Η σπάνια και εξαιρετική ποικιλομορφία του ανάγλυφου τη χώρα μας, ο πλούτος της χλωρίδας και η ιδιόμορφη γεωγραφική της θέση της, εντός της Μεσογείου θάλασσας, είναι οι ιδανικοί παράγοντες, που με τον δικό τους τρόπο εναρμονίζονται, διαμορφώνουν και συμβάλλουν στο οικοσύστημα και στην πλούσια βιοποικιλότητα της πανίδας μας.
Η άγρια πανίδα μας, απαντάται κυρίως στα δάση και στους υδάτινους χώρους. Δάσος είναι το σύνολο δένδρων, και γενικά όλη η χλωρίδα και η πανίδα που συνυπάρχουν με το έδαφος μιας περιοχής. Όλες οι εκτάσεις, που καλύπτονται συνήθως από αυτοφυή φυσική βλάστηση, ονομάζονται δάση, ανεξάρτητα αν συνυπάρχουν δέντρα και θάμνοι. Το δάσος συνήθως είναι ένα πολυσύνθετο οικοσύστημα, όπου με τις πολλαπλές λειτουργίες του, παίζει πρωτεύοντα ρόλο, σχεδόν σε ολόκληρη οικολογική ισορροπία του οικοσυστήματος. Κατ’ αρχήν οι κλώνοι και το φύλλωμα του, εκμηδενίζουν την ταχύτητα της βροχής και δεν της επιτρέπουν να πέφτει με δύναμη στο έδαφος και να το διαβρώνει. Επίσης τα πεσμένα φύλλα που βρίσκονται στο έδαφος και οι ρίζες του, συγκρατούν τα όμβρια ύδατα και τοιουτοτρόπως δεν διαβρώνεται ο τόπος και ταυτόχρονα αποφεύγονται οι εκριζώσεις των φυτών, οι έντονες κατολισθήσεις και μετακινήσεις του εδάφους. Το δάσος είναι μια ανεξάντλητη πηγή ζωής, γιατί εξασφαλίζει τις κατάλληλες συνθήκες για τη αναπαραγωγή, διατροφή, διατήρηση και προστασία πολλών ζωικών και φυτικών οργανισμών. Τις τελευταίες δεκαετίες, όπως μας είναι γνωστόν, η παγκόσμια δασική κάλυψη έχει μειωθεί δραματικά, καθ’ όσον αναφέρουν οι επιστημονικές μελέτες[1].
Στην Ελλάδα τον 4ο αιώνα π.Χ. για πρώτη φορά έγινε μια αναλυτική περιγραφή της πανίδας στη χώρα μας, από τον Αριστοτέλη στο βιβλίο του «Περί τα ζώα Ιστορίαι», όπου περιγράφονται περί τα 600 είδη. Σήμερα στη χώρα μας σήμερα ζουν 116 είδη θηλαστικών, από τα 147 είδη της Ευρώπης και 407 είδη πτηνών, από τα 450 του ευρωπαϊκού συμπλέγματος. Επίσης στη χώρα μας, ζουν ακόμη 16 είδη αμφιβίων και 58 είδη ερπετών. Στην πλούσια ανεξάντλητη πανίδα της Κάπελης, κατά την αρχαιότητα και μέχρι και την δεκαετία του 1970[2], διαβιούσαν πάρα πολλά είδη θηλαστικών, ερπετών, εντόμων και αμφιβίων ζώων. Όμως το κυνήγι[3], οι πυρκαγιές, οι ασθένειες και πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν περιορίσει σημαντικά τον πληθυσμό πολλών ειδών και έχουν υποβαθμίσει σε μεγάλο βαθμό την πανίδα της Κάπελης. Ο αριθμός γνωστών ειδών, που εξολοθρεύτηκαν ολοκληρωτικά από την απελευθέρωση και συγκρότηση του ελληνικού κράτους το 1821 μέχρι σήμερα, είναι περιορισμένος. Η βιοποικιλότητα της, είναι γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων. Οι εκάστοτε ιστορικές αναφορές, μας δίδουν μια εικόνα για την πλούσια πανίδα της.
Στο τότε απέραντο δάσος της, υπήρχαν περισσότερα είδη πανίδας, ενώ αρκετά απ’ αυτά συμπληρώνουν την άγρια πανίδα της μέχρι σήμερα. Μια καταγραφή, που ίσως να είναι και ελλιπής, νομίζω ότι μας δίνει μια πολύ ενημερωτική εικόνα για την πλούσια πανίδα της. Αυτά τα ζώα έχουν καταχωρισθεί σε πέντε κατηγορίες, δηλαδή θηλαστικά, πτηνά, ερπετά, έντομα και ζώα του νερού.
Θηλαστικά:Αγριόγατος[4], αγριάλογο[5], αγριόσκυλος, αλεπού, ασβός, αγριόχοιρος (αγριογούρουνο), αρουραίος, βίδρα[6], ελάφι, ζαρκάδι, κουνάβι, λαγός, λύγκας (ρήσος ή τσαγκανόλυκος), λύκος[7], νυφίτσα[8], νυχτερίδα, πετροκούναβο[9], ποντίκια (αρουραίος- ποντικός- τυφλοπόντικας), σκαντζόχοιρος, τσακάλι[10] και σκίουρος (βερβερίτσα).
Δεν πρέπει όμως ν’ αγνοήσουμε και τα ήμερα ζώα που ενώ ζουν κοντά στον άνθρωπο, αλλά ταυτόχρονα και στο δάσος της Κάπελης, όπου και αυτά είναι μέρος της πανίδας και συμβάλουν σημαντικά στην ισορροπία του οικοσυστήματος του δάσους. Αυτά είναι το βόδι, άλογο, γάιδαρος, μουλάρι (ημίονος), πρόβατο, αίγα (γίδα), χοίρος (γουρούνι), όρνιθα (κότα), χήνα, πάπια, γάλλος, φραγκόκοτα (φαραόνι), παγώνι, γάτα και σκύλος.
Πτηνά: Αγριόγαλος, αγριόκοτα, αγιοπούλι, αετομάχος, αηδόνι, αητός, ασπροκώλα, ασπρολαίμης, βαρβακίνα, βουνοτσίχλονο, βραχοτσοπανάκος, βροχοπούλι, γαϊδουροκελάδα, γαϊδουροκεφάλας, γατοπούλι, γελαδάρης, γερακοβαρβακίνα, γιδοβυζάχτρα, γαρδέλι (καρδερίνα), γεράκι, γκιώνης, γούβης (μπούφος), δρυοκολάπτης (κατσουλιέρης), δασοτσίχλονο, δεντρογέρακας, δεντροβάτης, διπλοσφυρικτής, δασοφυλλοσκόπος, δεντρότσιχλα (τσαρτσάρα), δρυοκολάπτης, ζάχα, θαμνότσιχλα, θεοπούλι, καλλιακούδα, καλόγερος, κάργα, κισσόκουκος, κιτρινοσκέλης, κοκκινολαιμότσιχλα, κοκκινονούρα, κουφαηδόνι, κρασοπούλι, καλημάνα, καλογρίτσα (τσετσεντού), καρακάξα, κοκκινόσπιντζος, κάργια (μικρή κουρούνα), κιρκινέζι, κίσσα, κηποτσιροβάκος, κοκκινολαίμης, κόρακας, κότσυφας[11], κουκουβάγια η Γλαύκη (κλαψοπούλι- χαροπούλι- νεκροπούλι), κούκος, κουρούνα, κουφομπεκάτσινο,
κυριαρίνα, λιβαδόκιρκος, λουκαΐνα, μαυροπούλι, μαυροσταχτάρα, μουστακλής, μακρυνούρης, μέροψ ο μελισσοφάγος, μπεκάτσα, μπεκατσίνι, μπούφος ή βύας ο γνήσιος, μυγοφάγος ή μυγοχάφτης, μυρμηγκοφάγος ή στραβολαίμης (είναι η γλωτίς των αρχαίων Ελλήνων), νυχτοπούλι, νυχτοκόρακας, ξυλόκοτα, ξεφτέρι, ορτύκι, παπαδίτσα, πέρδικα, περιστέρι ή πιτσούνι (περιστέρι του δάσους- δεκαχτούρα- αγριοπερίστερο), πετροκλής, ποντικοβαρβακίνα, πυρρούλας, πρασινοφυλλοσκόπος, σαΐνι, σπίνος, σπιτζαετός, σιταρήθρα, σιταροκούρουνο, σκαθαράκι, σουσουράδα (σταχτοσουσουράδα- κιτρινοσουσουράδα), σπουργίτης (δεντροσπουργίτης- σπιτοσπουργίτης- χωραφοσπουργίτης), στραβομύτης, σκουρόβλαχος, συκοφάγος, σχοινοπούλι, τσαρτσάρα, τουρκοσκαθαράκι, τουρλί, τρυγόνι στρεπτοπήλα η κοινή (διερχόμενο), τσαλαπετεινός (έποψ ο κοινός), τσώνος, τσίχλα, τσίφτης, τσικλητάρα, τσοπανάκος, τρωγλοδύτης, τρυποφράκτης, τσώνι, υφαντής, φιδαετός, φάσσα, φασσοπερίστερο, φλώρος, χαμοκελάδα, χοντρομύτης, χαβαρόνι, χουχουλόγιωργας, χουχουρίστης, χουρχούρα, χελιδόνι (αγριοχελίδονο- βραχοχελίδονο ή χελιδόνι της όχθης ή χελιδών η οχθόφιλος- πετροχελίδονο), ψαλιδάρης, ψευτόρτυγας, ψευταηδόνι και ψαρόνι (σβορίτζι).
Ερπετά: Φίδια (ασπρόφιδο, αστρίτης, αστριτοχιά, βεργολάζα, δεντρογαλιά, κονάκι, νερόφιδο, οχιά, προβατόφιδο, σαΐτα, σαπίτης, σπιτόφιδο, τυφλίτης, ψευτόφιδο), σαλίγκαρος (γυμνοσαλίγκαρος- σφαλίκι- μακουλάρι- μελανόστομο- ορτένσια- πιζάνα και φουλίκα), σαρανταποδαρούσα, σκουλήκια, σκουληκαντέρα, πολλά είδη κάμπιας, σαύρες (γουστερίτσα- σκουρτσέκλα- γαϊδουροκουσκούρα- κωλοσαρλίκα- κουσκούρα), κωλοσαφράς, μολυντήρι και χελώνα.
Έντομα: Αβαδέος, ακάρι, ακρίδα, αλογάκι του Άγιου ή του Θεού, αράχνη ή σφαλάγγι (καταγραμμένα περίπου 17 είδη), βουρδούλι, βρωμούσα, γκαβαλοπνίχτης, γρύλλος, κατσαρίδα, κλίτσικας, κοριός, κοτόψειρα, κουνούπι (ασπροκούνουπο, δεντροκούνουπο, λιβελούλα[12], μαυροκούνουπο, σκνίπα, στούκας,[13]), κρεμμυδοφάγος, κυνηγός, λαμπρίτσα (παπαδίτσα), μέλισσα (μέλισσα η ήμερη, αγριομέλισσα), μυρμήγκια (μαυρομέρμηγκας- μελιγκόνι- πιτσιγκόνι- τούρκος ή τουρκομέρμηγκας), μαραθόκαμπια, μελίγκρα, μπουμπούγερας, μύγες (μύγα η κοινή- σκουληκόμυγα- χρυσόμυγα- αλογόμυγα- βάρα ή μουργέλα[14]- γαϊδουρόμυγα- χωραφόμυγα- νερόμυγα), πεταλούδα (πλήθος ειδών), πρασινόκαμπια, πυγολαμπίδα (κωλοφωτιά), ρινόκερος, σαράκι, σέρσεγκας ή σκούρκος, σκαραβαίος, σκουλήκια (σιδεροσκούληκο- σκουληκαντέρα- ασπροσκούληκο- βελανοσκούληκο ή σκουλήκι του βελανιδιού- κερατοσκούληκο- κουφοσκούληκο- μαυροσκούληκο- νεκροσκούληκο- σκατοσκούληκο), σκαθάρι, σκατόβουρλος, σκόρος, σκορπιός, σφήκες (σφήκα- χωματόσφηκα), τζίτζικας δύο είδη, τσιμπούρι, ψαλλίδα, ψαράκι, ψείρα και ψύλλος.
Ζώα του νερού: Βάτραχος, (βούζα- μπάκακας), βδέλλα, κάβουρας, λεβίθα, νερόφιδο, νεροσκούληκο, ψάρι[15] και χέλι.
Σπουδαιότατο ρόλο στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων κατείχε η άγρια πανίδα, της οποίας η προστασία ήταν κύριο μέλημα στους αρχαίους χρόνους, γεγονός που αποτυπώνεται τόσο στο χαρακτήρα της θεάς Αρτέμιδος όσο και τους κανονισμούς της θήρας μέσω θρησκευτικών κανονισμών. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τη θήρα όχι μόνο ωφέλιμη, αλλά και αξιέπαινη δραστηριότητα για τον άνθρωπο, καθώς αποτελεί μέσο διαπαιδαγώγησης, σωματικής και πνευματικής εξάσκησης, δοκιμής ικανοτήτων και σύμβολο ελευθερίας. Ο Ξενοφώντας (430-354 π.Χ.), στο έργο του «Κυνηγετικός» αναδεικνύει τη θήρα στο πιο άριστο μέσο διαπαιδαγώγησης και εκγύμνασης των νέων. Θεωρεί τη θήρα απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία ώριμου και ολοκληρωμένου πολίτη, καθώς είναι ωφέλιμη για το άτομο επειδή σκληραγωγεί το σώμα και οξύνει τις αισθήσεις και το πνεύμα.
Η πανίδα του δρυοδάσους της Κάπελης είναι εξαιρετική αλλά όχι και μοναδική. Ο αριθμός των ενδημικών ειδών, δεν είναι τόσο μεγάλος όπως στα φυτά, και αυτό ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για τις ανώτερες κατηγορίες ταξινόμησης. Έτσι ακόμα πολλά είδη έχουν εξαφανισθεί, από την πανίδα της Κάπελης ή κινδυνεύουν με εξαφάνιση, όμως είναι δυνατό να αναβιώσουν, με εισαγωγή ατόμων από άλλες περιοχές, εφόσον βέβαια δεν πρόκειται για είδη ενδημικά.
Η υποβάθμιση και η συρρίκνωση της Κάπελης, από την ανεξέλεγκτη επέμβαση του ανθρώπου, όπως πυρκαγιές, εκχερσώσεις (όργωμα και φρεζάρισμα με γεωργικούς ελκυστήρες), υλοτομία, φυτοφάρμακα, δολώματα, δηλητήρια, τροχαία ατυχήματα, μολυσματικές και θανατηφόρες ασθένειες, παγίδες, επικήρυξη διαφόρων ζώων και πτηνών, που κατά καιρούς κρίθηκαν επιζήμια στην γεωργία και κτηνοτροφία και ή θήρα γενικά, οδήγησαν και οδηγούν, πολύ γρήγορα τους πληθυσμούς της πανίδας της, σε κατακόρυφη μείωση, πέρα από τ’ ανεκτά όρια αναγέννησής της. Οι κίνδυνοι που απειλούν την πανίδα της Κάπελης, νομίζω ότι έχουν τις ίδιες ομοιότητες, μ’ εκείνους που επηρεάζουν την πανίδα των υπόλοιπων δασών της χώρας μας.
Ένα άλλο μεγάλο και άλυτο πρόβλημα είναι ότι καθημερινά σ’ όλο τον κόσμο σημειώνονται χιλιάδες θάνατοι ζώων από τροχοφόρα οχήματα, με θύματα ήμερα και άγρια ζώα της ελληνικής πανίδας, από τα οποία πολύ ελάχιστα καταγράφονται και δημοσιοποιούνται ενώ μάλιστα αποτελούν σημαντική αιτία θνησιμότητας για κάποια είδη, σοβαρή απειλή για την επιβίωση άλλων, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν και σοβαρότατο κίνδυνο για την ασφάλεια των οδηγών.
Ο σύλλογος Ωλονός ευαισθητοποιημένος από τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει η πανίδα του τόπου μας, ασχολείται και ενδιαφέρεται για τη προστασία της χερσαίας άγριας πανίδας. Ως σύλλογος προστασίας της φύσης, ενδιαφερόμαστε πρωτίστως να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά των (άγριων) ζώων και πως αυτή σχετίζεται με συνεχή θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα.
Για αυτό τον λόγο προτείνουμε να δημιουργηθεί ένας φορέας, που να λειτουργεί σαν Περιφερειακό Παρατηρητήριο Τροχαίων Ατυχημάτων και παράνομων θηρευτών της άγριας πανίδας και να συνεργασθεί με ειδικούς επιστήμονες, ώστε να ευαισθητοποιήσει την κοινωνία και να εκπονήσει δράσεις και προγράμματα για την ασφαλή προστασία και προφύλαξη της άγριας πανίδας.
Η πολιτεία τελευταία άρχισε να λαμβάνει μέτρα για την προστασία της πανίδας της περιοχής και πριν ένα χρόνο περίπου ίδρυσε μόνιμο καταφύγιο άγριας ζωής αποτελούμενο από μια έκταση περίπου από 22.000 στρεμμάτων περιοχής Φολόης και Λαμπείας, που δημοσιεύθηκε και στην Εφημερίδα της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Ο σύλλογος Ωλονός, με επιστολή του τότε, χαιρέτισε και συνεχάρη για αυτήν την απόφαση της Κυβέρνησης. Ακόμη ο σύλλογος μας, στη δημόσια διαβούλευση που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα με θέμα την ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ του ΔΡΥΟΔΑΣΟΥΣ ΦΟΛΟΗΣ, με αφορμή την ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ, πρότεινε να δημιουργηθεί καταφύγιο στην Κάπελη, για τον Σκίουρο(Sciurus) ή βερβερίτσα[16], που είναι το κοινό όνομα μικρού θηλαστικού της οικογένειας Σκιουρίδες. Το δρυοδάσος πριν από λίγα χρόνια φιλοξενούσε έναν τεράστιο αριθμό σκίουρων και αποτελούσε μια πολύτιμη φυσική κληρονομιά που ανήκε στον τόπο μας. Η πρότασή μας, είναι το δρυοδάσος, να χαρακτηρισθεί καταφύγιο προστασίας άγριας πανίδας, δηλαδή βιότοπος, με την εκπόνηση κατάλληλων μελετών όσον αφορά την προστασία, διαβίωση και αναπαραγωγή του Σκίουρου (Sciurus) ή βερβερίτσα, ενός φιλικού[17] που απειλείται με εξαφάνιση και πρέπει με την παρουσία του να συμβάλλει στο οικοσύστημα, και να κοσμεί το υπέροχο δάσος μας. Και τέλος θα μπορούσε να δημιουργηθεί χώρος επιστημονικών ερευνών, για τον Σκίουρο, ο οποίος προτείνουμε να είναι ανοικτός επισκέψιμος χώρος για ερευνητές επιστήμονες, βιολόγους, σχολεία, συλλόγους, φορείς κ.λπ.
[1] Το έτος 1882 υπήρχαν περίπου πενήντα δύο (52) εκατομμύρια τ. χλμ. δασικής επιφάνειας, και έπειτα από εβδομήντα (70) χρόνια δηλαδή το 1952 από τις ανάλογες μετρήσεις φαίνεται ν’ εναπέμειναν μόνον τριάντα τρία (33) εκατομμύρια τ. χλμ. Δηλαδή, με λίγα λόγια, ο άνθρωπος κατάφερε τα τελευταία χρόνια και κατέστρεψε δέκα εννέα (19) εκατομμύρια τ. χλμ. πολύτιμων και αναντικατάστατων παρθένων δασών.
[2] Ο Γυμνασιάρχης Γεώργιος Παπανδρέου γράφει: «…Παρέχει θήρα, ως εικός, η Κάπελη, αξιόλογον και αγρίων ζώων βρίθει, ως αλωπέκων, δορκάδων, ικτίνων, λύκων, θώων, ελάφων το πάλαι, κάπρων άλλοτε, και των τοιούτων, έχει δε προς…».
(«Η Ηλεία δια μέσου των Αιώνων», Γεωργίου Παπανδρέου Δ. Φ. Γυμνασιάρχου, έκδοση Ν. Ε. Λ. Ε. Ηλείας ~ Ηλειακή βιβλιοθήκη, έκδοση περιοδικού «Εκ Παραδρομής», σελίδα 103, Λεχαινά 1990).
[3] Το κυνήγι συνέβαλε σημαντικά στην συρρίκνωση της πανίδας του δάσους, διότι τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν υπερβολικά οι κυνηγοί (αν ελέγξουμε κάθε έτος το ποσοστό από τις εκδόσεις χιλιάδων αδείων κυνηγίου, που χορηγούνται σε νέους κυνηγούς). Ακόμη συνέβαλαν σημαντικά στην μείωση των πληθυσμών της πανίδας, τα τροχοφόρα οχήματα όπου δια μέσω αυτών επιτυγχάνεται πιο εύκολη και πιο γρήγορη η μετακίνηση των κυνηγών, σε διάφορες περιοχές. Ενώ και οι δασικοί δρόμοι που διανοίχθηκαν εντός των δασών, κατά μια έννοια κατέστρεψαν σημαντικά την χλωρίδα αλλά και την πανίδα τους. Έλεγε ένας παππούς, «Όπου πάει ο πολιτισμός, πάει και η καταστροφή».
[4] Ο Αγριόγατος είναι πιο ογκώδης και μεγαλόσωμος από τον κατοικίδιο γάτο, ξεχωρίζει κυρίως από τη φουντωτή ουρά του που έχει μήκος γύρω στα 30 εκ., φαρδαίνει προς το άκρον και σχηματίζει σκούρες ρίγες. Το κεφάλι του είναι επίσης πιο ογκώδες από της γάτας. Το τρίχωμά του έχει ποικιλία καστανόξανθων τόνων. Κυνηγάει συνήθως το βράδυ, στήνοντας καρτέρι έξω από τις τρύπες των ποντικιών, καμιά φορά σκαρφαλωμένος σε κάποιο δέντρο ή βράχο. Η διατροφή του βασίζεται κατά 90% σε ποντίκια, ενώ τρέφεται ακόμη με διάφορα πουλιά, βατράχια, έντομα, σαλιγκάρια, λαγούς, σκίουρους, κ.ά.
Είναι μοναχικό ζώο, διαβιεί συνήθως σε μια συγκεκριμένη περιοχή και χρησιμοποιεί σταθερές διαδρομές. Κάθε άτομο του ίδιου φύλου υπερασπίζεται μια διακριτή επικράτεια, ενώ ένα αρσενικό και ένα θηλυκό μπορούν να μοιράζονται σε κάποιο βαθμό το χώρο. Λόγω του μοναχικού τρόπου ζωής, οι πυκνότητες των πληθυσμών του αγριόγατου είναι πολύ χαμηλές, περίπου 2 – 3 άτομα ανά 10 τ. χλμ.
Ο αγριόγατος είναι είδος με πολύ ευρεία κατανομή, κυρίως ζει σε δάση. Στην Ελλάδα, ο αγριόγατος εξαπλώνεται σε μεγάλο μέρος της βόρειας και κεντρικής Ελλάδας, σε ποικιλία βιότοπων από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι και τα 1.500 περίπου μέτρα υψόμετρο. Οι κυριότερες απειλές για τον αγριόγατο σήμερα είναι η υποβάθμιση των βιότοπών του. Ένα άλλο πρόβλημα για τους πληθυσμούς του αγριόγατου, είναι η δηλητηρίαση με δολώματα, και η διασταύρωσή του με τις κατοικίδιες γάτες.
Το 1995 κυνηγός στην Κάπελη, σκότωσε έναν αγριόγατο όπου τον μετέφερε στην Αμαλιάδα το ζύγισαν και το βάρος του ήταν 13 κιλά.
[5] Μια δημοσίευση σε εφημερίδα μας το έτος 1890, αναφέρει την ύπαρξη άγριων αλόγων κοντά στην Κάπελη. «21 Φλεβάρη 1890. Ένα πρωτοφάνερο γεγονός για την Ηλεία, αλλά και για ολόκληρη την Ελλάδα ήταν η ύπαρξη αγρίων αλόγων στο χωριό Κακοτάρι του δήμου Λαμπείας κατά κοπάδια. Τα άλογα αυτά έβοσκαν στα γύρω βουνά του χωριού, όπου οι χωρικοί όταν ήθελαν να έχουν ζώα στην χρήση τους έπιαναν κάθε φορά και τα εξημέρωναν. Μάλιστα τον Φλεβάρη του 1890 μετά από βαρυχειμωνιά στην περιφέρεια αυτή έπεσαν πολλά χιόνια και πάνω από 200 άλογα καταπλακώθηκαν από τα βράχια…».
(«Στον Πύργο και στην Ηλεία του 1821 – 1930», Βύρων Δάβος, σελ. 153. Αθήνα 1996).
[6] Η βίδρα είναι ένα μικρόσωμο ζώο, που ζει κυρίως στις όχθες των ποταμών και των λιμνών και μόνο όπου τα νερά είναι άφθονα και πολύ καθαρά. θεωρείται ότι είναι ένα από τα σπανιότερα και πιο απειλούμενα θηλαστικά. Τρέφεται σε μεγάλο ποσοστό με ψάρια αλλά και αμφίβια, νερόφιδα, καβούρια, πουλιά και μικρά θηλαστικά. Στην Ελλάδα θεωρείται ότι υπάρχει ένας από τους πυκνότερους και με μεγάλη εξάπλωση πληθυσμούς βίδρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρά την παρουσία της στους πιο κατάλληλους βιότοπους, περιλαμβάνεται στον κατάλογο των απειλούμενων ειδών της Ελλάδα στην κατηγορία τρωτό.
Οι σημαντικότεροι κίνδυνοι για την επιβίωση της προέρχονται από τον άνθρωπο και είναι η ρύπανση των ποταμών, των λιμνών και η αποξήρανση των υγροτόπων. Επίσης η καταστροφή της παρόχθιας βλάστησης σε λίμνες και ποτάμια και η κατάκλιση των βιοτόπων από τεχνητούς ταμιευτήρες στα ποτάμια.
[7] Μια απόφαση του δήμου Ηλιαίων το έτος 1842, μας δίνει πληροφορίες για την ύπαρξη λύκων.
«Αριθμός 194
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΗΛΙΑΙΑΩΝ
Προς τον Ειδικόν Πάρεδρον Μπουχιώτη (Τριαντάφυλλον)
Παρακαλείσθε κύριε Πάρεδρε, να παραλάβης τους παραπόδας σημειουμένους οπλοφόρους μετά του Ειδικού Παρέδρου Σωστίου απέλθητε προς καταδίωξιν των λύκων. Η παρούσα άδεια ισχύει δια μόνον την 20, 21 και 22 τρέχοντος μηνός ημέρας Κυριακήν, Δευτέραν και Τρίτην.
Τη 10 Δεκεμβρίου 1842 Εν Αμαλιάδι
Ο Δήμαρχος Ν. Σισίνης»
(Παναγιώτης Ανδριόπουλος, «Οικιστικά στοιχεία και Χριστιανικά Μνημεία του τ. Δήμου Ήλιδας και Ελίσσας», έκδοση Ιερά Μητρόπολις Ηλείας, σελίδα 96, Αθήνα 1982).
[8] Νυφίτσα (Mustela nivalis). Είναι το μικρότερο σαρκοφάγο αρπακτικό όχι μόνο της χώρας μας αλλά και της Ευρώπης. Έχει μήκος 15-25 εκατοστά και βάρος 50-170 γρ. Τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Έχει σώμα λεπτό και κυλινδρικό, κεφάλι μικρό στενόμακρο, μάτια μικρά κυκλικά, λαιμό μακρύ, σκέλη κοντά, δάκτυλα εφοδιασμένα με ισχυρά νύχια. Το τρίχωμα του είναι πυκνό και μαλακό.
[9] Το πετροκούναβο έχει μήκος 40-48 εκατοστά ουρά 23-25 εκατοστά και βάρος 1200 γραμμάρια έως τρία κιλά. Έχει σώμα επίμηκες, τα πόδια του είναι κοντά, ενώ το κεφάλι του είναι μικρό και τριγωνικό. Η ουρά του είναι μακριά και φουντωτή προς το άκρο. Το τρίχωμά του και αυτό είναι πυκνότατο και μαλακό χρώματος ανοικτού καφέ, ενώ το υποτρίχωμα αποτελείται πυκνές τρίχες χρώματος γκριζόλευκου. Τα πόδια καταλήγουν σε 5 δάκτυλα με μεγάλα νύχια. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του στοιχείο είναι η άσπρη λωρίδα στο μπροστινό μέρος του λαιμού, ή οποία εκτείνεται στο στήθος και μέχρι τα πόδια του. Συνήθως ζει σε πετρώδη και βραχώδη μέρη. Έχει εντοπισθεί στις Βόρειες παρυφές της Κάπελης.
[10] Το έτος 1969 στο χωριό Άγναντα (Σινούζι), συγκροτήθηκε μια ομάδα από κυνηγούς του χωριού, όπου καταδίωξαν ένα επιζήμιο τσακάλι στην Κάπελη, περιοχή Εννιά Δένδρα. Αφού το εντόπισαν το σκότωσαν το μετέφεραν στο χωριό και ως λάφυρο το επέδειχναν σ’ όλους τους κατοίκους.
[11] Πριν τριάντα πέντε χρόνια περίπου, κυνηγός στην Κάπελη, σκότωσε έναν κότσυφα όπου στο πόδι του έφερε ένα δακτυλίδι σήμανσης που έγραφε στην Κροατική γλώσσα, “ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΖΑΓΚΡΕΜΠ”.
[12] Η λιβελούλα είναι ένα είδος εντόμου του γένους Anisoptera που φέρει ιριδίζοντα φτερά. Το θηλυκό γεννά τα αυγά του συνήθως κοντά ή πάνω στο νερό καθώς και σε επιπλέοντα φυτά. Η λιβελούλα ζει την περισσότερη ζωή της ως νύμφη κάτω από την επιφάνεια το νερού. Η τροφή της αποτελείται από άλλα ασπόνδυλα, όπως γυρίνοι και ψάρια. Μερικές νύμφες κυνηγούν ακόμα και στην ξηρά.
[13] Πρόκειται για νεώτερη ονομασία για μεγάλα κουνούπια όπου μάλλον έλαβαν τ’ όνομα τους από τ’ αεροπλάνα ΣΤΟΥΚΑΣ.
[14] Μύγα που πηγαίνει κυρίως στ’ άλογα, γαϊδούρια, ημίονες και βόδια.
[15] Τα ψάρια που υπήρχαν και ίσως να υπάρχουν μερικά μέχρι σήμερα ήσαν τα εξής: Πέστροφες στον Ερύμανθο ή Ντάλομι, μπριάνες- κλωνίτσες- τριχοί- μουστακαίοι στον Ερύμανθο στον Σελληέντα ή Πηνειακό Λάδωνα και στον Πηνειό ή Κακοταρέϊκο ή Βερβιναίϊκο.
[16] Σκίουρος ή βερβερίτσα της οικογένειας Σκιουρίδες. Προέρχεται από την ελληνικές λέξεις σκιά και ουρά. Συνήθως η λέξη χρησιμοποιείται για να κατονομάσει ζώα του γένους Sciurus και Tamiasciurus. Το πιο γνωστό χαρακτηριστικό του σκίουρου είναι η μακριά φουντωτή ουρά, που σε μερικά είδη έχει μήκος περίπου ίδιο του κορμιού του. Τα πισινά του πόδια είναι σχετικά μεγάλα, ενώ τα μπροστινά πολύ μικρά. Τα πόδια εξοπλίζονται με μικρά αλλά δυνατά νύχια κατάλληλα για σκάψιμο στο έδαφος και σκαρφάλωμα σε δέντρα. Το χρώμα του σκίουρου διαφέρει ανάλογα με το είδος, με τα πιο συνηθισμένα χρώματα το μαύρο, το κόκκινο, το γκρίζο και το καφέ στην πλάτη και το λευκό στην κοιλιά. Οι σκίουροι έχουν διπλό τρίχωμα, το εσωτερικό είναι πυκνό κι απαλό στην αφή, ενώ το εξωτερικό αποτελείται από μακριές σκληρές τρίχες. Ο σκίουρος έχει σκούρα προεξέχοντα μάτια, σχετικά μεγάλα για το μέγεθος του κεφαλιού του.. Τα αυτιά είναι στητά και σε μερικά είδη έχουν τούφες στην κορυφή τους. Το ρύγχος του είναι μικρό και λήγει σε στρογγυλή μύτη. Οι σκίουροι είναι παμφάγοι, τρώνε μια μεγάλη ποικιλία τροφών φυτικής προέλευσης, ακόμη έντομα, αυγά, έντομα μικρά θηλαστικά, πουλιά και βατράχια. Οι σκίουροι είναι γενικά έξυπνα και επίμονα ζώα. Οι σκίουροι μπορούν να εκπαιδευτούν να τρώνε από το χέρι του ανθρώπου. Επειδή μπορούν να αποθηκεύουν στο σώμα τους το παραπανίσιο φαγητό, θα φάνε όσο βρούνε διαθέσιμο.
[17] Η βερβερίτσα είναι ένα ωφέλιμο και επιζήμιο θηλαστικό και δεν κυνηγιέται ούτε για το κρέας, αλλά ούτε και για την γούνα του. Δύναται να κατασκευαστεί ένα ανάλογο εκτροφείο σκίουρων, για τον εμπλουτισμό της Καπελάς αλλά και άλλων δασών της Ηλείας.