Γράφει ο Τουτούνης Ηλίας
Ο Ρουμπάν- Αγάς ή Ρουμπάνης* ήταν ο τελευταίος αγάς του Μπεντενίου (σημ. Πεύκη Ωλένης), με έδρα πρότερο το χωριό Κλειντιά. Ήταν συγγενής του Ραΐτ και του Χασάν Φειδά, όμοιος προς αυτούς, με θηριώδη ένστικτα, κακοηθέστατος πλην δειλού χαρακτήρα, και ως εκ τούτου οι Χριστιανοί ουδόλως τον υπολόγιζαν, μετά του οποίου όμως πάντοτε ευρίσκοντο σε φιλικές σχέσεις.
Είχε ανάκτορο προς το βόρειο μέρος του χωριού και κοντά στο δάσος της Φολόης, μικρό μεν αλλά κομψό και επιπλωμένο. Ήταν και αυτός άγριος διώκτης των ωραίων γυναικών, διατηρούσε πολυπληθές χαρέμι από ωραίες και νεαρές χριστιανοπούλες. Τότε συνέβη επεισόδιο, με ένα γενναίο και ωραίο νέον ονόματι Βγενή, για μια ωραία Μπεντενοπούλα (κοπέλα εκ Μπεντενίου).
Ο Βγενής ήταν εραστής μιας ωραίας χωριατοπούλας, (όπου κατά την παράδοση την Έλεγαν Ελένη), την οποίαν ο Αγάς προόριζε για το χαρέμι του. Αλλά για να την πάρει δια της βίας φοβούταν τον Βγενή και δια τούτο έπρεπε με κάθε τρόπο να τον εκδιώξει. Να τον δολοφονήσει ήταν δύσκολο για τον προσεκτικό Βγενή. Τότε εμηχανεύθη το εξής:
Απέστειλε τον Βγενή με εμπιστευτική επιστολή στον Αγά της Τρίπολης συγγενή του, εις τον οποίον έγραφε ότι ο κομιστής Βγενής για κανένα λόγο δεν πρέπει να επιστρέψει στο Μεντένι, διότι είναι επικίνδυνος και άσπονδος εχθρός του. Ο Βγενής, νέος τότε είκοσι χρονών, ταχυπόδαρος μέχρι απίστευτου βαθμού, έλαβε την επιστολή ανύποπτος για το περιεχόμενό της και πολύ προ της ανατολής του ήλιου αναχώρησε για την Τρίπολη, όπου- στ’ αλήθεια- έφθασε τις βραδινές ώρες, αφού διάνυσε την τεράστια αυτή απόσταση σε διάστημα μόνον λίγων ωρών, και αμέσως του επετράπη να εισέλθει εις τον Αγά στον οποίο του παρέδωσε την επιστολή. Ο Αγάς κατάπληκτος από την ημερομηνία δια την τόση ταχεία άφιξη από το Μπεντένι στην Τρίπολη και μη θέλοντας να πιστέψει τούτω, ερώτησε με απειλές τον Βγενή για να βεβαιώσει πότε έλαβε την επιστολή και πότε αναχώρησε από το Μπεντένι προς την Τρίπολη.
Μετά από τις διαβεβαιώσεις του, ότι έφθασε αυθημερόν, διέταξε αντί να τον κακοποιήσουν, να τον περιποιηθούν, να του δοθούν τροφές και να παραμείνει επί ημέρες για να ξεκουραστεί. Κατά την αναχώρηση του έδωσε μια επιστολή για τον Ρουμπάνη, στην οποίαν έγραφε: «Τέτοια παλικάρια δεν τα χαλάνε!»**
Ο Ρουμπάνης βέβαιος πλέον ότι ο Βγενής δεν θα επέστρεφε ποτέ στο Μπεντένι, κάλεσε σε διασκέδαση Τούρκους και χριστιανούς φίλους του, διότι νόμιζε ότι απαλλάχθηκε από τον αντεραστή και εχθρού του και το γλέντι εξακολουθούσε επί ημέρες.
Ο Βγενής ανύποπτος πάντοτε για το περιεχόμενο και της ετέρας επιστολής και θέλοντας να καταπλήξει τον Αγά, για την έγκαιρη άφιξή του, μόλις έφθασε επάνω από το χωριό έριξε μια πιστολιά, κατά την ώρα που γινόταν το γλέντι στο κονάκι του Αγά και είχε φθάσει στο κατακόρυφο, τότε οι Χριστιανοί που προφανώς γνώριζαν τον ήχο της πιστόλας του Βγενή, με χαρά είπαν: «Ο Βγενής έρχεται».
Ο Αγάς, ο οποίος ουδέποτε ήθελε να πιστέψει, ότι ο Βγενής θα επέστρεφε, είπε: «Τώρα Βγενής, παααάειειε…. ο Βγενής…!».
Σε λίγα λεπτά χαρούμενος ο Βγενής, επειδή εκτέλεσε την αποστολή του, εισήλθε στο ανάκτορο του Αγά, ο οποίος έμεινε κατάπληκτος από την απροσδόκητο επάνοδό του, και του έδειξε την επιστολή του Αγά της Τρίπολης. Ο Αγάς την διάβασε τρέμοντας από τον θυμό του και μόλις μπόρεσε να ειπεί: «Βγενή, χαλάλι σου, πέσε και φίλησε τα πόδια σου που σε έσωσαν, χαλάλι σου».
Τότε ο Βγενής κατάλαβε τα καταχθόνια σχέδια του Αγά και τον κίνδυνο, τον οποίον διέτρεξε η ζωή του. χωρίς να χάσει καιρό παρέλαβε την φίλη του και αναχώρησε την νύχτα και έφθασε στο χωριό Λουκάβιτσα (σημ. Κάμπος Πηνείας), όπου τέλεσε τους γάμους του και παρέμεινε εκεί προφυλασσόμενος, μέχρι ότου κηρύχτηκε η επανάσταση του 1821.
Όταν τα Ελληνικά στρατεύματα της Πηνείας υπό τον Γεώργιο Κρασάκη, πήγαιναν προς το Πούσι, ο Βγενής αφού πέρασε από το Μπεντένι πυρπόλησε τα ανάκτορα του Αγά, και ενώθηκε με τους υπόλοιπους Έλληνες στην θέση Μποτίνι. Έλαβε μέρος στην μάχη στο Μποτίνι και στις μάχες στο Πούσι, όπου πολέμησε ηρωικότατα, κατά την τελευταία μάχη από την ορμή του ν’ ανεβεί στα Ελληνικά προχώματα πληγώθηκε βαριά.
Στην Λουκάβιτζα φιλοξενήθηκε από τον Βασίλη Καλατζόπουλο που η γυναίκα του ήταν αδερφή του πατέρα του Βγενή. Ο Καλατζόπουλος είχε και ένα γιο τον Παναγιώτη, πρώτο εξάδελφο του Βγενή που πολέμησε το 1821- 1826 κατά των Τούρκων.
(Έχω καταγράψει ένα δημοτικό τραγούδι που νομίζω ότι αναφέρεται σ’ αυτό το επεισόδιο. Τα λόγια μου τα είχε ειπεί η αείμνηστη Αλεξάνδρα Φράγκου από το χωριό μου Άγναντα Ηλείας, την Κυριακή 11 Οκτωβρίου 1992)
Το μά- καλέ το μάθατε τι έγινε, γιέμ’ στην μέση στου Μεντένι.
Άχ καημένη μου Ελένη!
Π’ αγά- καλέ π’ αγάπησε, ένας παλιαγάς, γιε μ’ την όμορφη Ελένη.
Πες μας τώρα τι θα γένη!
Πιάνει- καλέ πιάνει και στέλνει μια γραφή, γιέμ’ μια σιδεροβουλωμένη.
Άχ καημένη μου Ελένη!
Και γρά- καλέ και γράφει στην Τροπολιτσά γιεμ’ και στον Πασά την στέλνει
Κλάψε μώρ’ Βγενή κι Ελένη!
Ν’ όποιος- καλέ ν’ όποιος θα φέρει την γραφή, γιεμ’ την σιδεροβουλωμένη
Άχ σουλτάνε μου πεθαίνει!
Σημειώσεις:
*Χρυσανθακόπουλος Γεώργιος, «Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», σελ. 43, εν Αθήναις 1950.
**Τους νεαρούς ταχυπόδαρους, η τουρκική διοίκηση τους σέβονταν και προσπαθούσε με πλήθος από τερτίπια να τους έχει πάντα με το μέρος της, για να τους χρησιμοποιεί για ταχυδρόμους.