τις δουλειές τους, τα προβλήματά τους κ.ά.

Οι δε γυναίκες που παρέμεναν στο σπίτι να συγυρίσουν το σπίτι, να προσέχουν τα παιδιά, να τα ταγίσουν να τα κοιμίσουν, να έχουν φωτιά κ.λπ. κατά τις ατέλειωτες και παγωμένες χειμωνιάτικες νύχτες, ήσαν σχεδόν αποκλεισμένες από κάθε είδους διασκέδασης. Γι’ αυτό του λόγο, είχαν βρει την ιδανική λύση για εκείνες τις εποχές, να μαζεύονται στα σπίτια να κουβεντιάζουν, να διασκεδάζουν με τον τρόπο τους, και ταυτόχρονα να προσφέρουν ελαφρά χειρονακτική εργασία. Αυτή η σύναξη στα σπίτια κυρίως τις βραδινές ώρες ονομάζονταν νυχτέρι.

Το Νικολεταίικο αρχοντικό και ο σκοτεινός ρόλος του εντεταλμένου

Όταν είδαμε την φωτογραφία με το μισογκρεμισμένο τοιχίο από το Νικολεταίικο αρχοντικό, την αναρτήσαμε αμέσως στην ομάδα εδώ με τίτλο: «Εκεί που κρέμαγαν οι αγάδες τα σπαθιά θα κρεμάνε οι γύφτοι τα ταβούλια»!

Άθελά μας και με το σχετικό χιούμορ, ρίξαμε άδεια που είχε ως επακόλουθο την αντίδραση των εμπλεκόμενων όπου ένας εξ αυτών μας διέταξε με τραμπούκικο θα λέγαμε τρόπο, απειλές και ύφος χιλίων καρδιναλίων να κατεβάσουμε την ανάρτηση. Τις απειλές του βέβαια τις γράφουμε εκεί που γράψαμε και αυτές των αρχαιοκαπήλων αλλά και της καμόρας της ξυλείας του δρυοδάσους Φολόης.

Η ταυτότητα του τραμπούκου (έτσι θα τον αποκαλούμε) μας οδήγησε να τον συνδέσουμε με την σεμπριά του εντεταλμένου της γνωστής οικογένειας. 

Εδώ κάτι μυρίζει αλλά δεν μας ενδιαφέρει ούτε σκοπεύουμε να ανοίξουνε διάλογο. Τα ερωτήματα που βάζει να του τα απαντήσουν ο εντολείς του. 

Γνωρίζουμε ότι με την σκληρότητα των γραφομένων μας, στεναχωρούμε φίλους που δεν γνωρίζουν ότι και η δική μας στράτα δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα αλλά με γαϊδουράγκαθα, τραμπουκισμούς, απειλές, καρκίνους και μπουλιγκ στην οικογένειά μας. 

Επειδή το παιχνίδι αρχίζει και «χοντραίνει», οφείλουμε να ενημερώσουμε για τα περίεργα που μας συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια.  Ας είναι λοιπόν αυτή η τραμπούκικη ενέργεια η αφορμή να τα ξεδιαλύνουμε:

1. Ποιος έβαλε τα πιτσιρίκια και γέμισαν το μπαλκόνι και την σκάλα μας, λουλούδια; 

ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΧΑΣΚΑ….!

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

 Παλιά κατά το Δωδεκαήμερο αλλά και τις Αποκριές τα βράδια στην ύπαιθρο, πραγματοποιούσαν ένα ωραίο έθιμο, που έμοιαζε σαν διαγωνισμός που λεγόταν «Ο ΧΑΣΚΑΣ». Την ονομασία χάσκας, έλαβε το παιχνίδι διότι ο παίχτης όσο έπαιζε κρατούσε υπερβολικά ανοικτό (έχασκε) το στόμα του. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα χάσκω = ανοίγω υπερβολικά το στόμα.

Οι άνθρωποι στην ύπαιθρο, μαζεύονταν τα βράδια του παγωμένου χειμώνα σε σπίτια για να κουβεντιάσουν, να παίξουν, να γλεντήσουν, να κάνουν νυχτέρι αλλά και διάφορες άλλες εκδηλώσεις προκειμένου να περάσει όμορφα η ατελείωτη νύκτα, ιδίως όταν ο καιρός ήταν βροχερός.

Μεταξύ των διαφόρων παιχνιδιών έπαιζαν και τον «χάσκα».

Όποιος ήθελε να συμμετάσχει στο παιχνίδι του χάσκα πήγαινε κοντά στον σπιτονοικοκύρη και ζητούσε να παίξει. Κατόπιν ο νοικοκύρης του σπιτιού στην άκρη μιας δρούγας (αδράχτι) έδενε μια κλωστή μήκους περίπου 30 εκ. του μέτρου και στην άλλη άκρη της κλωστής κρεμούσε ένα μήλο, αχλάδι, ή ένα σφιχτό ξεφλουδισμένο και βρασμένο αυγό, ένα γλυκό, μεζέ, λουκούμι κ.ά.

Άλλοι πάλι αντί για δρούγα χρησιμοποιούσαν αγκλίτσα ή τον πλάστη της νοικοκυράς με κλωστή ενός μέτρου περίπου όπου πάνω έδεναν το δόλωμα. Στον υποψήφιο παίκτη έδεναν τα δυο του χέρια μαζί στο πίσω μέρος της μέσης του, για να μην μπορεί να τα χρησιμοποιήσει. Αυτό γινόταν για δύο λόγους αφενός να μην μπορεί να πιάσει με τα χέρια αυτό που κρεμούσαν και αφετέρου καθώς ήταν δεμένος και πάντα όρθιος με τις κινήσεις του νοικοκύρη έχανε την ισορροπία του και πέφτοντας κάτω προκαλούσε πολύ γέλιο.

Όλοι οι παραβρισκόμενοι δημιουργούσαν κύκλο γύρω από τον παίχτη και τον νοικοκύρη, αφήνοντας έτσι περιορισμένο χώρο, ένα μέτρο ακτίνα γύρω από αυτούς και με προκλήσεις, γέλια, τραγούδια και οδηγίες συμμετείχαν και αυτοί στο παιχνίδι του χάσκα.

Ο παίκτης που έπρεπε να πιάσει το στόμα το φρούτο, γλυκό ή αυγό, όση ώρα έπαιζε τον φώναζαν «χάσκα».

Ο σπιτονοικοκύρης, όρθιος πάνω σε μια καρέκλα με προσεκτικές κινήσεις έφερνε πάνω από το στόμα του παίχτη το δόλωμα, ταλαντεύοντας την δρούγα πέρα δώθε και άνω κάτω σαν εκκρεμές, χωρίς σταματημό. Ο παίχτης προσπαθούσε να το πιάσει με τα δόντια του για να το οδηγήσει στο στόμα του. Πολλές φορές του έπεφταν τα σάλια, στην προσπάθειά του να το πιάσει με το στόμα.

Εάν το έπιανε το έτρωγε και τελείωνε για αυτόν για να συνεχίσει ο επόμενος.

Η διάρκεια του παιχνιδιού οριζόταν από ένα τραγούδι που θα έλεγε κάποιος από την παρέα. Όταν τελείωνε το τραγούδι, το ’πιανε δεν το ’πιανε, έληγε ο χρόνος του παιχνιδιού γι’ αυτόν και συνέχιζε ο επόμενος παίχτης.

Σε άλλες περιοχές το παιχνίδι του χάσκα παίζεται διαφορετικά. Η ομάδα των παιχτών κάθονται σταυροπόδι (οκλαδόν ή ανακούρκουδα) σχηματίζοντας έναν κύκλο. Ο νοικοκύρης ή ο αρχηγός της ομάδας ταλαντεύει το φαγώσιμο με την δρούγα. Όποιος έχαφτε πρώτος το δόλωμα το έτρωγε και μάλιστα του έδιναν κι ένα μπαξίσι (δώρο). Χρησιμοποιούσαν κυρίως το αυγό, διότι το αυγό συμβολίζει την αναγέννηση και την δημιουργία.

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:

-Αναγέλαγε ο χάσκας τον τυλωμένο!

-Εγώ του μιλάου κι ευτούνος χάσκει!

-Σήμερα Πάσχα, αύριο χάσκα!

-Στόμα που χάσκει, γράφτο νηστικό!

Φωτο: Από διαδίκτυο 

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates