ΣΑΝ ΑΥΡΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗ 17 ΙΟΥΝΙΟΥ 1821 ΕΓΙΝΕ Η ΜΑΧΗ ΣΤΟΥ ΚΑΤΣΑΡΟΥ ΑΝΤΡΩΝΙΟΥ ΗΛΕΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ 1500 ΛΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ 12 ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΝΝΙΑ
Να ιδούμε αυτοί οι «μπαγάσηδες» από τον Δήμο Αρχαίας Ολυμπίας, με το βαρύτερο όνομα στον κόσμο όπου ανήκει ο τόπος, θα φιλοτιμηθούν να πάνε να καταθέσουν τουλάχιστον ένα στεφάνι προς τιμήν στην μνήμη των ηρώων, που έδωσαν το αίμα τους, για την ελευθερία της πατρίδας μας;
Μόνον ο πρώην δήμαρχος Λασιώνος κ. Βασίλης Παπαντώνης, σε συνεργασία με τον σύλλογο Ωλονό, αισθανόμενοι την Εθνική Υπερηφάνεια, επανειλημμένα διοργάνωσαν εκδηλώσεις ιστορικής Μνήμης. Μετά την οριστική αποχώρηση του κ. Παπαντώνη δεν ίδρωσε το αυτί του κ. Κοτζιά, που επί δύο θητείες χρημάτισε δήμαρχος Αρχαίας Ολυμπίας. Ελπίζω, πάντα με επιφύλαξη, ότι αύριο ο δήμαρχος κ. Γεωργιόπουλος και το επιτελείο του, θα χαραμίσουν λίγο από τον «πολύτιμο χρόνο τους», να τιμήσουν, έστω απλά αυτούς, αυτούς τους αφανείς ήρωες που ηθελημένα για πολλούς λόγους, απέκρυψε η ιστορία μας;
Εκτός αν επιφυλάσσονται λόγω της πανδημίας διότι το στεφάνι μπορεί να είναι μολυσμένο με τον κορονοϊοό….
Οψόμεθα…!
Ο βουλευτής Αρκαδίας Ρεβελιώτης μιλώντας στην Βουλή την 21ην Μαρτίου 1875, (Βλ. Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής (21 Μαρτίου 1875, σελ. 8), αναφέρεται στον Γεώργιο Γιαννιά τον οποίο αποκαλεί νεώτερο Λεωνίδα. Την μάχη ο Ρεβελιώτης, την τοποθετεί στα ριζοβούνια του Ωλενού, στην θέση Κατσαρού του δ./δ. Ανδρωνίου του πρώην δήμου Λασιώνος και σήμερα Αρχαίας Ολυμπίας.
«….και ιδίως εις την Πελοπόννησον, πρώτη μάχη εγένετο, κύριοι, εις την Ηλείαν εις τα πρόρριζα του Ολωνού, θα σας φέρω ένα παράδειγμα:
Ένας Γεώργιος Γιαννιάς, τον οποίον δεν τον αναφέρει ούτε η Ιστορία, τα οποία ενθυμούμαι εγώ, σας είπον ότι ήμουν δεκαοκταετής εις την Επανάστασιν, επήγαν 1.500 (χίλιοι πεντακόσιοι) Λαλαίοι, το άνθος του εν Πελοποννήσω Τουρκικού στρατού, αυτός ήτο με 12 (δώδεκα), το είδε ότι θα τον σκοτώσουν, είπε θα αποθάνω δια την πατρίδα, και εστάθη, εφόνευσε και εφονεύθη, αλλά εφόνευσε…. Ο πόλεμος αυτός ετρόμαξε την Τουρκίαν, ο πόλεμος αυτός ενεθάρρυνεν όλους τους Έλληνας...».
Ξαναδημοσιεύω το τραγούδι του Γιώργη Γιαννιά και των παλικαριών του, που πολέμησαν ηρωικά στα στενά των πηγών Κατσαρού και στον Άγιο Δημήτρη…!
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΝΝΙΑ
Σ’ ούλο τον κόσμο ξαστεριά, σ’ ούλο τον κόσμο ήλιος,
Ο τραγουδοποιός μας, θέλοντας να κάνει κάποια εισαγωγή, μας αναφέρει τα καιρικά φαινόμενα που επικρατούσαν την συγκεκριμένη ημέρα 17 Μαΐου 1821, που διεξήχθη η μάχη. Η αναφερόμενη ημέρα φαίνεται να ήταν καλοκαιριάτικη όπου φαίνεται να επικρατούσε ξαστεριά και ζέστη.
στα ριζοβούνια του Ωλενού η καταχνιά κι αντάρα.
Ενώ επικρατούσαν άριστα για την εποχή καιρικά φαινόμενα, στις παρυφές του όρους Ερυμάνθου (Ωλενού), προς την πλευρά της Κάπελης και στο συγκεκριμένο σημείο θέση Κατζαρού, μάλλον δεν επικρατούσε το ίδιο.
Ο τραγουδοποιός, θέλει μ’ αυτόν το στίχο, να μας παρουσιάσει μια εικόνα της μάχης, δηλαδή τι επικρατούσε στον εν λόγω χώρο κατά την διεξαγωγή της. Η καταχνιά ίσως να προέρχονταν από τους καπνούς της εκπυρσοκρότησης των όπλων και ίσως οι τούρκοι να είχαν ανάψει φωτιές περιμετρικά από τους αποκλεισμένους με σκοπό να τους εξαναγκάσουν να παραδοθούν κάτω από την επήρεια του καπνού, ή και να τους εμποδίσουν ν’ αποδράσουν από το συγκεκριμένο σημείο αποκλεισμού. Συνήθης τακτική της εποχής εκείνης δι’ αποκλεισμένους και ιδίως των Τούρκων. (…ρίξαν φωτιά μεσ’ στο ληνό, κουβάρια θειαφοκέρι, πιάσαν οι κληματόβεργες, κι’ ο Γιάννης τραγουδάει…). Αναφέρεται στον ληνό της Μονής Αιμιαλών Δημητσάνας, όπου τον Φεβρουάριο του 1806 αποκλείσθηκαν και σκοτώθηκαν Κολοκοτρωναίοι.
Κάνε στοιχειά παλεύουνε, κάνε γκρεμοί κρεμνιούνται;
Ο τραγουδοποιός θέλοντας να μας γνωστοποιήσει την σοβαρότητα της μάχης και την σκληρή αναμέτρηση που επακολούθησε, αποπειράται να μας παρουσιάσει την μάχη ως τιτανομαχία ή γιγαντομαχία. Αναρωτιέται τι άραγε να συμβαίνει και προσπαθεί να συνδέσει το επεισόδιο με κάποιο έντονο φυσικό φαινόμενο.
Μήτε στοιχειά παλεύουνε, μήτε γκρεμοί κρεμνιούνται.
Σ’ αυτό εδώ το σημείο, αποκλείει την αναμέτρηση των στοιχειών, αλλά και τα έντονα φυσικά φαινόμενα και κάνει μια προσπάθεια να μας γνωστοποιήσει το κλίμα της μεγάλης πολεμικής αναμέτρησης.
Κάτου στη μάνα του νερού, στου Κατζαρού το μνήμα
τρανό σεφέρι γίνεται, και συντυχιά κρατιέται.
Εδώ αρχίζει να μας δίνει τα πρώτα και ακριβή στοιχεία στον τόπο που διεξήχθη η μάχη. Γίνεται η πρώτη αναφορά για τις πηγές, όπου υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Για του Κατζαρού το μνήμα που αναφέρεται, δεν έχουμε καμιά άλλη πληροφορία ν’ αναφέρει μνήμα. Επίσης αναφέρει ότι γίνεται μια μεγάλη μάχη (σεφέρι) και κρατιέται για ώρες αυτή η πολεμική συνάντηση (συντυχιά).
Τον μαύρο Γιώργη κλείσανε, οι άπιστοι Λαλαίοι.
Απ’ αυτόν το στίχο αρχίζει να δίνει τις πρώτες ειδήσεις για τον αποκλεισμό του Γιαννιά. Ο τραγουδοποιός συνειδητοποιεί ποιο θα είναι το τέλος μιας άνισης μάχης, και αποκαλεί τον Γιώργη μαύρο, ίσως να γνώριζε για την περίσσια παλικαριά που διέκρινε τον καπετάνιο, αλλά και την τελική κατάληξη της μάχης.
Δεν ήταν τόσο λιγοστοί, μόν’ χίλιοι πεντακόσιοι
Από εδώ αρχίζει ν’ αναφέρεται στην διεξαγωγή της μάχης και μας δίνει αριθμητικά στοιχεία για τις δυνάμεις των αντιμαχομένων. Συγκεκριμένα σ’ αυτό τον στίχο, μας αναφέρει την δύναμη των Λαλαίων Τουρκαλβανών, όπου και κατά τους ιστορικούς, αναφέρεται ότι η δύναμη των κυμαίνονταν από πεντακόσιοι έως χίλιοι πεντακόσιοι άνδρες.
κι ο Ντεληγιώργης μοναχός με δώδεκα νομάτους.
Ενώ εδώ το έτερο στρατόπεδο των αντιμαχομένων, δηλαδή του Γιώργη Γιαννιά απαριθμούσε μόνον δώδεκα νομάτους. Με την προσωνυμία Ντελής = σκληρός, μας δίνει μια πρώτη είδηση για την πολεμική προσωπικότητα του νεαρού οπλαρχηγού.
Ντερβίς αράπης φώναξε από το μετερίζι:
- Έβγα, Γιώργη, προσκύνησε και ρίξε τ’ άρματά σου,
να σου χαρίσω τη ζωή και βλάμη να σε κάνω.
Πριν από κάθε μάχη, συνήθως κάποιος εκ των Τούρκων εδώ Τουρκολαλαίων, σύμφωνα με την πάγια τακτική τους, και ιδίως αυτός που είχε το γενικό πρόσταγμα ανέβηκε σε κάποιο ύψωμα, πιο ξέμακρα από απόσταση βολής, και κάλεσε τον αποκλεισμένο Γιαννιά να διαπραγματευτούν, θέτοντας δικούς του όρους παράδοσης. Ταυτοχρόνως από αυτούς τους στίχους μας γίνεται γνωστόν, ότι διαπραγματευτής ήταν ο περιβόητος μπουλούκμπασης Ντερβίς Αράπης.
Οι Λαλαίοι, κατά την έναρξη της επανάστασης, έχοντας πλήρη γνώση για την σοβαρότητα της κατάστασης, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να διαπραγματεύονται με τους αντιπάλους των, ώστε να μην έχουν απώλειες σε έμψυχο αλλά και άψυχο υλικό, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους επαναστάτες. Και γι’ αυτό το λόγο τον κάλεσαν να διαπραγματευθούν και ν’ αντλήσουν πληροφορίες, προτού αναμετρηθούν και μετρήσουν απώλειες.
- Τι με περνάς, μπουλούκμπαση, να βγω να προσκυνήσω;
Τίγαρις είμαι νιόνυφη, και εσύ η πεθερά μου,
να προσκυνήσω την ποδιά, να σου φιλιώ τα χέρια;
Ο Γιαννιάς γνωρίζοντας την σκληρή πραγματικότητα, υψώνει το ανάστημά του και στέκεται όρθιος στην περίσταση και στη συμφορά που επέρχεται γι’ αυτόν και τα παλικάρια του, συγχρόνως προβάλλει το προφίλ του και στην συνέχεια αρνιέται τις παροχές και τα ταξίματα του Ντερβίς Αράπη, που έφερε τον βαθμό του μπουλούκμπαση.
Από αυτή την λαογραφική ενότητα, γνωρίζουμε ήθη και έθιμα του γάμου. Σύμφωνα με το έθιμο εκείνη την εποχή μαθαίνουμε ότι η νεαρή νύφη όταν για πρώτη φορά περνούσε το κατώφλι της πεθεράς της, την προσκυνούσε και της φιλούσε τα χέρια και την ποδιά, έτσι έπαιρνε την ευχή της πεθεράς, αλλά «ασπαζότανε» και τα χούκια της. Το προσκύνημα έκφραζε την απόλυτη εμπιστοσύνη και υπακοή στο πρόσωπό της, τα χέρια αντιπροσώπευαν τις εργασίες, μεταξύ αυτών κέντημα, αργαλειός, μαγειρική, νοικοκυροσύνη κ.λπ. ενώ η ποδιά αντιπροσώπευε την οικονομική δραστηριότητα. Καθώς προσκυνούσε η νύφη οι παρευρισκόμενες γυναίκες με το προσκύνημα έλεγαν προς την νύφη: «Να μοιάσεις της πεθεράς σου να είσαι πάντα άξια, χρυσοχέρα, νοικοκυρά, καλόγνωμη και γλυκομίλητη».
Εγώ είμαι ο Γιώργης του Γιαννιά, του πρώτου καπετάνιου,
και θα βαστήξω, πόλεμο και δυο και τρεις ημέρες,
ώστε να ’ρθει μεντάτι μου και μένα η συντροφιά μου.
Ο αποκλεισμένος καπετάνιος κάνει γνωστή την ταυτότητα του και στην συνέχεια θέλοντας να τρομοκρατήσει τους εχθρούς, προσπαθεί να εξυψώσει το ηθικό των παλικαριών του και ανακοινώνει ότι έχει την δυνατότητα να κρατήσει την μάχη μέχρι να φθάσει η αναμενόμενη βοήθεια, ή και να τους καθυστερήσει ώσπου να νυχτώσει, με την προϋπόθεση να μπορέσει να ξεφύγει από τον κλοιό.
Η τακτική αυτή σύμφωνα με τους ιστορικούς επέφερε μεγάλη ζημιά στο Λαλαίϊκο στράτευμα. Οι επιτιθέμενοι βιάστηκαν να τον ξεμπερδέψουν, πριν έλθει «η αναμενόμενη βοήθεια» και πριν νυχτώσει πραγματοποίησαν σφοδρότατες απανωτές επιθέσεις (γιουρούσια), όπου έχασαν πολλούς άνδρες και σπατάλησαν αρκετά πολεμοφόδια.
Οι ιστορικοί μελετητές αναφέρουν ότι στην μάχη αυτή σκοτώθηκαν περίπου εκατό Τούρκοι, ξέχωρα πόσοι λαβώθηκαν και τεθήκαν εκτός μάχης και πόσοι πέθαναν αργότερα, διότι οι Τούρκοι, μετά την έναρξη της επανάστασης, απεχώρησαν οι Έλληνες γιατροί των και ακόμη δεν είχαν τις ανάλογες υγειονομικές υπηρεσίες.
Μακρηπανάγος φώναζε από ψηλή ραχούλα.
- Βάστα, Γιώργη, τον πόλεμο, βάστα και το ντουφέκι
κ’ εγώ μεντάτι έρχομαι με δυο, με τρεις χιλιάδες.
Ο θείος του Γιώργη Γιαννιά, Μακραγγελόπουλος Πανάγος κλεφτοκαπετάνιος από την Νουσά, κατά πάσα πιθανότητα θέλησε να βοηθήσει τον ανιψιό του. Γι’ αυτό τον λόγο προσέγγισε σ’ ένα από τα γύρω υψώματα σε απόσταση ασφαλείας από τα τουρκικά στρατεύματα δια λόγους άμυνας και διαφυγής. Λόγω του κακοτράχαλου εδάφους το ιππικό των Λαλαίων ήταν αδύνατον να τον καταδιώξει, αλλά ούτε οι Λαλαίοι θα σπαταλούσαν χρόνο και στρατό να τους κυνηγήσουν. Ο απώτερος σκοπός τους ήταν ο Γιώργης Γιαννιάς και τώρα που τον είχαν αποκλείσει δεν ήθελαν για κανένα λόγο να τον χάσουν.
Ο Μακρηπανάγος πλησίασε καλώντας τον ανιψιό του, να κρατήσει τις θέσεις του διαμηνύοντας ότι καταφθάνει βοήθεια, με σκοπό να εξυψώσει το ηθικό του Γιαννιά, ή να τρομοκρατήσει τους τούρκους, ή ίσως και να περίμενε κάποια βοήθεια, «αναμενόμενη» από τους καπεταναίους της ευρύτερης περιοχής.
- Τι να βαστάξω θείε μου, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως καμιά κυβέρνα;
Η απάντηση του Γιαννιά καθώς ήταν αναμενόμενη, διαμήνυσε όμως ότι είναι αδύνατον να κρατήσει άμυνα δίχως εφόδια, ταυτοχρόνως είχε ήδη καταλάβει την προδοσία και την πλεκτάνη που του έπαιξαν οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί του Ωλενού και της Κάπελης. Η απάντηση τρεις μέρες και τρεις νύχτες ίσως να περίμεναν βοήθεια από μακριά. Επειδή οι επιτιθέμενοι δεν ήθελαν ν’ αποδυναμώσουν το στράτευμα, τους κρατούσαν αποκλεισμένους μέχρι ώσπου να ξεμείνουν από πυρομαχικά.
Τα λόγια, «δίχως καμιά κυβέρνα», προσδιορίζουν την σκληρή πραγματικότητα που επικρατούσε στα στρατόπεδα του Ωλενού όσον αφορά την καθοδηγούμενη διοίκηση και στην συνέχεια την μεγάλη προδοσία που διαπράχθηκε σε βάρος του νεαρού κλεφτοκαπετάνιου και των παλικαριών του. Αυτό είναι ένα παρθένο κεφάλαιο και νομίζω ότι χρειάζεται μια μεγάλη εργασία και συζήτηση για τα τεκταινόμενα εν Ηλεία, εκείνη την πολυταραγμένη και θολή εποχή.
Τρία γιουρούσια κάνανε οι Τούρκοι απ’ τα ταμπούρια,
Εφόσον οι διαπραγματεύσεις περί παράδοσης των εγκλωβισμένων δεν απέδωσαν, οι τούρκοι φοβούμενοι την επερχόμενη νύκτα αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν απανωτές επιθέσεις τα λεγόμενα γιουρούσια για να δώσουν τέλος στην μάχη. Βγήκαν από τα ταμπούρια τους και πραγματοποίησαν τρεις σφοδρές και απανωτές επιθέσεις προς τους αμυνόμενους. Καθώς ήταν αναμενόμενο οι εγκλωβισμένοι δεν είχαν καμιά ελπίδα σωτηρίας.
μια μπαταριά του δώσανε ανάμεσα στα στήθη.
Ο Γιαννιάς δέχθηκε μια ομοβροντία από τους επιτιθέμενους. Μετά από λίγη ώρα όλοι τους κείτονταν νεκροί στο πεδίο της μάχης. Λέγεται ότι ο Γιαννιάς, καθώς του τελείωσαν τα βόλια, βγήκε από το ταμπούρι του ν’ αρπάξει βόλια από σκοτωμένους Λαλαίους, που κείτονταν νεκροί λίγα μέτρα μπροστά από το ταμπούρι του, εκεί δέχθηκε τις μπαταριές όπου σήμανε και το τέλος του.
Τα χείλια του αίμα γιόμισαν κι’ η μύτη του φαρμάκι
κι’ η γλώσσα του κελάηδαγε σαν το χελιδονάκι.
Ανάθεμά σε Χασάν Φιδά, βρέ άπιστε μουρτάτη,
που ’ξόμεινα από ζαερέ, και μου ’σπασε η σπάθη.
Ξεψυχώντας ο Γιαννιάς, καταριόταν την ώρα που ξέμεινε από βόλια. Συνάμα ο τραγουδοποιός μας δίνει και την είδηση ότι ο Γιαννιάς όταν του τέλειωσαν τα βόλια έβγαλε το σπαθί του και πολεμούσε μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός του. Ακόμη μας γνωστοποιεί, ότι το γιαταγάνι του έσπασε στην ώρα της διεξαγωγής της μάχης σώμα με σώμα. Εδώ ο τραγουδοποιός ίσως να δανείσθηκε τους δυο πρώτους στίχους από το τραγούδι του Καλαμπαλίκη από τον Ζεμενό, (…Το στόμα του αίμα γιόμισε, τα’χείλι του φαρμάκι...).
Πάρε μου το κεφάλι μου, και ρίχτο στα σκυλιά σου
μον’ η ψυχή μου δεν μπορεί, να ’ρθει με τα νερά σου.
Φαίνεται ότι όταν κόπασε η μάχη, ο Γιαννιάς θα πρέπει να ήταν ακόμα ζωντανός. Ο τραγουδοποιός δίνει έμφαση σ’ αυτή την χρονική στιγμή, με μια ιδιαίτερη αναφορά στα τελευταία λόγια του καπετάνιου προς τον αντίπαλό του, με αυτά τα υπέροχα και θαυμάσια λόγια, διαμηνύει στον αρχηγό των εχθρών ότι «το σώμα του μπορούν να το κάνουν ότι θέλουν, όμως την ψυχή του δεν την ορίζουν». Εδώ θαυμάζουμε όλο το μεγαλείο της ελληνικής φυλής και της ντόπιας υπερηφάνειας.
Μακρηπανάγος έκλαιγε σαν το μικρό παιδάκι
και μια γραφούλα έγραψε μ’ αίμα και φαρμάκι.
Ο Μακρηπανάγος παρατηρώντας την έκβαση της μάχης έκλαψε και πόνεσε για την τραγική κατάληξη του ανιψιού του και των παλικαριών του.
Μετά από αυτό το σοκ πλημμυρισμένος από πόνο αγανάκτηση απέστειλε, όπως συνηθίζονταν, μαντατοφόρους στις οικογένειες των θυμάτων για να τους αναγγείλει το μεγάλο κακό.
- Ποιος είναι άξιος και γρήγορος να πάει στην Προστοβίτσα,
Από αυτόν τον στίχο παίρνουμε ακόμη μια είδηση, ότι οι οπλαρχηγοί χρησιμοποιούσαν ή είχαν στρατολογήσει υπό τις διαταγές των ταχυδρόμους (μαντατοφόρους), ανθρώπους γρήγορους, άξιους, έμπιστους και παλικαράδες.
να πάει να πει της Γιώργαινας, της μικροπαντρεμένης,
που ’ταν μια καπετάνισσα στο κόσμο παινεμένη.
Εδώ συμπεραίνουμε ότι ο τραγουδοποιός ίσως να έχει δανεισθεί μερικούς στίχους από το περιβόητο τραγούδι του κλεφτοκαπετάνιου του Ωλενού Μήτρου. (…Να πάει να ειπεί της Μήτραινας της μικροπαντρεμένης….). όμως αυτό δεν μειώνει την αξία του τραγουδιού.
Η αναφορά για την καπετάνισσα γυναίκα του Γιαννιά που ζούσε στην γενέτειρά του την Προστοβίτσα, μας δίνει την είδηση ότι ο Γιώργης ήταν παντρεμένος, και μάλιστα ότι είχε παντρευτεί κάποια μικρή στα χρόνια κοπέλα. Το προσωνύμιο παινεμένη ίσως θέλει να μας κάνει γνωστό ότι και αυτή θα ήταν αντάξια του ανδρός της. Κατά πληροφορίες αναφέρεται ότι η γυναίκα του λεγόταν στο επώνυμο Ραβάνα, (σημ. σήμερα υπάρχει οικογένεια με το όνομα Ραβάνη- Ραβαναίοι).
Ακόμη το όνομα Γιώργαινας, ήταν ένα προσωνύμιο που επικρατούσε και αναφέρονταν προς όλες τις παντρεμένες γυναίκες. Τις παντρεμένες γυναίκες συνήθως τις καλούσαν με του ανδρός τους (π.χ. του Γιώργου την γυναίκα- Γιώργαινα, του Μήτρου- Μήτραινα, του Νίκου- Νικολάκαινα κ.ο.κ.)
Να μην αλλάξει τη Λαμπρή, φλωριά να μην κρεμάσει,
τον Γιώργη τον σκοτώσανε, στης εκκλησιάς τη ράχη.
Εδώ μπορούμε να κάνουμε μια μικρή λαογραφική προσέγγιση και να γνωρίσουμε τα ήθη και τα έθιμα που επικρατούσαν εκείνη την εποχή όσον αφορά τον πρόωρο θάνατο. Οι εκάστοτε πενθούντες δεν συμμετείχαν στην ακολουθία της Ανάστασης, ενώ γενικά οι γυναίκες των πενθούντων φορούσαν μαύρα ρούχα, δεν στολίζονταν κατά τις επίσημες γιορτές, δεν συμμετείχαν διάφορα μυστήρια χαράς αλλά και στα πανηγύρια. Επίσης μας γίνεται γνωστό ότι οι γυναίκες κατά τις γιορτές στόλιζαν τις επίσημες φορεσιές τους και τα μαντήλια τους μ’ αρκετά χρυσαφικά και φλουριά, κυρίως για εντυπωσιασμό.
Ακόμη μας δίνει μια είδηση, ότι ο Γιώργης σκοτώθηκε πολεμώντας στο ύψωμα, ίσως γύρω από τον περίβολο του ναού, του Αγίου Δημητρίου. Επομένως μας δίνει ακόμη μια είδηση, ότι ο ναΐσκος υπήρχε από τότε στο συγκεκριμένο σημείο.
Να βγει στο παρεθύρι της, τους φίλους της να κράξει,
τους φίλους και τους συγγενείς, τον Γιώργη της να κλάψει.
Μετά από μια επίσκεψη που πραγματοποιήσαμε στην Προστοβίτσα (σημ. Δροσιά Τριταίας) μαζί με τον κ. Κώστα Παπαντωνόπουλο, εντοπίσαμε την οικία των Γιαννιάδων η οποία βρίσκεται βορειοανατολικά στην άκρη του χωριού σε πανοραμικό σημείο, όπου κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε και σαν καραούλι.
Μετά από τέτοια κακά και συμφορές, συνήθως οι γυναίκες κωρονυχιάζονταν φωνάζοντας και μοιρολογώντας. Ακόμη γνωρίζουμε ότι στην συμφορά συμμετείχαν όλοι οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γνωστοί και οι συγχωριανοί.
Για δέστε φίλοι μου καλοί, φίλοι παλικαράδες
πώς πολεμάνε τα θεριά, το πώς πεθαίνουν οι Γιαννιάδες.
Τέλος ο τραγουδοποιός ως επίλογο του τραγουδιού αίρει την περίσσια αντρειοσύνη, αλλά και τον ηρωικό θάνατο της οικογένειας των Γιαννιάδων.
Ο Γιαννιάς και τα παλικάρια του κράτησαν το ύψωμα του Αγίου Δημητρίου αρκετές ώρες και πολέμησαν σαν λιοντάρια, αν και ήξεραν ότι στο τέλος θα σκοτωθούν, όμως αντιστάθηκαν μέχρι τέλους. Έχασαν την μάχη, αλλά κέρδισαν τον πόλεμο. Οι Λαλαίοι έχοντας υπερδιπλάσιες δυνάμεις είχαν και τις ανάλογες απώλειες και μετά από αυτή την μάχη ήλθαν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα και κατάλαβαν τι τους περίμενε, διότι ήξεραν ότι οι Έλληνες είχαν αποφασίσει να πολεμήσουν και να δώσουν την ζωή τους, για τον τόπο τους και τα ιδανικά τους.
Εδώ παραθέτω όλο το τραγούδι:
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΝΝΙΑ
Σ’ ούλο τον κόσμο ξαστεριά, σ’ ούλο τον κόσμο ήλιος,
στα ριζοβούνια του Ωλενού η καταχνιά κι αντάρα.
Κάνε στοιχειά παλεύουνε, κάνε γκρεμοί κρεμνιούνται;
Μήτε στοιχειά παλεύουνε, μήτε γκρεμοί κρεμνιούνται.
Κάτου στη μάνα του νερού, στου Κατζαρού το μνήμα
τρανό σεφέρι γίνεται, και συντυχιά κρατιέται.
Τον μαύρο Γιώργη κλείσανε, οι άπιστοι Λαλαίοι.
Δεν ήταν τόσο λιγοστοί, μόν’ χίλιοι πεντακόσιοι
κι ο Ντεληγιώργης μοναχός με δώδεκα νομάτους.
Ντερβίς αράπης φώναξε από το μετερίζι:
- Έβγα, Γιώργη, προσκύνησε και ρίξε τ’ άρματά σου,
να σου χαρίσω τη ζωή και βλάμη να σε κάνω.
- Τι με περνάς, μπουλούκμπαση, να βγω να προσκυνήσω;
μηγάρις είμαι νιόνυφη, και εσύ η πεθερά μου,
να προσκυνήσω την ποδιά, να σου φιλιώ τα χέρια;
Εγώ είμαι ο Γιώργης του Γιαννιά, του πρώτου καπετάνιου,
και θα βαστήξω, πόλεμο και δυο και τρεις ημέρες,
ώστε να ’ρθει μεντάτι μου και μένα η συντροφιά μου.
Μακρηπανάγος φώναζε από ψηλή ραχούλα.
- Βάστα Γιώργη τον πόλεμο, βάστα και το ντουφέκι
κ’ εγώ μεντάτι έρχομαι με δυο, με τρεις χιλιάδες.
- Τι να βαστάξω θείε μου, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως καμιά κυβέρνα;
Τρία γιουρούσια κάνανε οι Τούρκοι απ’ τα ταμπούρια,
τα δυο ήτανε μια φωτιά, το τρίτο ήταν φαρμάκι
μια μπαταριά του δώσανε ανάμεσα στα στήθη.
Τα χείλια του αίμα γιόμισαν κι’ η μύτη του φαρμάκι
κι’ η γλώσσα του κελάηδαγε σαν το χελιδονάκι.
Ανάθεμά σε Χασάν Φιδά, βρέ άπιστε μουρτάτη,
που ’ξόμεινα από ζαερέ, και μου ’σπασε η σπάθη.
Πάρε μου το κεφάλι μου, και ρίχτο στα σκυλιά σου
μον’ η ψυχή μου δεν μπορεί, να ’ρθει με τα νερά σου.
Μακρηπανάγος έκλαιγε σαν το μικρό παιδάκι
και μια γραφούλα έγραψε μ’ αίμα και φαρμάκι.
- Ποιος είναι άξιος και γρήγορος να πάει στην Μπροστοβίτσα,
να πάει να πει της Γιώργαινας, της μικροπαντρεμένης,
που ’ταν μια καπετάνισσα στο κόσμο παινεμένη.
Να μην αλλάξει τη Λαμπρή, φλωριά να μην κρεμάσει,
τον Γιώργη τον σκοτώσανε, στης εκκλησιάς τη ράχη.
Να βγει στο παρεθύρι της, τους φίλους της να κράξει
τους φίλους και τους συγγενείς, τον Γιώργη της να κλάψει.
Για δέστε φίλοι μου καλοί, φίλοι παλικαράδες
πώς πολεμάνε τα θεριά, το πώς πεθαίνουν οι Γιαννιάδες.
Ηλίας Τουτούνης