Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Οι άνθρωποι που μετοίκησαν από το χωριά μας στις μεγαλουπόλεις, έπρεπε να κάνουν κάποια δουλειά προκειμένου να επιζήσουν. Αρχικά ήταν εργάτες της οικοδομής που ήταν σε άνθηση και στην συνέχεια κάποιοι εξελίχθηκαν και έκαναν τις δικές τους δουλειές, έγιναν δηλαδή εργολάβοι καλουπατζήδες, μαρμαράδες, σοβατζήδες, μπογιατζήδες, σιδεράδες και άλλοι στράφηκαν σε άλλα επαγγέλματα όπως καφενεία, οπωροπωλεία, καθαριστήρια κλπ.
Ο Κώστας Συλάιδος (του Κουφόγιαννη, Μαδούρης) από τα νιάτα του ήταν εργατικός και είχε κάνει καλή προκοπή. Όταν επέστρεψε από το «ταξίδι αναψυχής» που όλοι γνωρίζουμε, ασχολήθηκε με υπαίθριο ανθοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας.
Γνώριζε ελάχιστα για το επάγγελμα, τις «πηγές» και τους τρόπους προμήθειας και την αγορά των ανθέων αλλά αποφάσισε να «πέσει στα βαθιά».
Συμμετείχε σε διαγωνισμό του δήμου Αθηναίων για την συγκεκριμένη θέση καταβάλλοντας 122.000 χιλιάδες δραχμές τον μήνα και ως εγγύηση έβαλε υποθήκη το σπίτι της κόρης του. Ήταν πολλά τα χρήματα για την περίοδο του 1990.
Πως ο Κώστας από τα κρίνα, το αγιόκλημα και τις σπέντζες, την βελανιδιά, τον κισσό, και τα βάγια που χρησιμοποιούσε στα στρώματα και τα μαξιλάρια, βρέθηκε ανθοπώλης στην Αθήνα; Είναι ανεξήγητο που και τον ίδιο αν ρωτήσεις, χαμογελάει με ικανοποίηση.
Όλα όμως πήγαν «κατ’ ευχήν» και ο Κώστας έβγαζε αρκετά χρήματα δουλεύοντας καθημερινά από τα «άγρια» χαράματα ως αργά το βράδυ μέχρι να πουλήσει όλο το εμπόρευμα και την άλλη μέρα, «φτου και από την αρχή». Κάθε Αύγουστο το έκλεινε και κατέβαινε «φορτωμένος…» στο χωριό μας.
Είχε φαντασία και δημιουργικότητα και δεν άργησε να αποκτήσει πολλές γνώσεις για τα άνθη και τους συνδυασμούς τους, επιδεξιότητα και αισθητική. Πάνω από όλα όμως ήταν η αγάπη για τα λουλούδια και τα φυτά αλλά και η εξάσκηση να φτιάχνει ανθοδέσμες.
Δημιουργούσε συνθέσεις, ανάλογα με την κοινωνική ανάγκη που έπρεπε να καλύψει ή τις απαιτήσεις των πελατών, συμβουλεύοντάς τους για το ποιο προϊόν θα δώσει την καλύτερη λύση.
Δούλευε πολλές ώρες κυρίως στις γιορτές αγίων, επετείων, στην γιορτή της μητέρας, της γυναίκας με αποκορύφωμα αυτή των ερωτευμένων, στις 14 Φλεβάρη. Εκεί οι εισπράξεις απογειώνονταν.
Ο Κώστας έφτιαχνε συνθέσεις με τριαντάφυλλα και μπουκέτα από φρέσκα λουλούδια που θα τον ζήλευε και ο καλύτερος επαγγελματίας. Παράλληλα «έκοβε» τον πελάτη και ύστερα αποφάσιζε την τιμή που θα τα δώσει. Αδυναμία του ήταν οι κυρίες που τις πείραζε ευγενικά με το πηγαίο χιούμορ του. Είχα διαπιστώσει πολλές φορές να πουλάει τριαντάφυλλο με λίγη πρασινάδα 1.000 δραχμές ενώ κόστιζε λιγότερο από τριάντα.
Στο υπαίθριο μαγαζί του, στο 9 της 3ης Σεπτεμβρίου, περνούσαμε πολλές ώρες καθότι η παρέα του ήταν εξαίσια. Ήταν αμοιβαία η αγάπη καθότι και ο ίδιος μας επισκεπτόταν συχνά στα καταστήματά μας στην Σαλαμίνα. Έχουμε τόσες καταγραφές και βίντεο μαζί του που δεν χωράνε εδώ ούτε σε βιβλίο.
Η ζωή για τον Κώστα δεν «είναι παίξε γέλασε», την πήρε σοβαρά, τόσο μα τόσο σοβαρά που να φυτέψει, ελιές ακόμα στα ογδόντα του.
«Όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά του.
Μα έτσι, γιατί το θάνατο δε τον πιστεύει.
Όσο κι αν φοβάται…
Μα έτσι, γιατί η ζωή θε να βαραίνει πιότερο στη ζυγαριά».
Οι τελευταίοι στοίχοι είναι προσαρμοσμένοι από το ποίημα: «Για την ζωή», του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ που αλιεύσαμε από το προφίλ της φίλης, Δήμητρας Β. Αγγελοπούλου.
Την εφημερίδα την πήραμε με δυσκολία πριν πολλά - πολλά χρόνια από την τσέπη του Κώστα που ο ίδιος όμως δεν επιζητούσε καμιά δημοσιότητα.
«ΠΑΓΚΟΙ ΑΠΟ ΧΡΥΣΑΦΙ», επισημαίνει εφημερίδα Απογευματινή την Μ. Τρίτη 26 Απριλίου 1994 σε ρεπορτάζ του Δημ. Κουφοκώστα και φωτογραφίες του Στ. Σιαφάκα. Πληρωμένοι με «χρυσάφι» είναι οι περισσότεροι από τους πάγκους των μικροπωλητών που βρίσκονται στα κεντρικά σημεία της Αθήνας. Για να εξασφαλίσουν έναν προνομιακό στέκι οι μικροπωλητές πληρώνουν ενοίκια στον δήμο Αθηναίων που ξεκινούν από 30.000 δραχμές τον μήνα και φτάνουν ως το 1.400.000 δραχμές τον μήνα…
Αφιέρωμα στην γιορτή του...