Τις απόκριες, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, συνηθιζόταν οι Χριστιανοί να βγαίνουν στις πλατείες για να γλεντίσουν.
Το 1797 οι σπαήδες(1), Αλή Τσεκούρας και ο Τουσούν αγάς, κατά την ημέρα των απόκρεω έφθασαν με επτά στρατιώτες στα Μαγούλιανα και εμπόδιζαν τους κατοίκους να διασκεδάσουν. Οι Τούρκοι παρά τις εκλήσεις των προυχόντων δεν έφευγαν και προσπαθούσαν να προξενήσουν επεισόδιο. Γνώριζαν οι προύχοντες, ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, βρισκόταν μ’ ένα μικρό σώμα στο διπλανό χωριό Πυργάκι.(2) Τον ειδοποίησαν οι κάτοικοι και αυτός πήρε τους συντρόφους του και έσπευσε αμέσως προς βοήθεια στα Μαγούλιανα. Όταν έφθασαν στα Μαγούλιανα, πήγαν στο κονάκι όπου είχαν κατακλύσει οι Τούρκοι. Ο Θεόδωρος άφησε έξω τον Κουντάνη, διότι ήταν απότομος και ίσως να προκαλούσε φασαρίες και προσπάθησε να πείσει τον αγά να πάρει το απόσπασμά του και να φύγει από το χωριό τις ημέρες των εορτών. Καθώς συζητούσαν, ο Κουντάνης πάνοπλος ανέβηκε επάνω στο κονάκι, μπήκε μέσα και λέει με άγριο ύφος:
- Γεια σας Τούρκοι!, έριξε το βαρύ περιφρονητικό του βλέμμα, επάνω τους και έψαχνε να βρει κάθισμα για να καθίσει. Όλοι κάθονταν επάνω στα μπαουλοντίβανα, κάθισμα γι’ αυτόν δεν υπήρχε. Όμως σε μια θέση καθόταν ο σκύλος του αγά.
Όταν τον είδε ο Κουντάνης, δεν έχασε στιγμή, τον έπιασε από τα πόδια, τράβηξε το σπαθί του και τον διαμέλισε μπροστά στα μάτια τους λέγοντας με άγρια φωνή:
- Αγά να σε κάμω και σένα;
Οι Τούρκοι τρομαγμένοι από την παράτολμη ενέργεια του Κουντάνη έφυγαν αμέσως από το χωριό.
1. Ο Κουντάνης
…………………………………………………..
Κι ο Κουντάνης φώναξε, κι ο Κουντάνης λέγει:
- Πίσω μωρέ παλιόσκυλα, σας παίρνω τα κεφάλια.
Ο Θοδωράκης τον ορμήνεψε, στεγνά λόγια κρένει:
- Κάτσε Κουντάνη φρόνιμα και λόγια μη μου κάνεις.(3)
Στο άντρο της Τουρκιάς, στο Λάλα, σημειώθηκε και ένα άλλο περιστατικό, με το Δημητράκη Κολοκοτρώνη, που μας φανερώνει το πόσο ατρόμητος ήταν.
Ο Κουντάνης και ο Γεωργακλής Κολοκοτρώνης ήσαν καλεσμένοι και διασκέδαζαν σε κάποιο γάμο στο κονάκι κάποιου κουμπάρου τους, σ’ ένα χωριό κοντά στο Λάλα. Ο Θεόδωρος και ο Αντώνης Κολοκοτρώνης μαζί μ’ άλλα παλικάρια, είχαν λημεριάσει πιο πέρα μέσα στο δάσος και παρακολουθούσαν για ασφάλεια, από μακριά το σπίτι.
Ενώ το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά, κάποιος πρόδωσε στους Τουρκολαλαίους ότι βρίσκονταν εκεί και γλεντούσαν, Κολοκοτρωναίοι. Ο Γεωργακλής κατάλαβε κάποια κίνηση στο σπίτι και ζύγωσε κοντά σ’ ένα παράθυρο και κατόπτευε τριγύρω. Σε κάποια στιγμή, είδε να προσεγγίζουν κυκλωτικά Τούρκοι. Σηκώθηκε από το τραπέζι και είπε στον Κουντάνη και στον εξάδελφό του τον Γιάννη «πάμετε» και προς την οικοδέσποινα:
- Κουμπάρα, να μην σηκώσεις τον σοφρά, τους μουρτάτες αλήθεια κι’ απ’ αλήθεια.
Αμέσως εφόρμησαν έξω από το σπίτι και χτυπούσαν τους Τούρκους. Ο Θοδωρής με τον Αντώνη και τα παλικάρια τους έσπευσαν αμέσως και αυτοί για βοήθεια. Μετά από πολύωρη και πεισματώδη μάχη έτρεψαν τους Λαλαίους σε άτακτο φυγή. Είχαν όμως δεκαεπτά νεκρούς και εννιά πληγωμένους, ένας από τους πληγωμένους ήταν και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
2.Του Κουντάνη
Σε γάμο τις αποκριές γλένταγε ο Κουντάνης,
κι αντίκρυ που τραγούδαγαν ο Γιωργακλής κι ο Γιάννης.
Τους κράζουν μια, τους κράζουν δυο, κανένα δεν ακούνε
κι οι Τούρκοι κοντεύανε μέσ’ στο χωριό να μπούνε.
Ο Θοδωράκης το ’βλεπε κι όλ’ έπινε φαρμάκι,
στάθη και συλλογίστηκε και λέει τ’ Αντωνάκη:
- Σύρε βρ’ Αντώνη σκότωστους και πάρτους το κεφάλι,
να μην τους πιάσουν ζωντανούς κι είναι ’ντροπή μεγάλη.(4)
Οι Τουρκολαλαίοι μόλις κατάλαβαν το τι γίνεται τους κυνήγησαν μέσα στο δάσος της Κάπελης. Ακολουθώντας τους κλέφτες από κοντά τους έχασαν στο πυκνό του δάσους. Τους εντόπισαν όμως την άλλη ημέρα στον ιστορικό ναό του Αγίου Γεωργίου κοντά στη Πέρσαινα και τους πολιόρκησαν την ώρα που λειτουργούσε ο παπάς. Οι Κολοκοτρωναίοι αμύνθηκαν σθεναρά και κατά την διάρκεια των επιθέσεων αποφάσισαν και πραγματοποίησαν ηρωική έξοδο και έτσι έτρεψαν τους Τούρκους σε φυγή. Στη συνέχεια συνθηκολόγησαν και οι Τούρκοι ανακήρυξαν τον Θ. Κολοκοτρώνη, «Πατριάρχη και Βασιλέα των Ορέων» (κατά τον εγγονό του Θ. Κολοκοτρώνη Φάλεζ). (5)
3 . Κάθετ’ ο μπέης κάθεται
Κάθετ’ ο μπέης κάθεται, μέσ’ στο τζαμί στου Λάλα,
βάνει το κιάλι και τηρά και το Μοριά αγναντεύει,
βλέπει ντουφέκια πέφτουνε, σπαθιά λαμποκοπάνε,
χρυσό μαντήλι έβγαλε, τα δάκρυα παστρεύει.
Η μπέισσα τον ερωτά και η μπέισσα του λέει:
- Το τι έχεις μπέη μου και κλαις και χύνεις μαύρο δάκρυ;
- Κλεφτουριά μας πλάκωσε, οι Κολοκοτρωναίοι,
κόβουν κεφάλια τούρκικα, αγάδες και πασάδες.(6)
Πηγές, υποσημειώσεις:
1.Τούρκοι εισπράκτορες
2.Απέναντι από το χωριό Πυργάκι (σήμερα εγκαταλλειμένο) βρίσκεται, κρυμμένη μέσα στο ελατόδασος του Μαινάλου, η ιστορική Μονή των Αγίων Θεοδώρων. Εκεί έμαθε τα πρώτα του γράμματα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
3.Το τραγουδούσε ο Γεώργιος Δανίκας (Τζης), ερμηνευτής δημοτικών τραγουδιών, από το χωριό Άγναντα (Σινούζι) του δήμου Πηνείας. Ο Τζής αποτελούσε μέλος της θρυλικής δημοτικής ορχήστρας του Αντρωνίου.
4. Γιάννης Βλαχογιάννης, «Οι κλέφτες του Μοριά», Αθήνα 1935, σελ. 232
- Θ. Γεν. Κολοκοτρώνης, «Εν Ραμπαγά», 1882, αρ. 419
5. Τάκης Χ. Κανδηλώρος, «Η Γορτυνία», εκδ. Διόνυσος, Αθήνα, σελ. 180
6. Τάσος Γριτσόπουλος, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, «170 Γορτυνιακά δημοτικά τραγούδια», Αθήναι 1992, σελ. 323