ΑΛΗ ΦΑΡΜΑΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΥΑΔΙΚΟ ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ
Αλή Φαρμάκης (ο Λαλιώτης). Περίφημος Τουρκαλβανός, αγάς του Λάλα, πάμπλουτος και πανίσχυρος. Ήταν παιδί του Αλή – Αγά, αρχηγού των αγάδων του Λάλα, προ του 1800 και είχε μητέρα από την ξακουστή για την εποχή εκείνη οικογένεια Αμπού Ταλάμ, συγγένεια της Τουρκικής αυτοκρατορικής οικογένειας. Ήταν αδερφός του Αλή, Σεΐντ, Βεηζούλ και Ιμπραήμ αγάδων του Λάλα, Γαστούνης και Πύργου. Είχε δε γαμπρό τον φοβερό Αλή Τσεκούρα που τρομοκρατούσε όλο τον Μοριά, όπου ήταν ιδιοκτήτης τσιφλικιών και δεκατιστής των προσόδων. Περιστοιχιζόταν από 200 έως 300 Λαλαίους Τούρκους στρατιώτες. Η παράδοση λέει ότι είχε βρει ένα μεγάλο Ενετικό θησαυρό στο Μοναστηράκι της Γορτυνίας. Μεγάλος γαιοκτήμονας με πολλές προσοδοφόρους εκτάσεις και πολλά αιγοπρόβατα, βόδια και άλογα, λιβάδια, μύλους και με μεγαλοπρεπή ανάκτορα πλησίον των σαραγιών των αδελφών του Αλή, Σεΐντ και Βεηζούλ Αγάδων, περίφημα για τον πλούτο, την χλιδή και πολυτέλεια, υπερμεγέθη και ισχυρότατα.
1. ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΤΡΗ
Το λεν οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στους κάμπους
το λέει και μια Νταριώτισσα στου Χελωνά τη ράχη:
– Κατρή, καλά σου λέγανε οι φίλοι οι δικοί σου
τι χάλευες, τι γύρευες στην έρμη τη Βυτίνα;
– Με γέλασε η γυναίκα μου να πα' στους ιδικούς μου
και 'κει μου είχαν προδοσιά γέροντες Βυτινιώτες
ο γέρο-Μάρκος το σκυλί με τον Ξυλομαχαίρα
Μουλάς Γιωργάκης άπιστος κι ο σκύλος ο Φαρμάκης!
«Σε σένα Καραμουσταφά, σε σένα κυρ-Μπιλάλη
ώρα να ιδής το γράμμα μας, να λάβεις την γραφή μας
αυτού περνάει ο Κατρής, περνάει ο Βασίλης
συλλάβετε τον κερατά και κόψτ' του το κεφάλι».
Τρία καραούλια έβαλε μες στο Απάνω Χάνι.
Το 'να τηράει τον Χελωνά, τ' άλλο τ' Απάνω Ντάρα
το τρίτο το καλύτερο τηράει τους Πολέμους.
Και ο Κατρής ξανάφανε με μια ψαριά φοράδα...
– Πολλά τα έτη Μουσταφά!
– Καλώς τον, τον Βασίλη!
Βασίλη, πόθεν έρχεσαι και πόθεν πηγαίνεις;
– Από το δρόμο μ' έρχομαι, στο σπίτι μου πηγαίνω!
– Για πιάστε τον το κερατά, κόψτε του το κεφάλι!
Κι ο Γιαλελής φώναζε από τον πύργο μέσα:
«Παιδιά μη τον σκοτώνετε κι είναι προσκυνημένος
κι έχει γυναίκα κι είναι νια, παιδιά κι είναι μικρούλια!»
Κι αυτοί δεν τ' αγρικήσανε, του κόψαν το κεφάλι
και του βεζίρη το 'στειλαν να πάρουν το μπαξίσι.
(«Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1959», Αρκαδική Κλεφτουριά, άρθρο του Θάνου Βαγενά, σελ. 214)
Μοναστηράκι Αρκαδίας
2. (ΔΙΨΑΝ ΟΙ ΚΑΜΠΟΙ ΓΙΑ ΝΕΡΟ...)
Διψάν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια.
Διψάει κι ο δόλιος ο Ωλενός για τους παλιούς τους κλέφτες.
Γράφουν οι κλέφτες μια γραφή, στέλνουν στον Παναγιώτη.
– Με υγείες και χαιρετίσματα σε σένα Παναγιώτη.
Μην είδες κλέφτες πουθενά;
– Στων Καλαβρύτων τα χωριά, σ' ενού παπά το σπίτι,
εκεί σκοτώθη ένας Πασιάς, γαμπρός του Μουσταφάγα
κι ήρθανε στο ντιβάνι του και στην παρηγοριά του.
– Καλώς ορίστε, βρε παιδιά, κρεμάστε τ' άρματά σας.
Κι ακόμα ο λόγος έστεκε κι η συντυχιά κρατιέται.
Τους ήρθανε τα γράμματα από το Μουσταφάγα.
Κι απόξω λέει το απόγραμμα και μέσα λέει το γράμμα.
– Σε σένα βρε Αλή-αγά, σ' εσέ Αλή-Φαρμάκη,
τα δυο παιδιά που 'ρθαν αυτού, ο Μάζης κι ο Μπισμπίκης,
αν μου τα στείλεις ζωντανά, χίλια φλουριά σου δίνω,
κι αν στείλεις τα κεφάλια τους, στείλε και τ' άρματά τους.
(«Φιλολογική Πρωτοχρονιά» 1963, Άρθρο του Κ. Μαρίνη, σελ. 35)
.-.
3. Ο ΑΛΗ-ΦΑΡΜΑΚΗΣ
Στου Καλαβρύτου τα χωριά σ' ενού παπά το σπίτι
Εκ' εσκοτώθη ένας πασάς γαμβρός του Μουσταφάγα,
Κ' ήρθανε στο ντιβάνι του και στην παρηγοριά του.
– Καλώς ορίστε, βρε παιδιά, κρεμάστε τ' άρματά σας.
Κι ακόμα λόγος έστεκε και συντυχιά κρατιέται,
μα 'ρθανε τρία γράμματα από τον Μουσταφάγα.
– Σ' εσένα βρ' Αληάγα και Φειδά, σ' εσένα βρ' Αλή-Φαρμάκη.
Τα δυο παιδιά που 'ρθαν αυτού ο Λιάζης κι ο Μπισμπίκης
αν μου τα στείλεις ζωντανά, χίλια φλουριά σου δίνω,
κι αν στείλεις τα κεφάλια τους, στείλε και τ' άρματά τους.
(«Περισυναγωγή Γλωσσικής Ύλης και Εθίμων του Ελληνικού Λαού», Π. Παπαζαφειρόπουλου, Πάτρα 1887, σελ. 148)
Μουσταφάγας = Αγάς του Πύργου.
Αληάγας =Αρχηγός των αγάδων στου Λάλα και αδερφός του Αλή-Φαρμάκη.
Φειδάς = Χασάν Φειδάς, αγάς στο Λάλα, αιμοβόρος και διώκτης των Χριστιανών. Θεωρείται από τους σκληρότερους αγάδες της περιοχής.
Λιάζης = Λιμάζ, αγάς, στο χωριό Μοστενίτσα, (Ορεινή) του δήμου Λαμπείας.
.-.
4. Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ
Γράμματα πάνε κι έρχονται από το Μουσταφάγα,
κι απ' έξω λέει τ' απόγραμμα και μέσα λέει το γράμμα.
– Σε σε κουμπάρε Θοδωρή και μπουραζέρη Γιάννη,
τα δυο παιδιά 'που 'ρχονται αυτού, Αλέκος και Διαμαντής
αν μου τα πιάστε ζωντανά, χίλια φλωριά σας δίνω
κι αν φέρτε τα κεφάλια τους, σας δίνω πεντακόσια.
Κι ακόμα λόγος έστεκε, κι η συντυχιά κρατιέται
τα γράμματα νε διάβασαν και τα παιδιά έφτασαν:
– Καλησπέρα βοϊβόντα,
– Καλώς τα παλικάρια.
Περάστε πέρα, βρε παιδιά, κρεμάστε τ' άρματά σας,
κάτι να σας ρωτήσουμε, να μας το 'μολογήστε,
– Τι να σας πούμε, βοϊβόντα, εσάς καπεταναίοι.
Προχτές βραδύς που πίναμε, σε μια παλιοταβέρνα
στου Καλαβρύτου τα χωριά, σ' ενού παπά το σπίτι,
εκεί 'σκοτώθη ένας πασιάς, γαμπρός του Μουσταφάγα.
Κι ο βοϊβόντας τ' έδεσε, του Μουσταφά τα στέλνει.
– Λάβε κουμπάρε, τα παιδιά, λάβε τ' άρματά τους.
(«Η Λάστα και τα μνημεία της», Νικολάου Λάσκαρη, μέρος Δ΄, σελ. 314, αρ. 5, τύποις Κ. Δ. Βαρουξή, Πύργος Ηλείας 1908).
.-.
5. Ο ΑΛΗ-ΦΑΡΜΑΚΗΣ
Ο Αλή-Φαρμάκης κίνησε, στον Αλμυρό να πάει,
κι ένας παπάς απ' τα χωριά, κρυφά τον κουβεντιάζει:
– Πού πας, Αλή μπιλιούμπαση, καημένε Αλή-Φαρμάκη;
Αυτού μπροστά σε καρτερεί, ο Σόλτος κι ο Γιολντάσης.
– 'γω Σόλτο δεν τον σκιάζουμαι, Γιολντάση δε φοβούμαι,
Σόλτο 'χω το τουφέκι μου, Γιολντάση το σπαθί μου...
Ο ήλιος εβασίλεψε κι Αλή-Φαρμάκης 'χάθη.
(«Τραγούδια της Αγόριανης Παρνασσού», Ειρήνης Σπανδωνίδη, σελ. 29, αρ. 50, εκδ. Πυρσός, Αθήνα 1939).
Είχε επεκτείνει την κυριαρχία του σε μεγάλες εκτάσεις της Γορτυνίας, όπου γι' ασφάλεια έκτισε μεγάλο πύργο, ισχυρό με δυνατά τείχη, ιδιόρρυθμο και απόρθητο στο χωριό Μοναστηράκι, δυτικά του χωριού Κοντοβάζαινα. Είναι ένα από τα πιο γραφικότερα από τα χωριά της περιοχής, όπου βρίσκεται σε κατάφυτο λοφίσκο. Σήμερα στον λοφίσκο υπάρχουν ακόμη τα ερείπια του πύργου του Αλή Φαρμάκη. Ήταν ο τολμηρότερος των αγάδων του Λάλα. Ανδρείος, στρατηγικότατος, αποφασιστικός, φιλάνθρωπος με στενούς δεσμούς με τους Έλληνες προεστούς και οπλαρχηγούς του καζά της Γαστούνης, Γορτυνίας και καζά Φαναρίου. Είχε κηρύξει ανεξαρτησία και δεν υπολόγιζε κανένα, ούτε και στο Σουλτάνο δεν υποτασσότανε. Συγγενής με όλους τους εξέχοντες αγάδες, αγαπητός από τους Τούρκους και Έλληνες, εκτιμούταν ιδιαίτερα από όλους με στενότατες φιλίες, τις οποίες τιμούσε και υποστήριζε, ήταν φυσιογνωμία επιβλητική σ' όλο τον Μοριά. Είχε δε συνδεθεί στενά με τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες του Πύργου, με τους Αυγερινούς του Δούκα, τους Παπαγεωργίου και τον Αγριόγιαννη από το Μάτεσι Ολυμπίας, τους Μουσχουλαίους της Αγουλινίτατσας, τους Σηλιωτοπουλαίους της Δημητσάνας, τους Σισίνηδες της Γαστούνης και τους Ζαριφαίους, Χρισταίους και Τζανεταίους της Ανδρίτσαινας.
Ο Αλή Φαρμάκης ήταν φίλος και αδελφοποιτός με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Η φιλία των είχε αρχίσει από τους παππούδες των, μεταβιβάσθηκε στους γονείς των και έγινε αδιάρρηκτος, μεταξύ των δύο κορυφαίων, τότε, της Τουρκαρβανιτιάς και της Ελληνικής λεβεντιάς και κλεφτουριάς ανδρών, Αλή Φαρμάκη και Θεοδώρου Κολοκοτρώνη.
Ο Κολοκοτρώνης έλεγε: «Ο πάππος του Αλή Φαρμάκη και ο πάππος ο ιδικός μου Γιάννης Κολοκοτρώνης ήσαν φίλοι και αδελφοποιτοί. Εσκοτώθηκε ο παππούλης μου, απέθανε και ο παππούλης του Αλή Φαρμάκη, και έμεινε η φιλία, η ίδια εις τον πατέρα μου και εις τον πατέρα του Αλή Φαρμάκη. Ως φίλοι πατρικοί ελάβομεν ημείς ανταπόκρισιν, δεν τον είχα ιδεί προσωπικώς». (Κολοκ. Διήγησις σ. 33).
6. ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΛΗ-ΦΑΡΜΑΚΗ (1806)
Ο ήλιος εβασίλεψε κι Αλή Φαρμάκης πάει,
πάει στην Κοντοβάζαινα, να φκιάσει τ' άρματά του.
Κι ένας παπάς, οχ τα χωριά, κρυφά-κρυφά του λέει:
– Πού πας Αλή Μπουλούμπαση, πού πας Αλή Φαρμάκη,
οπού είν' οι κλέφτες μπροστά, οι Κολοκοτρωναίοι;
– Κι εγώ για κλέφτες περπατώ, για τον Κολοκοτρώνη.
(«Η Λάστα και τα μνημεία της», Νικολάου Λάσκαρη, μέρος Ε΄, σελ. 500, αρ. 63, τύποις Κ. Δ. Βαρουξή, Πύργος Ηλείας 1909).
.-.
7. (Ο ΗΛΙΟΣ ΕΒΑΣΙΛΕΨΕ...)
Ο ήλιος εβασίλεψε, κι Αλή Φαρμάκης πάει,
πάει στην Κοντοβάζαινα, να φκιάσει τ' άρματά του.
Ένας πασιάς τον απαντά κι άλλος πασιάς του λέει:
– Πού πας Αλή Μπουλούμπαση και συ βρε Αλή Φαρμάκη;
– Πάγω στην Κοντοβάζαινα να φτιάσω τ' άρματά μου.
(«Δημοτικά Τραγούδια του τραπεζιού και του χορού», συλλογή, Θεόδωρος Β. Δερεχάνης, έκδ. του Συλλόγου Αμπελιωνιτών (Μεσσηνίας), σελ. 173, αρ. 106, Αθήνα 1996).
Το έτος 1806 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τον Αλή Φαρμάκη και με τους Αυγερινούς Διάκους, Κρεστενίτες και Μήτσου του Πύργου αποφάσισαν ν' ανακηρύξουν τον Μοριά κράτος ανεξάρτητο. Ο Αλή Φαρμάκης συνεννοούταν και με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Το έτος 1808 επέβαλαν στους Λαλαίους να μην πληρώνουν τους κανονικούς φόρους στον Σουλτάνο και αποκήρυξαν την Πύλη. Τέλη του 1806 ο γιος του Αλή Πασά των Ιωαννίνων Βελής Πασάς διορίσθηκε Μόρα Βαλεσή (διοικητής του Μοριά). Οι Δεληγιάννηδες, και ο Λόντος, υποπτευόμενοι μήπως οι μπέηδες και αγάδες καταφύγουν στον Αλή Πασά έστειλαν ο μεν, τον γιο του Θοδωράκη, ο δε τον γαμπρό του Κωνσταντάκη στον Αλή Πασά με μεγάλα δώρα να τον διαβεβαιώσουν ότι είναι πιστοί στον γιο του Βελή. Συνεννοήθηκαν τότε οι Τούρκοι αγάδες και μπέηδες και Έλληνες προεστοί να κινηθούν κατά του Σουλτάνου και έκαμαν τότε ένα συμφωνητικό με τρομερούς όρκους. Τα περί συνεννοήσεων μεταξύ και Τούρκων αναφέρει ο Κανέλλος Δεληγιάννης (Απομνημονεύματα Τομ. Α΄ σελ. 50) και ο Παπατσώνης (Γιάννη Βλαχογιάννη «Κλέφτες του Μοριά» σελ. 186).
«Εκατηχήθησαν εντός ολίγου οι ....Αλή Φαρμάκης, ο Γιακούπ αγάς, ο Χασάν Φειδάς και ο Ταχήρ Αγάς, από του Λάλα», αγάς στο Σιμόπουλο Πηνείας». (Γράφει ο Κανέλλος Δεληγιάννης).
Κατά το έτος 1806 και 1807 είχε οικοδομήσει ο περιβόητος Αλή Φαρμάκης – Λαλιώτης ένα δυνατό πύργο πολεμικό σε ιδιόκτητο του χώρο στο χωριό Μοναστηράκι της Γορτυνίας. Μάλιστα κατά τα λεγόμενα είχε χρησιμοποιήσει περίπου πενήντα χιλιάδες αυγά στο μίγμα του υλικού της λάσπης που χρησιμοποιούσε για το χτίσιμο ώστε να καταστεί «σιδερένιος» και ν' αντέχει. (Η μέθοδος με τ' αυγά ήταν των Λαγκαδινών μαστόρων πετράδων και κτιστάδων).
Τον πύργο του Αλή Φαρμάκη τον έχτισαν οι αδελφοί Πάνος, Φώτης και Νίκος Πουρνάρας, κάτοικοι του Μοναστηρακίου. Η τεχνική του πύργου ήταν τέλεια που άντεξε στους βομβαρδισμούς του Βελή Πασά, τα εγγόνια αυτών έφτιαξαν και το Παραλογγίτικο γεφύρι, κάτω από τους Παραλογγούς που συνδέει την Αρκαδία με την Ηλεία.
Ο Σουλτάνος είχε οργιστεί από τον αγέρωχο αγά του Λάλα Αλή Φαρμάκη και άρχισε ν' ανησυχεί για την ανερχόμενη δύναμη του. Είχε πληροφορηθεί περί των κινήσεών του και είχε καταστήσει προσεκτικό και υπεύθυνο τον Πασά του Μοριά Βελή Πασά (γιο του Αλή Πασά Ιωαννίνων) και τον είχε εξουσιοδοτήσει να εκστρατεύσει κατά του Αλή Φαρμάκη και να τον συντρίψει.
Κατά τον Φιλήμονα η ρήξη επήλθε, επειδή πρώτον ο Βελής έπαυσε τον Βοεβόδα του Πύργου της Ηλείας Σεΐντ Αγά, και δεύτερον ο ανιψιός του ο Αλή αγάς, προσέβαλε ένα άνθρωπο του Βελή στην Γαστούνη. Αυτά συνέβησαν την Άνοιξη του 1808.
Ο Βελή Πασάς προσκάλεσε τον Αλή Φαρμάκη επίσημα στην Τρίπολη. Ο Φαρμάκης μετέβη στα Λαγκάδια της Γορτυνίας και συζήτησε με τους Δεληγιανναίους τι έπρεπε να πράξει. Ενέκριναν ότι έπρεπε ν' αναβάλλουν την επίσκεψη στην Τρίπολη προβάλλοντας διάφορες προφάσεις, καθόσον οι Δεληγιανναίοι γνώριζαν και του το μαρτύρησαν ότι ο Βελής είχε αποφασίσει να τον στείλει, μαζί με τον Μουσάγαν Βαρδουνιώτη, ισχυρό και ατίθασο αγά, από τα Βαρδούνια της Λακωνίας, παντοτινούς ομήρους στα Γιάννενα, να μένουν στον Αλή Πασά δέσμιοι και υποχείριοι των σχεδίων του Αλή Τεπελενλή. Αλλά και ν' απαλλαχθεί ο Βελής από αυτούς τους δυο δυνατούς και επικίνδυνους εχθρούς του, ώστε να μείνει αδυσώπητος τύραννος των Ελλήνων και των Τούρκων του Μοριά.
Οι Δεληγιανναίοι του υπόδειξαν να οχυρωθεί στον πύργο του στο χωριό Μοναστηράκι και να αντισταθεί, για τον μέλλοντα σκοπό της κοινής Ελλήνων και Αλβανών επανάστασης κατά του Σουλτάνου.
«Του άρεσε η γνώμη μας, την εδέχθη ευχαρίστως και αμέσως απήλθε και εφοδίασε τον πύργον του με τροφάς και πολεμοφόδια», γράφει ο Κανέλλος Δεληγιάννης. «Του εστείλαμεν και ημείς οι Δεληγιανναίοι δια νυκτός, εκ διαλειμμάτων πολεμοφόδια, καπνόν, καφέ, ζάχαριν, ρούμια, και άλλα είδη, υπέρ τα 10 φορτώματα».
Ο Κολοκοτρώνης γράφει (διήγησις των συμβάντων σελ. 33). «Ο Αλή Φαρμάκης λοιπόν ητοιμάζετο να αντιπαραταχθεί εις τον Βελή Πασά, επιστηριζόμενος εις την φιλίαν μας μου έγραφε: Φίλε, πατρικέ, ο Βελή Πασάς ετοιμάζεται να με βαρέσει, και αν είσαι φίλος να έλθεις να με βοηθήσεις».
Κι εγώ του αποκρίθηκα: «Δεν έρχομαι τώρα γιατί θα σε βλάψω. Και να δεν έχει σκοπόν να έλθει ο Βελής Πασάς τόμου μάθει ότι ήλθα εγώ, θα έλθει τότε. Αλλά να κοιτάξεις με κανένα μέσον να μην κηρύξεις πόλεμον. Αν όμως και κινήσει το στράτευμα εναντίον σου, τότε έρχομαι».
Ο Βελής διέταξε πάλι τον Αλή Φαρμάκη να μεταβεί στην Τρίπολη. Ο Φαρμάκης του απάντησε θαρραλέα: «Δεν έρχομαι γιατί είμαι βέβαιος ότι κινδυνεύει η ζωή μου». Από την στιγμή εκείνη ο Βελής τον κήρυξε αποστάτη ετοιμάζει με 7.000 άνδρες υπό τους Πασιόμπεη, Μουρτεζάμπεη, Καλιόμπεη και τον Μπεκήρ Τσιογαδόρον και έφθασε στο Μοναστηράκι και πολιόρκησε τον πύργο του Αλή Φαρμάκη. Ο Φαρμάκης αμέσως γράφει στον Κολοκοτρώνη: «Αν είσαι φίλος, τώρα φαίνεσαι».
«Λαμβάνοντας το δεύτερό του γράμμα τώρα ετοιμάσθηκα με 100 άνδρες. Οι αξιωματικοί με εμπόδιζαν, τους είπα: Δεν μπορώ να κάμω αλλέως, διότι έδωσα τον λόγον μου. Κι έτσι μου εμπόδισαν οι Φραντσέζοι τους στρατιώτας επήρα μόνον 16 και εγώ 17, εβγήκα κοντά εις την Γλαρέντζαν, εις το Κοτύχι και διευθύνθηκα δια το Μοναστηράκι». Έφθασαν δια Κορακοχωρίου κοντά στο Κατάκωλο στον Πύργο. Ο Κολοκοτρώνης πήγε στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους και προσευχήθηκε. Από τον Πύργο τον ακολούθησαν 12 γενναίοι πολεμιστές με τους Διον. Διάκο, τον Αχόλον, τον Λαμπαούνα, τον Πέτρο Μήτσου, τον αδελφό του Βιλαέτη. «Εις τον Πύργο είχα τον Νικήτα, τον Νικολάκη Πετιμεζά και τον αδελφό του Μέλλιου». Από εκεί πέρασαν στο Λαντζόι και Άβουρα, έφθασαν στο Δούκα και διανυχτέρεψαν στο σπίτι του Κ. Σπηλιόπουλου-Βαρουξή, όπου κάλεσαν τους Αυγερινό, Αναγν. Παπασταθόπουλο, Χρυσανθάκη Παπαγεωργίου, Φραγκούλη, Γρατσαλιά, Κοροτζή και άλλους και τους παρακάλεσαν να ενισχύσουν τον Αλή Φαρμάκη με τρόφιμα και μπαρούτι. Οι Δουκαίοι έστειλαν εφόδια στην Κακή Σκάλα (θέση στην Γορτυνία απέναντι από τα όρια της Ηλείας με τον ποταμό Ερύμανθο). Εκεί ήταν το σώμα των Λαλαίων υπό τον Χασάν Φειδά και ο Γορτύνιος Αποσκίτης Κουτρουμάνος, Μπούκουρας, Γιάννης και Χρυσανθάκης Καραλής, Παπαγεωργίου, Γ. Κοντοβαζαινίτης, Κορομάντζος, Παρασκευάς Πετρόπουλος, Χ. Βαχλιώτης, Ρόδης, Σουλιμιώτης, Σπηλιόπουλος, Αθανάσιος Μπάμος και Βότσης, που ακολούθησαν τον Κολοκοτρώνη σαν τιμητική φρουρά.
Ο στρατός του Βελή Πασά κάπου 7.000 κίνησε από την Τρίπολη, πέρασε το Λεβίδι κατευθύνθηκε προς το Παγκραΐτικο στενό, από εκεί στα Τριπόταμα και ανηφόρισε προς τους Παραλογγούς και έφθασε σε κάποιο οικισμό πιο βορείως από το Μοναστηράκι. Εκεί τον περίμεναν 400 Λαλαίοι υπό τον Χασάν Φειδά και με αρκετούς Γορτύνιους. Εκεί δόθηκε μια σκληρή μάχη που κράτησε 4 ώρες περίπου. Οι Λαλαίοι υποχώρησαν αφού αισθάνθηκαν αδυναμία λόγω αριθμητικής διαφοράς με τους στρατιώτες του Βελή και οχυρώθηκαν στην θέση Κακιά Σκάλα όπου συναντήθηκαν με τον Κολοκοτρώνη και τους συντρόφους του. Ο τόπος που δόθηκε η μάχη με τους στρατιώτες του Βελή με τους Λαλαίους ονομάστηκε «Βελή – Μάχη» – σήμερα το χωριό Βελημάχιον). Αυτό δεν είναι αληθές, διότι το Βελημάχι υπήρχε κατά την απογραφή του Ιταλού προβλεπτή Γριμάνι που διεξήχθη το έτος 1700. Την ίδια ημέρα ο στρατός του Βελή προχώρησε προς το χωριό Καρδαρίτσι και συνέχεια προχώρησε κατά το Μοναστηράκι. Ο Αλή Φαρμάκης υποστηριζόταν από 400 στρατιώτες και από τον φόβο τους διέφυγαν και έμειναν μόνο 90. Ο Κολοκοτρώνης βοηθούμενος από έμπιστους του Αλή Φαρμάκη δια μέσου του σκοταδιού μπήκε μέσα στον πύργο. Την άλλη μέρα Σάββατο ανοίχθηκε ο πόλεμος. Ένα δημοτικά τραγούδι μας δίνει την ωμή πραγματικότητα το τι συνέβη:
8. ΤΟΥ ΑΛΗ ΦΑΡΜΑΚΗ ΚΑΙ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Σάββατο πλια στον πόλεμο
μες στο Μοναστηράκι.
– Βάστα μώρ' Αλή-Φαρμάκη
με το Κολοκοτρωνάκι!
Πέφτουν τα βόλια σα βροχή
- Κολοκοτρώνη Θοδωρή.
Πολεμούν και πολεμάνε
και τους Τούρκους τους νικάνε.
Ο Θεοδωράκης βάνει μια φωνή,
γεια σας, μωρέ Καρυτινοί,
που τους Τούρκους πολεμάτε
και ποτέ δεν τους φοβάστε.
ή (τους βαρείτε, τους χτυπάτε).
(«Η Λάστα και τα μνημεία της», Νικολάου Λάσκαρη, μέρος Ε΄, σελ. 501, αρ. 65, τύποις Κ. Δ. Βαρουξή, Πύργος Ηλείας 1909).
9. ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ
Το μάθατε τι έγινε μες στο Μοναστηράκι
λάλει Μπιρμπίλη μου, Μπιρμπίλη μου λάλει!
Που πιάστηκ' ένας πόλεμος, Βελής με το Φαρμάκη.
Θοδωρή Κολοκοτρωνάκι!
Σαράντα μέρες πολεμούν, σαράντα χασομεράνε
τον πύργο να πατήσουνε, τρομπόνια κελαηδάνε.
Λάλει Μπιρμπίλη μου, Μπιρμπίλη μου λάλει!
Κολοκοτρώνης φώναξε από το μετερίζι:
– Αλή Βελή δεν σκιάζομαι, τρομπόνια δεν φοβάμαι.
– Βάστα Κολοκοτρώνη Θοδωρή, βάστα Αλή-Φαρμάκη
βαστάτε τον πύργο δυνατά και το Μοναστηράκι!
(Το τραγουδούσε ο Βασίλης Αποσκίτης, από το χωριό Βελημάχι Γορτυνίας).
Μοναστηράκι, το = χωριό της Γορτυνίας.
Άρχισαν να φτιάχνουν λαγούμι (υπόγειες στοές), και για τριάντα ημέρες μέρα - νύχτα ο πόλεμος συνεχιζόταν αδυσώπητος, οι κανονιοβολισμοί δεν είχαν μετρημούς. Τα μάτια των στρατιωτών του Αλή Φαρμάκη θάμπωσαν με την παλικαριά του Κολοκοτρώνη και των παλικαριών του, καμάρωναν την λεβεντιά, ζήλευαν την ανδρεία και το μυαλό του. Ο ανιψιός του Αλή Φαρμάκη δεν κρατήθηκε καθώς τον θαύμαζε και λέει στον Κολοκοτρώνη:
- Κρίμας οπού δεν είσαι Τούρκος, ορέ Κολοκοτρώνη, τρανός αφέντης θα γινόσουν.
Ο Κολοκοτρώνης τον κοίταξε, γελαστός:
- Αν γένω Τούρκος, αγά, θα με σουνετέψουν; Εννοώντας την περιτομή, που γίνεται στα αρσενικά παιδιά των Οθωμανών.
- Και βέβαια!
- Εμάς, όταν μας βαφτίζουν, - του λέει ο Κολοκοτρώνης σε τόνο παιχνιδιάρικο – μας κόβουν τρίχες από τα μαλλιά του κεφαλιού και τις βάζουν στο εικόνισμα του Χριστού. Αν γένω Τούρκος θα με τραβάνε στον άλλο κόσμο: Ο Χριστός από τα μαλλιά κι ο Μουχαμέτης από το μέρος του! Δε θέλω, αγά μου, να βάλω σ' όμοια φιλονικία δύο τέτοιους προφητάδες...
Στις τριάντα ημέρες οι αρχηγοί του στρατού του Βελή Πασά κατάλαβαν ότι δεν γίνεται τίποτα με το κανονίδι και πρότειναν στον Φαρμάκη συμβιβασμό, στέλνοντας τους Ρισόμπεη, Τέμπεη και Κολόμπεη, προβάλλοντας να τους παραδώσει τον Κολοκοτρώνη και να του δώσουν άφεση αμαρτιών, να τον αφήσουν ήσυχο στον τόπο του και ότι άλλο ήθελε ζητήσει. (Σημειωτέον ότι ο Κολοκοτρώνης την εποχή εκείνη ήταν ο πιο περιζήτητος καταζητούμενος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας , οι Τούρκοι τον είχαν επικηρύξει για 50.000 γρόσια). Ο Αλή Φαρμάκης του αποκρίθηκε: «Αν είναι της τιμής και της παλικαριάς να δώσω ένα φίλο μου οπού ήλθε να με βοηθήσει από τα νησιά και εγώ ημπορώ να το κάνω, Σωστό είναι αυτό, αληθινό. Πλην Ντελελί, μέγα πράγμα με ένα Γκιαούρη να χαθεί τόση Τουρκιά, δια έναν άνθρωπο. Αν ήμουν πασάς θα γινόμουν κι εγώ άπιστος. Πλην δεν το κάνω. Κάνετε λαγούμι, κι άμα ημπορέσετε αναποδογυρίστε μας και ότι έχει ο Θεός...»
Και πάλι ξανάρχισε ο πόλεμος. Το βράδυ ο Αλή Φαρμάκης έκανε συμβούλιο, συνθεμένο από όλους τους αγάδες, και μπουλουκμπασήδες. Τους είπε για την πρόταση του Βελή να παραδώσει τον Κολοκοτρώνη.
- Να τι τρέχει: Μας γυρεύουν τον Κολοκοτρώνη.
- «Χασιά. Όλοι να χαθούμε αυτό δεν το κάνουμε». Είπαν όλοι μ' ένα στόμα.
Τότε παρουσιάστηκε ο Κολοκοτρώνης πίσω από την πόρτα που κρυφάκουγε, γεμάτος γαλήνη και σοβαρότητα και τους λέει:
- «Ελάτε να με δώστε να ξεμπερδεύουμε. Εγώ το ψωμί μου το έφαγα....»
- «Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά. Είναι δική μας». Πετάχτηκε ο Φαρμάκης και τον διέκοψε.
Στο παρακάτω επεισόδιο αναφέρεται και το Αλβανικό τραγούδι:
10. (ΓΚΙΘΕ ΜΠΟΤΑ...)
Γκίθε μπότα λε τα θόν,
ου (ν) σε γιάπ Κολοκοτρών.
Γιάμ Αλή-Φαρμάκη, ου
κι εσπιέ γκιάκν
(ε) γκερ (ν) τε γλιού.
Μετάφραση:
Όλος ο κόσμος να το ειπεί,
εγώ δεν δίδω τον Κολοκοτρώνη.
Είμαι ο Αλή-Φαρμάκης,
εγώ όπου πάγω,
το αίμα ως το γόνα.
(Περιοδικό «Νέος Μηνιαίος Κόσμος», άρθρο του Αντωνίου Ι. Νικολόπουλου, τεύχος Γ΄, Ιούνιος 1934, σελ. 161, αρ. 50).
Και αποφάσισαν όλοι να πολεμήσουν μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματος των και να πεθάνουν υπερασπίζοντας τον πύργο και τον ίδιο τον Αλή Φαρμάκη.
11. (ΤΡΙΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ ΚΑΘΟΝΤΑΙ...)
Τρία πουλάκια κάθονται μέσα στο Μοναστηράκι
- βρόντα το, βρ' Αλή-Φαρμάκη! -
Το 'να τηράει την ποταμιά, τ' άλλο κατά του Λάλα
- βρόντα το, καημέν' Αλμάγα! -
Το τρίτο το καλλίτερο μοιρολογάει και λέει:
- Πού είστε Κολοκοτρωναίοι;
Ήρθαν τα τόπια στο Ρουφιά και τα στήσανε στο Λάλα
- βρόντα το, καημένε Αλμάγα! -
Έβγα, βρ' Αλή, προσκύνησε, έβγα για να προσκυνήσεις
και τα χέρια να φιλήσεις!
– Μήγαρις είμαι νιόνυφη για να βγω να προσκυνήσω
και τα χέρια να φιλήσω;
Έχω συντρόφους διαλεχτούς και με τον Κολοκοτρώνη,
Γιώργο, Κωσταντή κι Αντώνη.
Μάιδε ο πύργος δε λυγάει, μάιδε Αλής δεν προσκυνάει.
(«Η Κλεφτουριά του Μοριά», Γεωργίου Θ. Μαραζιώτη, Αθήνα 1985, σελ.120).
Οι σφοδρές έφοδοι κατά του πύργου και η πολιορκία ενδυνάμωναν μέρα με την μέρα, ο πύργος ήταν δυνατός και άντεχε αγέρωχος με τους πολεμιστές του. Οι διοικητές του στρατού του Βελή Πασά κάλεσαν τους λαγουμιτζήδες και τους ανάθεσαν ν' ανοίξουν λαγούμι, γύρω από τον πύργο να πλησιάσουν κάτω από τα θεμέλια και να τον ανατινάξουν. Έτσι αδυνάτισαν την πολιορκία και ελάττωσαν τους κανονιοβολισμούς Η αδύναμη παράταση της πολιορκίας έβαλε σε υπόνοιες τον Κολοκοτρώνη.
«Κάτι μας ετοιμάζει ο Βελής» είπε.
Και πήρε τον Αλή Φαρμάκη, τον Νικηταρά, Αυγερινό, Διάκο, Βιλαέτη, Καμπάση και ανέβηκαν την νύχτα στο ψηλότερο σημείο του πύργου, με κίνδυνο να τους χτυπήσουν τα βόλια του στρατιωτών του Βελή. Μακριά βλέπει μερικές μαύρες σκιές σαν αναχώματα να βρίσκονται σε ύποπτο μέρος.
- Βλέπετε τίποτα; Ρώτησε τους άλλους.
- Όχι τι να δούμε.
- Εκεί πολύ μακριά, δεν βλέπετε μαύρες σκιές;
- Ναι.
- Έ, είναι σωροί από χώματα που βγαίνουν από λαγούμι που ανοίγει ο Βελής να τινάξει τον πύργο. Οι άλλοι αμφέβαλλαν, είχαν αντιρρήσεις. Ο Κολοκοτρώνης επέμενε, προσπάθησε και τους έπεισε ν' ανοίξουν και αυτοί άλλο λαγούμι από την αντίθετη μεριά και από τον πύργο και να πλησιάσουν προς τα λαγούμια του Βελή. Πριν αρχίσουν ο Κολοκοτρώνης κάλεσε τους δικούς του λέγοντας: «Παιδιά, θ' ανοίξουμε λαγούμι να χαλάσουμε τα σχέδια του Πασά. Όσοι θ' αναλάβουν το έργο αυτό θα κινδυνέψουν. Όποιος θέλει να δουλέψει, ας το ειπεί...»
Βγήκαν μπροστά ο Διάκος, ο Νικηταράς, ο Γιάννης ο Κουμαναίος κι ένας Γορτύνιος ονόματι Σταυράκος.
Αναλαμβάνουμε εμείς, δήλωσαν. Και άρχισαν, με προσοχή να μην ακουσθούν όταν πλησιάζουν, τους εξ' αντιθέτου εργαζόμενους λαγουμιτζήδες του Βελή Πασά. Μετά από δουλειά πολλών ημερών άκουσαν από κοντά τα κτυπήματά των λαγουμιτζήδων του Βελή, κατάλαβαν ότι είχαν πλησιάσει αρκετά και είχαν φθάσει κοντά στα θεμέλια του πύργου. Εξήντα τέσσερις ημέρες έσκαβαν οι λαγουμιτζήδες του Βελή και έβαλαν χίλιες οκάδες μπαρούτι μέσα. Εμείς λέει ο Κολοκοτρώνης σκάψαμε 12 βήματα και τρεισήμισι πήχεις βάθος με σκοπό να πιάσουμε τους λαγουμιτζήδες.
Μόλις τελείωσαν την δουλειά τους οι λαγουμιτζήδες και οι μπαρουξήδες απομακρύνθηκαν από τον πύργο διέταξαν να βάλουν φωτιά και να τον ανατινάξουν. Τότε ακούστηκε ένα πολύ δυνατό μπάμ! Και σείστηκε όλη η περιοχή, όμως ο πύργος έμεινε ακίνητος και αγέρωχος κρατώντας δυνατά το ύψωμα στο Μοναστηράκι. «Το λαγούμι βρέθηκε ξεθυμασμένο από το σκάψιμο έτσι η γης έτρεμε για ένα τέταρτο της ώρας περίπου, έπεσε χώμα επάνω του και ο πύργος δεν έπαθε τίποτα», λέει ο Κολοκοτρώνης.
Οι Τούρκοι ελπίζοντας ότι θ' αναποδογυριστεί ο πύργος από όταν τον είδαν να στέκεται όρθιος τα έχασαν. Τότε όλοι μαζί ρίξαμε μια μπαταριά για να γιορτάσουμε το μεγάλο αυτό γεγονός αλλά και για το πάθημα του στρατού του Βελή Πασά. Είχαμε μετρήσει 3.734 κανονιές μέσα σε 65 μέρες που μας πολιορκούσε ο Βελής. Οι διοικούντες τον στρατό του Βελή Πασά μετά από αυτό το πάθημα ζήτησαν συμβιβασμό. Πήγε ο Νικηταράς, ο Αυγερινός και ο Χασάν Φειδάς στο στρατόπεδο των Τούρκων. Είπαν και συμφώνησαν να μην χαλάσουν τον πύργο. Ο Κολοκοτρώνης να επιστρέψει στην Ζάκυνθο. Ο Αλή Φαρμάκης να μείνει στον πύργο ώσπου να μάθει ότι ο Κολοκοτρώνης πέρασε στην Ζάκυνθο και τότε να πάει στον Βελή Πασά να προσκυνήσει. Συμφώνησαν και υπόγραψαν χωρίς αντιρρήσεις. Υπέγραψαν ο Πασόμπεης, μπουλουκμπασήδες και αγάδες και ορκίστηκαν να παραδώσουν τρεις επίσημους Τούρκους σαν ομήρους «για ενέχυρο» για την εκπλήρωση της συμφωνίας.
Την άλλη ημέρα διηγείται ο Κολοκοτρώνης (Διήγησις συμβάντων, σελ. 35) με όλους τους εδικούς μου, με Λαλαίους και ενέχυρο τρεις από τους καλλίτερους, με συμφωνία ότι αν μας κτυπήσουν να τους σκοτώσουμε εμείς αυτούς. Έτσι εβγήκαμε, επήγαμε στο Λάλα, άφησα το παιδί του Αλή Φαρμάκη στα σπίτια και επήγα στον Πύργο της Ηλείας. Όταν η συνθήκη έφθασε στην Τρίπολη και την είδε ο Βελής, θύμωσε πάρα πολύ και θέλησε να χαλάσει την συμφωνία στέλνοντας αρκετούς στρατιώτες να πιάσουν τον Κολοκοτρώνη. Συνάμα επαναδραστηριοποίησε την ακόλουθη διαταγή ώστε να κλείσει τις οδούς διαφυγής του Κολοκοτρώνη προς την Ζάκυνθο.
ΑΠΟΦΑΣΙΣ
Απόφαση του Βελή Πασά ν' ανοιχθούν οι ιχθυόσκαλες ώστε να μπαρκάρουν τα ψαράδικα, σ' ορισμένα ελεγχόμενα λιμάνια μετά το τέλος του κατατρεγμού των κλεφτών για ν' αποτραπεί η προσπάθεια διαφυγής των από τον Μοριά προς τα Ιόνια νησιά.
Γίνεται γνωστόν με το παρόν μας, ότι ο Υψηλότατος Μόρα Βαλεσή Βεζύρ Βελή Πασάς έδωσε την άδεια να ανοιχθούν τα σκαλώματα της Γαστούνης και του Πύργου δια ν' αγοράσει ο καθένας ότι λογής πράγμα ήθελε χρειασθεί από τον Μορέα και εξεπίτηδες εδιωρίσθημεν από το ύψος του δια να έχωμεν αυτήν την επιστασία και επιμέλεια. Λοιπόν όποιος αγαπά ας έρχεται ελευθέρως εις τα κάτωθεν σκαλώματα: Κουνουπέλι, Γλαρέντζα, Ποτάμι, Πυργί, Κόρακα με Κατάκωλον, Ρουφιά. Εκτός αυτών των σκαλωμάτων εις άλλο μέρος να μην ζυγώσει κανένα καΐκι. Αν ευρεθεί όχι μόνον παιδεύεται, αλλά και ζημιώνεται κατά το δίκαιον της αποφάσεως.
1807 Αυγούστου 30 Γαστούνη.
ο Αρχιγραμματεύς του ύψους του Ευθύμιος Δούκας.
Καλεομπίζης της Γαστούνης και Πύργου (Τ. Σ. )
(«Ηλειακά», τριμηνιαίο ιστορικό γλωσσικό περιοδικό, Ντίνος Δ. Ψυχογιός, χρόνος Β΄, τεύχος Γ΄ & Δ΄, Ιανουάριος 1953, σελίδα 143)
Η διαταγή στάλθηκε στον Βοεβόδα Ιμπραήμ αγά, εξάδελφο του Φαρμάκη, διοικητή του Πύργου της Ηλείας. Αυτός γέλασε τον Τάταρη (κομιστής διαταγής - ταχυδρόμος) για να κερδισθεί καιρός.
Ο Βοεβόδας την διαβάζει, λέει να πιάσουν τον Κολοκοτρώνη σ' όποιο λιμάνι κι αν φανεί, κάνει πως δεν καταλαβαίνει, πως δεν μπορεί τάχα να διαβάσει καλά, ξαναδίνει το χαρτί στον Τάταρη:
«Δεν ξέρουμε τούρκικα. Πήγαινε στον Κατή της Γαστούνης να το διαβάσει και ότι προστάζει ο Βεζίρης το κάνουμε».
Κέρδισε αρκετό χρόνο ο Κολοκοτρώνης (εφόσον η Γαστούνη απείχε περίπου στις έξη ώρες από τον Πύργο) επήγε στο Πυργί μπαρκάρισε σ' ένα καΐκι, απόλυσε τους επίσημους Τούρκους που είχε για ενέχυρο, έστειλε ένα γράμμα στον Αλή Φαρμάκη, ότι είναι ασφαλής και υγιής. Μόλις απομακρύνθηκε γύρω στα δυο μίλια από την στεριά έφθασαν τα τούρκικα στρατεύματα του Βελή Πασά από την Γαστούνη για να τον συλλάβουν. Ο Κολοκοτρώνης έφθασε με ασφάλεια στην Ζάκυνθο και έγραψε στον Αλή Φαρμάκη.
Ο Αλή Φαρμάκης αποφάσισε να φύγει από τον πύργο του και να παρουσιασθεί στον Βελή στην Τρίπολη. Άμα βγήκε από τον πύργο του μπήκαν οι Τούρκοι τον ρήμαξαν και άρπαξαν ότι βρήκαν. Όταν έφθασε Αλή Φαρμάκης πήγε στην Τρίπολη και παρουσιάσθηκε στον Βελή Πασά και εκείνος τον δέχθηκε, σαν φίλο του για να τον έχει όργανο για τους σκοπούς του. Όλοι περίμεναν ότι θα τον σκότωνε. Ο πονηρός όμως Βελής διέταξε να τον περιποιηθούν ώστε να προσελκύσει και τον Κολοκοτρώνη.
Δεν το περίμενε ποτέ ο Κολοκοτρώνης να φανεί στον Μοριά και να τον ρεζιλέψει μ' αυτόν τον τρόπο. Τώρα όσο άλλοτε ποτέ τον ήθελε οπωσδήποτε. Του έγραψε στην Ζάκυνθο να παρουσιασθεί στην Τρίπολη και του υποσχόταν τιμές και αξιώματα.
Ο Κολοκοτρώνης δεν απάντησε: «Όλοι οι αγάδες, ο Πασόμπεης, ο Βελής μου έγραψαν να βγω στον Μοριάν. Μου έγραψε ο Αλή Φαρμάκης. Πλην μου έβαλε την βούλαν επάνω από την υπογραφήν, σημείον να μην έλθω. Ήλθε και ο αδελφός του Αλή Φαρμάκη με τους ανθρώπους του Βελή Πασά, ο οποίος με εδάγκωσε στο αυτί όταν με εφίλησε και κατάλαβα».
Τους είπα: «Πηγαίνετε κι έρχουμαι, έχω να τελειώσω κάτι δουλειές και θα γυρίσω στον Μοριά»
Ο Βελής άφησε τον Αλή Φαρμάκη να πάει στα τσιφλίκια του ώσπου να έρθει ο Κολοκοτρώνης από την Ζάκυνθο και να ανέβουν μαζί στην Τρίπολη. Αυτός όμως, άμα ξέφυγε από τα χέρια του άσπονδου εχθρού του, πήρε μαζί του 50.000 γρόσια, έγραψε στον Κολοκοτρώνη να του στείλει καΐκι και μπαρκάρισε κρυφά από τον Μοριά να τον ανταμώσει στην Ζάκυνθο. Στην Ζάκυνθο τώρα οι δυο φίλοι βρίσκονταν εκτός κινδύνου και σκέπτονταν πως μπορεί ο Μοριάς να γλιτώσει από την τυραννία του Βελή Πασά.
Ο Αλή Φαρμάκης ήταν μια εξέχουσα φυσιογνωμία. Ο Κολοκοτρώνης διηγείται τον κύριο ρόλο του στο σχέδιο της ίδρυσης Ελληνο – Αλβανικού κράτους στην Πελοπόννησο με την βοήθεια των Γάλλων. Κατά την δίμηνο πολιορκία στον πύργο του Φαρμάκη στο Μοναστηράκι ο Κολοκοτρώνης βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία διότι ήταν η καταλληλότερη ψυχολογική στιγμή του Φαρμάκη και τον κατήχησε στην μεγάλη ιδέα της ίδρυσης του Ελληνο – Αλβανικού κράτους του Μοριά.
Στην Ζάκυνθο αυτοί οι δύο και ο Παπατσώνης και ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, σαν αντιπρόσωποι των Μοραϊτών και Οθωμανών συζήτησαν με τον Δανζελότ για το επικείμενο σχέδιό τους. Στο σχέδιο ήταν μπασμένοι πολλοί επίσημοι, όπως ο Ρώμας, ο Κούφης, ο Φωσκάρδος, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, ο Τρουπάκης κ.α.
Ο οποίος είπε να μεταβούν ο Κολοκοτρώνης και ο Αλή Φαρμάκης και να ετοιμάσουν χίλιους Ήπειρο – Σουλιώτες και άλλους και ο Μαυρομιχάλης στη Μάνη να ετοιμάσει τους Μανιάτες.
Εκεί αποφάσισαν να πάνε στον Βοναπάρτη (τον αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα) και να ζητήσουν την βοήθειά του προς την εφαρμογή του σχεδίου για την ανεξαρτητοποίηση του Μοριά. Πήγαν στην Κέρκυρα και συνομίλησαν με τον τότε διοικητή Δανζελότ. Ο Δανζελότ δεν τους άφησε να πάνε στον Βοναπάρτη, για να μην χασομερήσουν, ενώ στην πραγματικότητα ο Δανζελότ γνώριζε ότι ο Ναπολέων ο Βοναπάρτης ποτέ δεν επιθυμούσε την ελευθερία του Ελληνισμού. Έγραψε ο ίδιος στον Αυτοκράτορα. Η πρόταση ήταν να τους δώσει ο Ναπολέων 500 κανονιέρους με φουστανέλες και 5.000 Έλληνες που υπηρετούσαν στον Γαλλικό στρατό. Ο Δανζελότ τους εφοδίασε με γρόσια και μετέβηκαν στην Τζουμαριά προς στρατολογία. Κατέταξαν 3.000 μισθοφόρους Τσάμηδες, ήλθαν στη Πάργα και μπαρκάρισαν για την Αγία Μαύρα (Λευκάδα). Το σχέδιο ήταν:
Να κυριευθούν τα φρούρια Μεσσηνίας ήτοι Πύλου, Μεθώνης, Κορώνης) Μονεμβασιάς και Πατρών. Και θα έστελναν αναφορές στον Σουλτάνο, πως η επανάσταση δεν γίνεται γι' αυτόν, μα για τον Βελή Πασά. Ο Σεβαστιάνι, πρεσβευτής, της Γαλλίας στην Πόλη, θ' αποκοίμιζε τον Σουλτάνο να μην χτυπήσει. Η κυβέρνηση του δυαδικού προτεχτοράτου θα ήταν δημοκρατική, με υπουργούς 12 Τούρκους και 12 Έλληνες. Η σημαία από το ένα μέρος να έχει την ημισέληνο και από το άλλο τον σταυρό. Τρεις ημέρες ο Κολοκοτρώνης, ο Δανζελότ και ο Αλή Φαρμάκης συνέτασσαν το σχέδιο.
Ο Φιλήμων αποκαλεί το σχέδιο «ασυλλόγιστον απάτην συνδυασμών», θεωρώντας αδύνατο την υπό τους νόμους συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων, (δοκίμιο, σελίδα 112, έτος1834).
Ο Κολοκοτρώνης όμως δεν ονειρευόταν συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων, αλλά Ελληνο –Αλβανικό βασίλειο. Στις ομοσπονδίες των αρματολών, από της αρχηγίας του πατέρα του Κωνσταντή είχαν αρχίσει να θεμελιώνονται οι βάσεις των Ελλήνων ώστε να συμπράξουν με τους Τουρκαλαβανούς. Αυτό το ασπάσθηκε και ο Ζαχαριάς ο Μπαρμπιτσιώτης το ασπάσθηκε αργότερα και ο Θ. Κολοκοτρώνης και τώρα ήταν η μεγάλη ευκαιρία να μπει σε πράξη αυτό το σχέδιο.
Τότε όμως οι Άγγλοι με στρατηγό τον Γκενεράλ Όσβαλδ και με τρεις χιλιάδες στρατιώτες έκαναν (τσεβάρκο) απόβαση και κατέλαβαν την Ζάκυνθο. Διόρισαν τοπική κυβέρνηση με κυβερνήτες τον Διονύσιο Αρβανιτάκη και τον Ιωάννη Κουερίνο. Αμέσως μετά κατέλαβαν την Κεφαλονιά την Ιθάκη και τα Κύθηρα, απέμειναν στους Γάλλους η Λευκάδα, οι Παξοί η Κέρκυρα και η πόλη της Πάργας, και το σχέδιο ματαιώθηκε.
Ο Αλή Φαρμάκης έπαθε δυσεντερία στην Ζάκυνθο και αρρώστησε σε βαριά μορφή εφόσον είχε επί επτά μήνες συνεχώς δυσεντερία. Οι αδελφοί του αγάδες του Λάλα ζήτησαν την άδεια της Αγγλικής διοίκησης να τον μεταφέρουν στο Λάλα. Την άδεια την χορήγησαν οι Άγγλοι όταν κατάλαβαν ότι πεθαίνει ο Αλή Φαρμάκης. Επειδή οι Άγγλοι ήσαν φίλοι του Αλή Πασά των Ιωαννίνων δεν ήθελαν να τον δυσαρεστήσουν.
Κράτησαν σαν ενέχυρο τον αδελφό του Αλή Φαρμάκη, Γιακούπ αγά και το παιδί του Αλή Φαρμάκη μέχρις ότου διαπιστώσουν ότι πέθανε ο Αλή Φαρμάκης..
Λέγεται ότι ο Αλή Πασάς έστειλε σκόπιμα από τα Γιάννενα τον γιατρό του ονόματι Θεριανό στην Ζάκυνθο και δηλητηρίασε τον Αλή Φαρμάκη για να ματαιώσει το σχέδιο που είχε πληροφορηθεί ο Αλής για τον Μοριά εφόσον ο Βελής το παιδί του ήταν διοικητής του Μοριά.
12. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΗ
Το μάθατε το τι έγινε, λάλει αηδόνι μου λάλει:
Αλή Φαρμάκης απόθανε εψές, προψές το βράδυ.
Τον κλαίει η Αρβανιτιά, τον κλαίει και του Λάλα
κλαίει κι ο φίλος του, ο καλός, κλαίει ο Θοδωράκης.
- Που 'σαι καημένε μου Αλή, φίλε μου Φαρμάκη.
Ξύπνα και πιάσε μια φωνή κι ένα γλυκό τραγουδάκι,
για να σ' ακούσει η Αρβανιτιά και το Μοναστηράκι.
Τ' αδέλφια του Φαρμάκη, που ήσαν αγάδες στο Λάλα για να μην πεθάνει σε Φράγκικα χώματα ο αδελφός τους όπου θεωρούσαν ασυγχώρητο αμάρτημα αυτό έτρεξαν στην Τρίπολη και δια μεσιτείας του Γιάννη Δεληγιάννη και Σωτηράκη Λόντου πήραν από τον Βελή Πασά την άδεια και τον μετέφεραν κλινήρη στον Πύργο της Ηλείας και από εκεί στο Λάλα όπου μετά από λίγες ημέρες πέθανε, τον Μάιο του 1810, ετών 40.
Η κηδεία του έγινε πάνδημος και μεγαλοπρεπής.
Τον έκλαψε όλη η Τουρκιά της Ηλείας αλλά και της Γορτυνίας, επίσης και Έλληνες, επίσημοι αλλά και απλοϊκός λαός πήγαν στα ανάκτορα και συμπαραστάθηκαν στην λύπη της οικογένειας του Αλή Φαρμάκη. Ετάφη πίσω από τα ανάκτορα του Αλή αγά, σε πολυτελή τάφο. Η θέση ακόμη και σήμερα ονομάζεται «Μνήμα».
«Αφού έμαθα ότι απόθανε, εβγήκα εις τον Μορέα και επήγα εις του Λάλα να παρηγορήσω την φαμέλιαν του», γράφει ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης (Διήγησις συμβάντων, σελ. 39). Μάλιστα κατά τον Φαλέζ δείχνοντας τα παιδιά της χήρας του Αλή Φαρμάκη είπε: «Λύκαινα! Εχάσαμεν τον λύκο, αλλά τα λυκόπουλα δεν είναι ορφανά. Έχουν εμένα. Ελάτε εσείς εδώ να σας φιλήσω. Ο Θεός το θέλησε. Ότι γίνεται είναι καλό».
Ο Κωνσταντίνος Δεληγιάννης γράφει : (Απομνημονεύματα τόμος Α΄ σελίδα 52) πέντε ημέρες προ του αποκλεισμού του εις τον πύργον του ο Αλή Φαρμάκης έστειλε εις το σπίτι των Δεληγιανναίων εις Λαγκάδια δια νυκτός όλην την εκλεκτήν κινητήν περιουσίαν του εκ φορεμάτων λαμπρών, γουνών, ασημικών, μαλαματικών, μαργαρίτων, πολυτίμων λίθων και άλλων ειδών αξίας 100.000 ταλλήρων, άνευ καταγραφής και αποδείξεως.
Και τα κλειδιά των κιβωτίων με γράμμα του: «Λάβετε φίλοι, το πράμα μου να το φυλάχτε ως ειδικόν σας. Κι αν χαθώ, να το χαρείτε εσείς.... Αν ζήσει ο υιός μου, να του δώσετε το μισό ή ότι θέλετε...¨έστειλε δυο αραβικούς ίππους εκλεκτούς, τους οποίους περέδωσεν μυστικώς εις τον Γεωργάκην Πλαπούταν και τους διετήρησεν... παρ' όλας τας ερεύνας του Βελή Πασά, εστάθη αδύνατον να μάθουν.
Όταν μετά δύο χρόνια γύρισε ημιθανής ο Αλή Φαρμάκης του τα έστειλαν όλα οι Δεληγιανναίοι στο Λάλα, λέγοντας:
- Αγά μου οι φίλοι σου έστειλαν το πράμα σου και τα άτια σου.
- Ποιος τους είπε να μου τα στείλουν; Ρώτησε.
- Μόνοι τους.
Χώρισε τότε τα πράγματα αξίας 5.000 ταλίρων και είπε να τα στείλουν στους Δεληγιανναίους.
- Θα το θεωρήσουν προσβολή, αγά μου, δεν θα το δεχθούν.
Αναστέναξε ο Αλή Φαρμάκης .
- Αχ! Θεέ μου!... δεν με άφηνες να ζήσω καιρό να κάμω ένα μικρό χρέος σε τέτοιους φίλους... είπε και μετά από λίγες ημέρες πέθανε.
Ο Αλή Φαρμάκης ήταν ο συνδετήριος κρίκος του Ελληνισμού και των Τουρκαλβανών της Ηλείας και της Γορτυνίας ήταν αδελφοποιτός του Κολοκοτρώνη και κρατούσαν την φιλία αλλά και την μπέσα από πάππου προς πάππου. Μετά τον Αλή Φαρμάκη οι Έλληνες, μετά από μερικά σημαντικά αλλά και ασήμαντα επεισόδια έχασαν την φιλία τους και ποτέ ξανά δεν συμφιλιώθηκαν με τους Τουρκαλβανούς του Λάλα. Έως ότου που έφθασε η μεγάλη μέρα του ξεσηκωμού (25η Μαρτίου 1821), οπότε ο ραγιάς ξεσηκώθηκε και έδιωξε τους Τουρκαλβανούς του Λάλα μια για πάντα και μέχρι σήμερα δεν ξαναπάτησαν το πόδι τους στα ιερά χώματα της Ηλείας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(- «Κλέφτες του Μοριά, 1715 – 1820», Γιάννη Βλαχογιάννη, Αθήνα 1935.
-«Απομνημονεύματα Κολοκοτρωναίων», εκδόσεις Νάστου, Αθήνα.
- «Αρματολοί και κλέφτες», Δ. Γρ. Καμπούρογλου.
- «Η Γορτυνία», Τάκη Χ. Κανδηλώρου», εκδόσεις Διόνυσος, Αθήνα.
- «Η Κλεφτουριά του Μοριά», Γεωργίου Θ. Μαραζιώτη, Αθήνα 1985.
- «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης η πολυτάραχη ζωή και δράση του ηγέτη της επανάστασης», Νίκος Γιαννόπουλος, οι μονογραφίες του περιοδικού ¨Στρατιωτική Ιστορία¨.
- «Ιστορία του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη», Θεμιστοκλής Κ. Αποστόλου, υπό της Εθνικής Βιβλιοθήκης, τύποις Ευαγγέλου Βασιλειάδου, εν Κωνσταντινοπόλει 1909.
- «Μηνιαίος Νέος Κόσμος – Φιλολογικό Παράρτημα», Αντώνης Νικολόπουλος, τεύχος πρώτον, Ιούνιος 1934.
-« Ο αρματολισμός της Πελοποννήσου 1500 - 1821», Τ. Χ. Κανδηλώρου, εν Αθήναις 1924.
- «Ο Γέρος του Μοριά», Σπύρου Μελά της Ακαδημίας Αθηνών, εκδόσεις Μπίρης, Αθήνα 1957.
- « Ο Εσωτερικός αγώνας πριν και κατά την επανάσταση του 1821», Τάκη Α. Σταματόπουλου, Αθήνα 1957.
- «Οι Έλληνες κατά τον πρώτον επί Αικατερίνης Ρωσοτουρκικόν πόλεμον», Π. Κοντογιάννης.
- «Οι Κλεφτοαρματολοί και τα Τραγούδια τους», Πέτρου Σ. Σπανδωνίδη, εκδόσεις «Δίφρος», Αθήνα 1963).