Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Το γουρούνι και η συμβολή του στην οικιακή οικονομία

Ο χοίρος (κοιν. γουρούνι), είναι οικόσιτο θηλαστικό ζώο, που ανήκει στο γένος συς, στην οικογένεια συΐδες και στην τάξη αρτιοδάκτυλα. Είναι ζώο παμφάγο και πολύ γόνιμο. Από τα αρχαιότατα χρόνια πιστεύεται, ότι ο κατοικίδιος χοίρος (συς ο οικοδίαιτος, Sus scrofa domesticus), είναι απόγονος του αγριόχοιρου, τον οποίο εξημέρωσε ο άνθρωπος. Ζει σε όλα τα μέρη της γης και σήμερα εκτρέφεται μόνον και μόνον για το νοστιμότατο κρέας του.

 

Όλες οι φυλές των γουρουνιών, χαρακτηρίζονται γενικά από χοντροκαμωμένο και μονοκόμματο σώμα, κοντά πόδια και κωνικό κεφάλι, το οποίο καταλήγει σε μακρύ ή κοντό ρύγχος. Ο χοίρος, προσαρμόζεται σχεδόν μ’ όλες τις κλιματολογικές συνθήκες, ωστόσο αναπτύσσεται καλύτερα σε εύκρατα κλίματα. Είναι ζώο παμφάγο και τρώγει σχεδόν όλες τις τροφές. Το πεπτικό του σύστημα, μπορεί να επεξεργαστεί οποιαδήποτε τροφή, λέγεται ότι το γουρούνι, τρώγει ότι και ο άνθρωπος. Αυτό θεωρείται ότι ένα μεγάλο πλεονέκτημα για τους εκτροφείς χοίρων, διότι με αυτή την παμφαγία του, επιτυγχάνεται η μεγίστη απόδοσή του, σε κρέας και λίπος.

 

Το γουρούνι, τα πιο παλιά χρόνια, αποτελούσε ένα σημαντικό παράγοντα στην οικιακή οικονομία. Έκαστη οικογένεια, κάθε χρόνο έθρεφε ένα χοιρινό, για τις διατροφικές ανάγκες της και το ονόμαζε θρεφτάρι. Σε παλιότερες εποχές, όπου το κρέας ήταν είδος πολυτελείας, για τους χωρικούς, που το έτρωγαν μόνο τα Χριστούγεννα, τις Απόκριες, τα πανηγύρια και το Πάσχα. Επειδή όμως, οι οικογένειες τότε ήταν πολυπληθείς φρόντιζαν για την εξασφάλιση και της ανάλογης ποσότητας κρέατος. Γι’ αυτό κάθε αγροτική οικογένεια, διατηρούσε ένα ή περισσότερα οικόσιτα γουρούνια.

Για ν’ αγοράσουν ένα γουρούνι αποκριάτικο για έχα, θεωρούσαν δύσκολη την διαλογή, διότι ήθελαν να είναι φαγανιάρικο να μην γκρινιάζει (ζουζουνίζει) και να μην τους ζηριάσει.

Συνήθως κατά παράδοση, έστελναν τον πιο χονδρό από την οικογένεια να διαλέξει το χοιρινό για να παχύνει. Έλεγαν, ότι όταν πήγαιναν για να το αγοράσουν, δεν μιλούσαν στον δρόμο για να γκρινιάζει το γουρούνι, επίσης δεν το αγοράζουν ποτέ Κυριακή, διότι το γουρούνι είναι βρώμικο ζώο. Πρώτη δουλειά όταν το πήγαιναν στο σπίτι, ήταν να το βάλουν να δρασκελίσει ένα σίδερο για να γίνει σιδερένιο και να μην αρρωστήσει ποτέ. Επίσης του έριχναν στο αυτί λίγο λάδι για να μεγαλώσει γρήγορα και μην ζηριάσει. Η νοικοκυρά που τα το τάγιζε, για να έρχεται το γουρούνι κοντά της την πρώτη ημέρα άλειφε τα παπούτσια της με πλύμα για να την μυρίζει το γουρούνι.

Από μικρό το εγκαθιστούσαν στα κουμάσια, έξω από τα χωριά και μακριά από το σπίτι, για ν’ αποφεύγουν την απαίσια μυρωδιά του. Η διατροφή του, γενικά επιτυγχάνονταν με διάφορα αποφάγια, με πίτουρα από την άλεση του σιταριού, καλαμπόκι, βελανίδια, άγρια χόρτα και τυρόγαλο. Όταν τραπάλωνε το αρσενικό χοιρινό, το ευνούχιζαν (μουνούχιζαν)[1], για να μεγαλώσει γρηγορότερα και να παχύνει περισσότερο. Όταν το γουρούνι δεν έτρωγε το φαγητό του και γκρίνιαζε συνεχώς το καυτηρίαζαν. Έπαιρναν ένα πυρωμένο σίδερο, του άνοιγαν το στόμα και τοποθετούσαν ένα ξύλο για να μείνει ανοικτό το στόμα του, και του καυτηρίαζαν τον ουρανίσκο. Αυτή η διαδικασία ήθελε κάποιον να γνωρίζει πως θα το καυτηριάσει. Ένα γουρούνι για να το σφάξουν έπρεπε να το εκτρέφουν περίπου ένα χρόνο. Τα περισσότερα τα έσφαζαν, όταν ζύγιζαν πάνω από εκατό οκάδες, συνήθως έφθαναν από 80 έως 150 οκάδες. Συνήθως τα έσφαζαν τις αποκριές, για το αποκριάτικο φαγητό και όχι μόνον. Μια οικογένεια βασιζόταν κυρίως στις μεγάλες διατροφικές παροχές, αλλά και στα υπόλοιπα προϊόντα που αποκόμιζε από το οικόσιτο χοιρινό.

Η χοιροσφαγή ήταν μια πανάρχαια ιδιαίτερη ιεροτελεστία. Στον παραδοσιακό πολιτισμό, οι εκδηλώσεις της λαϊκής λατρείας, ήσαν ενσωματωμένες στην αγροτική οικονομία. Η χοιροσφαγία από τους αρχαίους Έλληνες, μεταδόθηκε στους Ρωμαίους, και μετέπειτα στους Βυζαντινούς. Κατά την τουρκοκρατία,[2] οι Έλληνες διατήρησαν το έθιμο, όπου και διατηρήθηκε αναλλοίωτο έως και την δεκαετία του '70, ενώ σε πολλά χωριά επικρατεί ακόμη. Συχνά ο λαός, αιτιολογεί με το δικό του τρόπο τα χοιροσφάγια, ενσωματώνοντας με το θείο δράμα στη δικιά του εμπειρία. Στη Θεσσαλία, τα Χριστούγεννα δεν σφάζουν τα γουρούνια γιατί, πάντα κατά την παράδοση, τα Χριστούγεννα, πήγαινε η Παναγιά με τον Ιωσήφ και τον Χριστό στην Αίγυπτο, για να μην σφάξει ο Ηρώδης τον Χριστό. Μπροστά πήγαινε η Παναγία με Ιωσήφ και πίσω τα γουρούνια και χαλούσαν τ’ αχνάρια.

Τα χοιροσφάγια έχουν θυσιαστικό χαρακτήρα και απηχούν αρχαίες εξιλαστήριες και καθαρτήριες θυσίες, που συνοδεύονται από μαγικές και δεισιδαιμονικές πράξεις, όπως οι μαντείες. Οι Ρωμαίοι κατά την εορτή των Βρουμαλίων στο τέλος του έτους, θυσίαζαν χοίρους στον Θεό Κρόνο και τη Θεά Δήμητρα. Ο χοίρος αντιπροσώπευε την ενσάρκωση του βλαστικού και γονιμικού δαίμονα, επειδή με την αδηφαγία και το σκάψιμο[3] που πραγματοποιεί για να βρει την τροφή του, καταστρέφει τη βλάστηση, είτε και εξαιτίας της πολυτοκίας του.

Η χοιροσφαγία, συνήθως δε συνέπιπτε τις ίδιες ημερομηνίες σε όλη την Ελλάδα. Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν μερικές ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά. Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου, την ημέρα μνήμης του Αγίου Στεφάνου. Όπου σφάζονταν πριν τα Χριστούγεννα, η γιορτή αυτή ονομαζόταν «γουρουνοστέφανος». Στην Πελοπόννησο σφάζονται κυρίως τις Αποκριές. Υπήρχαν όμως και αρκετές περιοχές που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και περισσότερο μετά τα Χριστούγεννα.

Η εθιμοτυπία της τελετής ήταν η ημέρα των «Χοιροσφαγίων» ή «γουρουνοχαράς» που ξεκινούσε πολύ πρωί με το άναμμα της φωτιάς για να γίνει το νερό πολύ καυτό με το οποίο θα μαδούσαν το γουρούνι. Οι χοιροσφάχτες, ήταν συνήθως ομάδες φίλων μεταξύ τους, που έσφαζαν το χοιρινό του καθενός. Για τη σφαγή ακολουθούνταν ιδιαίτερη εθιμοτυπία. Για παράδειγμα το σφάξιμο γινόταν με ειδικό μαυρομάνικο μαχαίρι και θύτης ήταν ο αρχηγός της οικογένειας. Μόλις το έσφαζαν, τοποθετούσαν στο στόμα του σφαγίου ένα λεμόνι και το λιβάνιζαν, για να πάρει μυρωδιά το κρέας, με τις βαθιές ανάσες που παίρνει, μέχρι να ξεψυχήσει, και το σκέπαζαν μ’ ένα τσουβάλι για να φύγει το κακό σπυρί, που τυχόν να είχαν επάνω τους. Με το αίμα του ζώου, σχημάτιζαν σταυρό στο μέτωπο των μικρών παιδιών για τον πονοκέφαλο. Το ρύγχος (καραμούντζα)[4] του χοίρου, το κάρφωναν στον τοίχο ή πάνω από την πόρτα για να διώχνει τα κακά πνεύματα και τα καλικαντζαράκια. Εξέταζαν δε προσεκτικά την σπλήνα και το συκώτι του και μάντευαν το μέλλον της οικογένειας.

Οι χοιροσφάχτες σύμφωνα με το εθιμοτυπικό, έτρωγαν τον πρώτο μεζέ, που ήταν ο καρύντζαφλος ή καρούτζος (ο λάρυγγας του γουρουνιού στο σημείο που είχε γίνει η τομή του σφαξίματος). Ήταν ο πρώτος μεζές, που ψήνονταν, για να πιούν ένα ποτήρι κρασί και συνάμα να ευχηθούν, χρόνια πολλά, καλοφάγωτο και του χρόνου με υγεία να ξαναφτιάξουν ίδιο και μεγαλύτερο χοιρινό. Ενώ πολλές φορές, ο μεζές αυτός, ψηνόταν στα κάρβουνα, το χοιρινό καίτοι σφαγμένο, σηκωνόταν και γεμάτο αίματα έτρεχε για λίγο, έως που ξεψυχούσε και έπεφτε.

Μετά το ξεψύχισμα του σφαγίου, το μαδάγανε με καφτό νερό. Σκέπαζαν το σφάγιο με ένα σακί και επάνω του έριχναν καφτό νερό και όταν έπαιρνε, δηλαδή ήταν έτοιμο, τότε το μαδάγανε τρίβοντας το με το σακί ή με διάφορα αιχμηρά αντικείμενα. Με τα το μάδημα άρχιζε το ξεβράκωμα, δηλαδή άρχιζαν να το γδέρνουν από τα πισινά πόδια μέχρι να φθάσουν στην ουρά του. Στην συνέχεια έκοβαν τα πόδια στα γόνατα, τρυπούσαν τις κλιτσινάρες των πισινών ποδιών, του περνούσαν ένα ξύλο χονδρό σαν ξιναροστύλιαρο και το κρεμούσαν, συνήθως από κάποιο δένδρο ή κάποιο μπαλκόνι ανώγειας οικίας, για να μπορεί ο σφάχτης να το ξετομαριάσει. Αρχικά έκοβαν την ουρά, την οποία την χρησιμοποιούσαν για την μεταμφίεση στις αποκριές. Έραβαν δυο ουρές χοιρινών επάνω στην σκούφια τους, όταν ήθελαν να παραστήσουν τον διάβολο με ευλύγιστα κέρατα.

Μόλις τελείωνε το γδάρσιμο, σειρά είχε το ξεκοίλιασμα. Προσεκτικά ο σφάχτης, άνοιγε την κοιλιά του και έβγαζε όλα τα ζωτικά όργανα του ζώου. Ο άνθρωπος, όλα τα ζωτικά όργανα του ζώου, μετά από την ανάλογη επεξεργασία, τα έτρωγε. Δεν τρωγόταν η ουροδόχος κύστη (φούσκα), όμως την χρησιμοποιούσαν μετά από ειδική κατεργασία[5] για τόπι, για καπνοσακούλα, σακούλι για ν’ αποθηκεύουν σπόρους (ντομάτα, αγγούρι, λάχανα, πιπεριά, κρεμμύδι κ.ά. επίσης την χρησιμοποιούσαν και για πουγκί. Μετά την φούσκα έβγαζαν την γουρουνοπυτιά, στην συνέχεια την έβαζαν σε ένα πιάτο και την έκοβαν κομματάκια. Στην συνέχεια της έριχναν ξύδι, λάδι, σκόρδο, αλάτι και ούζο και την τοποθετούσαν στον ήλιο για ν’ αποξηρανθεί. Μετά την κρεμούσαν στο τζάκι στην καπνιά και την χρησιμοποιούσαν όταν έπηζαν τυρί.

Μετά την πυτιά βγάζουν την χολή, την οποία την ξεκολλάνε προσεκτικά για να μην χυθεί. Το υγρό της χολή το χρησιμοποιούσαν σαν γιατροσόφι για να διώχνουν τις ψείρες. «Παίρνουμε ένα κουταλάκι του γλυκού από την χολή του γουρουνιού, την ανακατεύουμε μ’ ένα κρασοπότηρο κρασί και αλείφουμε το κεφάλι. Οι ψείρες αμέσως θα ψοφήσουν ή θα εξαφανισθούν». Επίσης το υγρό της χολής το χρησιμοποιούσαν να ποτίζουν τις έγκυες φοράδες για να μην απορρίξουν. Αν το γουρούνι ήταν μαύρο χωρίς κανένα σημάδι απ’ άλλο χρώμα (ασήμαδο) με την χολή του έφτιαχναν τα φυλαχτάρια των ζώων.

Στην συνέχεια έβγαζαν αν ήταν αρσενικό τους όρχεις (αμελέτητα) και τα έψηναν στα κάρβουνα, για αρκετούς είναι ένας πολύ καλός μεζές. Μετά από τους όρχεις έβγαζαν τον κωλιά (κωλάντερο), αυτό το χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή του μπεκρή- μεζέ το περιβόητο σπληνάντερο, μαζί με την σπλήνα και την καρδιά του σφάγιου.

Το συκώτι, το πνευμόνι και τα νεφρά, τα έτρωγαν με διαφόρους τρόπους. Τα έντερα τα έφτιαχναν λουκάνικα και οματιά. Τα ποδόνυχα, την πατσά, την ουρά, τα αυτιά και το κεφάλι τα έφτιαχναν πηχτή[6]. Τα μάγουλα, ή μούκουλα τα έψηναν στα κάρβουνα ή στον φούρνο. Μόλις τελείωνε και το ξεκοίλιασμα, ο σφάκτης έβγαζε και τα βασιλικά (ξύγκι από τα πλευρά του χοιρινού). Αυτό το ξύγκι το κρατούσαν και το χρησιμοποιούσαν σαν λιπαντικό, στις αρβύλες, τσαρούχια, κ.ά.

Με το δέρμα του, επειδή ήταν πολύ σκληρό, έφτιαχναν τα γουρουνοτσάρουχα, ή το έβαζαν επάνω από τα σαμάρια, μεταξύ στρώματος και ξύλου, για να μην περνάει το νερό, ενώ με τις τρίχες του έφτιαχναν βούρτσες. Όταν δεν έγδερναν το χοιρινό, το μαδάγανε με καφτό νερό. Από το δέρμα του έφτιαχναν τις τσιγαρίδες. Το δε κρέας με μια κοπιαστική διαδικασία παρασκεύαζαν τα λουκάνικα, τα απάκια, το σύγκλινο, ή παστό, τη λόζα, τη γλίνα, κ.ά.

Το πάστωμα γινόταν με σκοπό για να κρατήσουν το κρέας αρκετό χρόνο, επίσης μετά το πάστωμα, δεν χρειαζόταν να μαγειρευτεί για να καταναλωθεί, ήδη ήταν ένα έτοιμο φαγητό. Το παστωμένο κρέας το τοποθετούσαν σε λαγήνια[7]. Με το λίπος που απόμενε στο τομάρι όταν το έγδερναν μετά από μια ειδική διαδικασία παρασκεύαζαν σαπούνι.

 

Ο ΠΟΝΗΡΟΣ ΠΗΝΕΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΣΙΛΙΚΑ

Κάποτε λέγεται, ότι ένας πάμφτωχος, σε χωριό της Πηνείας, όμως ήταν πολύ υπερήφανος και δεν ανεχόταν την φτώχεια του. Όταν έσφαξε το θρεφτάρι χοιρινό του τις απόκριες, κράτησε τα βασιλικά του. Και κάθε βράδυ έκοβε ένα κομματάκι από δαύτα και το έριχνε στα κάρβουνα του τζακιού του, που έκαιγε όλο τον Χειμώνα. Η τσίκνα, που έβγαινε κάθε βράδυ, ανησύχησε όχι μόνον την γειτονιά, αλλά και ολόκληρο το χωριό. Αναρωτιόντουσαν όλοι, πως είναι δυνατόν, ένας φτωχός άνθρωπος, κάθε βράδυ να τσικνίζει. Από τα πολλά, μια ημέρα δυο γείτονες περίεργοι, δεν άντεξαν στον πειρασμό και αποφάσισαν να μπούνε στο κονάκι του, για να εξακριβώσουνε τι συνέβαινε με τον φτωχό. Μόλις κτύπησαν την πόρτα, εκείνος έτρωγε με την οικογένειά του, τότε ζήτησε από την γυναίκα του, τσάκα- τσάκα, να μαζέψει το τραπέζι και τους είπε να πουν ότι τρώγανε ψητό χοιρινό στα κάρβουνα.

Μόλις, οι περίεργοι γείτονες, μπήκανε στο σπίτι, τελείωνε το μάζεμα του τραπεζιού η νοικοκυρά.

- Καλησπέρα σας

- Καλησπέρα γειτόνοι. Άτυχοι είστε ορέ! Τους λέγει. Μόλις αποκιώσαμε το φαΐ και δεν απόμεινε ούτε κόκαλο, βλέπεται έχω τρανή λυκουνιά, αλλά ας πιούμε ένα κρασάκι, μιας και διαβήκατε στο πορτόξυλό μου.

- Καλάάά! Καλάάά! Του λέγει ο ένας γείτονας. Πως διάβολο γίνεται και κάθε βράδυ τσικνίζεις; Μας τσάκισες τα ρουθούνια με ευτούνες τις τσίκνες κάθε βράδυ ρε γείτονα και μας κάνεις και τρέχουνε τα σάλια μας απ’ την λιγούρα.

- Ας είναι καλά τα βασιλικά κρέατα γείτονες. Ο Θεός είναι μεγάλος και με χορταίνει κρέας, κάθε ημέρα. Ας είναι καλά τα βασιλικά κρέατα.

Οι γείτονες δεν κατάλαβαν τίποτα, ήπιαν το κρασάκι τους και αποχώρησαν, προσπαθώντας να λύσουν τον γρίφο, του πονηρού Πηνειώτη.

 

Παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις, όσον αφορά τα γουρούνια.

-Αγόρασε γουρούνι στο σακί δεμένο.

-Άλλο γείτονας χήρος και άλλο γείτονας γουρούνι.

-Αν είχε ο χοίρος διάκριση δεν θα παραπάχαινε.

-Άνδρα γουρούνι γάιδαρο, τι να πρώτο κλάψω.

-Αργά η γουρούνα, πιλάλα τα γουρνόπουλα, το βράδυ μαζί φθάνουν στο κουμάσι.

-Αστράφτει στη παλιοβούνα, βγάλε από το λαγκάδι τα γουρούνια. 

-Για το κομμάτι το παστό λέμε το χοίρο αφέντη.

-Γουρούνι είναι ο στρατηγός κι ο λοχαγός κουμάσι.

-Γουρούνι καπελιώτικο, από κουμάσι δεν ξέρει.

-Γουρούνι στο σακί, φτού να μην αβασκαθεί.

-Γουρούνι φαγανιάρικο, μεγάλο κώλο έχει.

-Γουρούνια παλεύουν, βροχή θα ‘χουμε.

-Γουρουνίσια υπόληψη σε άρχοντα θα βρεις.

-Είσαι για να φυλάς γουρούνια.

-Έπεσαν τα άστρα του ουρανού και τα έφαγαν οι χοίροι.

-Ζει σαν γουρούνι.

-Η γριά δεν είχε διάβολο και αγόρασε γουρούνι.

-Και ο βασιλιάς έχει και αυτός τα γουρούνια του.

-Κάθε κονάκι έχει και το γουρούνι του.

-Καλό για καλό το γουρούνι, μα μας βγήκε χαλαζιάρικο.

-Κάπελη δίχως βελάνι, το γουρούνι δεν κάνει στάνη.

-Καπελιώτικο γουρούνι, καπελιώτικη μουτσούνα έχει.

-Λύσε δέσε το γουρούνι, μακρυσκοίνησε την κλώσα, πάει πέρασε η μέρα.

-Με τα πίτουρα ανακατώνεσαι, τα γουρούνια σε τρώνε.

-Μισοτιμής τα αγόρασες, γουρούνι θα τα φάγει.

-Μόνο στη Ρετούνη, τρώνε οι Τούρκοι το γουρούνι.

-Ο κάμπος θρέφει άλογα κι η κάπελη γουρούνια.

-Ο χοίρος την λάσπη κυνηγάει.

-Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν.

-Όλοι οι χοίροι μια γενιά κι έχουν γουρούνι μπάρμπα.

-Όλοι πετσί και κόκαλο και ο άρχοντας γουρούνι.

-Όποιος γεννιέται γουρούνι, σίγουρα γουρούνι πεθαίνει.

-Όπου θα πρωτοκοιμηθεί το γουρούνι εκεί θα ξανάρθει.

-Όσο πλένεις το γουρούνι τόσο βρωμάει.

-Ότι δεν τρώγεται στο σπίτι το τρώει το γουρούνι.

-Πρώτο θρεφτάρι του χωριού το γουρούνι του μυλωνά.

-Σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι.

-Τα γουρούνια βρωμίζουν τα κουμάσια και όχι τα κουμάσια τα γουρούνια.

-Τα γουρουνόπουλα πιλάλα κι η γουρούνα αγάλι- αγάλι ίσα πάνε στο κουμάσι το δείλι.

-Τα κουδούνια βαράνε τα γουρούνια βρωμάνε.

-Το γουρούνι αν το λούσεις την αλισίβα σου θα χάσεις.

-Το γουρούνι πρόβατο δεν γίνεται.

-Το γουρούνι στη λάσπη αναπαύεται.

- Το γουρούνι στο λιοπύρι δεν χορεύει.

-Το γουρούνι τα μοσχοκάρυδα και τα βελανίδια το ίδιο τα βλέπει.

-Το γουρούνι το κράζουν για μαχτό και ’κείνο πάει για σκατό.

-Το καθαρό γουρούνι δεν θρέφεται.

-Το καλό το μήλο το γουρούνι το τρώγει.

-Το πρόβατο γουρούνι δεν γίνεται.

-Του χοίρου το μαλλί, δεν γίνεται μετάξι.

-Τρώγει ο χοίρος τα ξυράφια μα στο βγάλσιμο τα βρίσκει

-Τρώει σαν το γουρούνι.

-Χορτάτο γουρούνι, τη γης δεν σκάβει.

-Χωρίς ξύλα και γουρούνι, χειμώνα δεν βγάνεις.

 

Λέξεις που αναφέρονται στον Χοίρο.

Ανεσμίδι, = μικρό γουρνόπουλο, ηλικίας δύο- τριών μηνών περίπου.

Γόρτσα, η = η πέτσα (δέρμα ) του γουρουνιού.

Γουβράει, = εννοούσαν όταν ζητούσε η γουρούνα και έπρεπε να ζευγαρώσει και έλεγαν: «Γουβράει η γουρούνα, φαίνεται να θέλει καπρί». 

Γουρνάλλειμα, το = το λειωμένο λίπος του χοιρινού.

Γουρνοκούμασο, κουμάσι, το = το σπίτι του γουρουνιού.

Γουρνόλασπη, η = η λάσπη (γρούσπη), που παράγεται από το γουρούνι όταν είναι δεμένο στο χώμα.

Γουρουνίτσα, η = το παιχνίδι που παίζεται με ραβδιά και γαλοκούτι.

Γουρνοτσάρουχο, το = πρόχειρο παπούτσι από δέρμα χοίρου.

Γουρουνόβρυση ή Γουρνόβρυση, η = πηγή και τοποθεσία στην Κάπελη, ανήκει στο χωριό Άγναντα Ηλείας.

Γουρουνομύτης, ο = έτσι ονόμαζαν, όποιον έχωνε την μύτη του παντού, ή είχε μεγάλη μύτη.

Γουρουνόσταβλος, ο = χωριό της Μαγνησίας.

Γουρουνόψαρο, το = είδος ψαριού.

Καπρί, το = το χοιρινό που το είχαν για ζευγάρωμα (επιβήτορα).

Καραμούντζα, η = έτσι έλεγαν τα καπελίσια γουρούνια, επειδή είχαν μεγάλη στενόμακρη μουτσούνα.

Καγιανάς, ο = πρόχειρο φαγητό με τσιγαρίδες ή παστό χοιρινό με γδαρτά αυγά.

Οματιά, η = φαγητό με τα έντερα του χοίρου.

Σκαντζόχοιρος, ο = ο ακανθόχοιρος.

Τσιγαρίδα, η = μικρό κομμάτι από χοιρινό κρέας, που έμεινε άλιωτο στο βράσιμο, κατά την διαδικασία εξαγωγής του λίπους. Ρίχνεται στον τραχανά, ή στο καγιανά με γδαρτά αυγά.

Φέρτσα, η = λουρίδα του δέρματος από το χοιρινό. (φρ. «Τον έβγαλε φέρτσες- φέρτσες»).

Χοιροβοσκός, ο = αυτός που βόσκει χοίρους.

Χοιροβότανο, το = χοιρόχορτο, το φυτό πικρίδα ή πικρόχορτο.

Χοιρομέρι, το = το μπούτι του χοιρινού.

Χοιρόψωμο, το = είδος ψωμιού με βάση λίπος από χοίρο.



[1] Η διαδικασία του ευνουχισμού ήταν απλή, αλλά γινόταν από ανθρώπους που γνώριζαν καλά αυτή την διαδικασία, δηλαδή να έχουν ανατομικές γνώσεις. Έπιαναν το χοιρίδιο, το κρατούσαν από τα πόδια σταθερά και ο μουνουχιστής μ’ ένα ξυράφι του έκανε μια τομή στους όρχεις και τους πίεζε με τα δυο του χέρια και έβγαιναν από το δέρμα. Έπειτα τα έκοβε τους αδένες και αφού έριχνε στην τομή λίγη γαλαζόπετρα ή οινόπνευμα το έραβε. Τους δε όρχεις του ευνουχισμένου χοιριδίου, τους τρώγανε τηγανιτούς.

[2] Κατά την τουρκοκρατία, οι Τούρκοι ζήλευαν αυτά τα ωραία έθιμα των Ελλήνων. Αν και τους απαγόρευε το κοράνι να φάνε χοιρινό, τις αποκριές παράβλεπαν τους νόμους τους και αρκετοί τρύπωναν σε φιλικά Χριστιανικά σπίτια και έτρωγαν και γλεντούσαν μαζί με τους Έλληνες. Αυτούς τους Τούρκους που έτρωγαν χοιρινό οι Έλληνες τους ονόμαζαν «γουρνομύτες».

[3] Το γουρούνι σκάβει πάντοτε με την μύτη του, ψάχνοντας για σκουλήκια, ρίζες και καρπούς. Παλιά όταν ήσαν μικρά ακόμη, τους τρυπούσαν την μύτη και περνούσαν ένα σύρμα, τοιουτοτρόπως όταν άρχιζαν να σκάβουν, τα ενοχλούσε και έτσι σταματούσανε την απόπειρα να συνεχίσουν να σκάβουν.

[4] Καραμούντζα, έλεγαν τα ντόπια γουρούνια της Κάπελης, επειδή είχαν στενόμακρη και μεγάλη μύτη. Νομίζω ότι αυτή η ράτσα, (χοίροι που ανήκουν στην αρχαία Μαύρη Ελληνική Φυλή), σήμερα έχει αφανισθεί, ή έχει εξαλειφθεί με τις εμπορεύσιμες διασταυρώσεις που έχουν πραγματοποιήσει κατά καιρούς και ιδίως τα τελευταία χρόνια οι ιδιοκτήτες χοίρων. Πάντως αυτή η ράτσα, ήταν μαύρο μα πολύ σκληρό τρίχωμα και είχε πολύ νόστιμο κρέας.

[5] Μόλις έβγαζαν την φούσκα από το σφάγιο, την έτριβαν με στάχτη και μετά την γέμιζαν πάλι με στάχτη, μέχρι να απορροφήσει τα υγρά. Μετά την κρεμούσαν στον ίσκιο και να μην βρέχεται ώσπου να αποξηρανθεί. Όταν αποξεραινόταν γινόταν πολλή σκληρή και ανθεκτική σαν χονδρό πλαστικό σακούλι.

[6] Η πηχτή ήταν, τα ποδοκέφαλα με την πατσά βρασμένα, με σκορδοστούμπι και ξύδι και την τρώγανε παγωμένη, η πηχτή συντηρούταν για πολλές ημέρες, ιδίως την χειμερινή περίοδο.

[7] Σε δύσκολους καιρούς πολέμων ή αναταραχών, οι κάτοικοι, έθαβαν στην γη τα λαγήνια με το παστό κρέας. Η διαδικασία αυτή γινόταν, με σκοπό να το προφυλάξουν από ληστρικές επιδρομές. Διότι κατά την επιδρομή οι κάτοικοι κατάφευγαν και κρύβονταν στα βουνά και στους λόγγους. Προνοούσαν όμως, διότι μετά την επιδρομή όταν θα επθα επέστρεφαν στα σπίτια τους, τουλάχιστον να βρούνε φαγητό.


Εκτύπωση   Email

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates