Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

To παραμύθι της 10χρονης

To παραμύθι της 10χρονης Αναστασίας Μπαντούνα - Δημοπούλου με καταγωγή από το Αντρώνι
"Η περιπέτεια της νεράιδας και του επιστάτη"
 
 
 
 

 

Η περιπέτεια της νεράιδας και του επιστάτη

 

Θέλοντας να γεμίσει κάπως τις άδειες του ώρες, ο κύριος Μανόλης, ένας χαμογελαστός και καλοσυνάτος γεράκος αποφάσισε να βρει μια απασχόληση. Μόλις έμαθε ότι στο σχολείο της περιοχής ζητούσαν επιστάτη, πήγε και παρουσιάστηκε στον διευθυντή. Ήξερε καλά τα παιδιά, ήταν και πράος άνθρωπος, δεν δυσκολεύτηκε να πάρει τη θέση. Έτσι, από την αρχή του δεύτερου σχολικού τριμήνου, ο κύριος Μανόλης άρχισε να δουλεύει στο σχολείο. Η δουλεία του επιστάτη δεν ήταν και τόσο εύκολη, αλλά ο κύριος Μανόλης τα κατάφερνε μια χαρά. Του άρεσε πολύ να προσέχει το σχολείο και τα παιδιά. Τα μεσημέρια, έκλεινε το σχολείο και έφευγε. Αυτό όμως που ο κύριος Μανόλης δεν ήξερε, ήταν πως όταν κάθε μετά έφευγαν τα παιδιά και κλείδωναν οι πόρτες, συνέβαιναν πολύ περίεργα πράγματα.

Μετά από δυο βδομάδες, ο κύριος Μανόλης, έχοντας πια συνηθίσει στη νέα του δουλειά, είχε καθίσει σε μια καρέκλα να ξεκουραστεί. Πέντε λεπτά αργότερα χτύπησε το κουδούνι για να δείξει το τέλος του μαθήματος για εκείνη την ημέρα. Τα παιδιά έτρεχαν στο διάδρομο, σπρώχνοντας το ένα το άλλο. Ο κύριος Μανόλης χαιρέτησε τους δασκάλους και πήγε να κλειδώσει την πόρτα του σχολείου. Ξαφνικά, άκουσε μια πολύ ψιλή φωνή, κοριτσίστικη. Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε τριγύρω. “Μάλλον θα το φαντάστηκα”, σκέφτηκε. Μόλις πήγε να κλείσει ξανά την πόρτα άκουσε ξανά την ίδια φωνή: ”Ει εσύ γιγάντιε παππού μπορείς να με βοηθήσεις; ” είπε η ψιλή φωνή. Ο επιστάτης κοίταξε ξανά αλλά αυτή τη φορά προς την πόρτα, από πάνω έως κάτω και διέκρινε στην κλειδαριά κάτι μικρό να φτερουγίζει. Χαμήλωσε το κεφάλι του μπροστά στην κλειδαριά και διαπίστωσε πως πρόκειται για μια μικρή νεράιδα που το πόδι της είχε κολλήσει στην κλειδαριά της πόρτας.

- Λοιπόν τι με κοιτάς, ελευθέρωσε με, είπε η νεράιδα.

- Ε...ναι...συγγνώμη. Τώρα θα σε ελευθερώσω.

Ο κύριος Μανόλης σαστισμένος ελευθέρωσε τη νεράιδα και τη βοήθησε να μπορέσει να σταθεί στα φτερά της. Εκείνη φορούσε ένα ροζ φόρεμα και πράσινα γοβάκια. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα κότσο.

- Εμ...γεια σου. Συγγνώμη που δεν συστήθηκα πριν, είπε η νεράιδα. Είμαι η Λίλιαν, η νεράιδα του Ζαχαρένιου Βασιλείου. Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω.

- Υπάρχουν στα αλήθεια νεράιδες; Εγώ ποτέ δεν πίστευα σε μυθικά πλάσματα. Τέλος πάντων, είμαι ο κύριος Μανόλης και επιστάτης σε αυτό το σχολείο. Αλλά εσύ τι κάνεις εδώ πέρα μικρή μου νεράιδα:

- Είναι μεγάλη ιστορία, είπε η μικρή νεράιδα και άρχισε να την διηγείται. Πριν από λίγο καιρό, άρχισε να λέει πετώντας προς το βάθος της σκάλας του σχολείου με τον κύριο Μανόλη να την ακολουθεί, ήταν το παλάτι μου εδώ. Φτάνοντας στο τέλος της σκάλας ο κύριος Μανόλης δεν είδε τίποτα άλλο από μια μικρή ξύλινη πόρτα.

- Μα που είναι το παλάτι άρχισε να λέει σπάζοντας τη σιωπή.

- Το παλάτι είναι μέσα από αυτή την πόρτα, είπε η νεράιδα. Γιατί ο νεραιδομάγος ήθελε να πάρει το θρόνο μου και να κυβερνήσει αυτός στη Νεραιδοχώρα.

- Ποιος ήταν αυτός; ρώτησε ο επιστάτης.

- Ήταν ο Μέρλοον, απάντησε η νεράιδα

- Και τελικά τα κατάφερε;

- Ναι τα κατάφερε και τώρα κυβερνάει στη Νεραιδοχώρα.

- Είναι τρομερό, απάντησε ο επιστάτης. Μα πως τα κατάφερε;

- Ο Μέρλοον είναι αδερφός μου.

- Αδερφός σου; Είπε έκπληκτος ο κύριος Μανόλης. Και γιατί ακολούθησε τον κακό δρόμο, δεν καταλαβαίνω.

- Όταν οι γονείς μου πέθαναν, άρχισε να λέει η νεράιδα, μου έδωσαν το θρόνο για να κυβερνήσω εγώ. Ο Μέρλοον πάντα με ζήλευε γιατί λέει ότι οι γονείς μου μας έδειχναν πάντα περισσότερη φροντίδα σε μένα. Κι εκείνη την ημέρα θύμωσε τόσο που πήγε και συνεργάστηκε με τον μεγαλύτερο εχθρό που είχε ποτέ ο πατέρας μου, τον Μόρλεϊν. Αυτός έδωσε στον αδερφό μου ότι ήθελε και τον έκανε παντοδύναμο νεραιδομάγο. Με το μαγικό σκήπτρο που μου έκλεψε ελέγχει το μυαλό του αδερφού μου. Τώρα όλη η Νεραιδοχώρα είναι στο έλεος του Μόρλεϊν.

- Μα καλά, ποτέ δεν εξήγησες στον αδερφό σου ότι έκανε λάθος με τους γονείς σας;

- Του εξήγησα πολλές φορές ότι οι γονείς μας με άφησαν να κυβερνήσω μέχρι να γίνει είκοσι ετών. Μετά θα κυβερνούσαμε μαζί. Όμως δεν με πίστεψε.

- Ξέρω τι θα κάνουμε είπε ο κύριος Μανόλης. Θα πάμε στο παλάτι του Μόρλεϊν και θα πάρουμε το μαγικό σου σκήπτρο, έτσι θα σταματήσει να ελέγχει τον αδερφό σου.

- Αλήθεια;

- Ναι, υπόσχομαι να σε βοηθήσω. Όμως πως θα πάμε;

- Έχω τον τρόπο μου είπε η νεράιδα κι έκλεισε τα μάτια της.

Μετά είπε ένα δύσκολο μαγικό και εμφανίστηκε μια μεγάλη σκοτεινή τρύπα στο μαρμαρένιο πάτωμα του σχολείου.

“Πήδα”, είπε η νεράιδα στον κύριο Μανόλη και πήδηξε. Ο κύριος Μανόλης με κάποιο δισταγμό πήδηξε. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο κύριος Μανόλης ένιωθε ζαλισμένος αλλά δεν έβλεπε πουθενά τη μικρή νεράιδα. Κάποια στιγμή έπεσε πάνω σε ένα σωρό ξερά φύλλα. Εκεί είδε την νεράιδα να τον περιμένει.

- Πολύ σκοτεινά είναι εδώ, είπε ο επιστάτης.

- Τι περίμενες; Έξω από το κάστρο του Μόρλεϊν είμαστε.

Και τότε ο κύριος Μανόλης αντίκρισε ένα πολύ μεγάλο κάστρο. Φαινόταν να έχει πολλά δωμάτια. Στην κορυφή απλωνόταν ένας μεγάλος μυτερός πυργίσκος.

- Ξέρεις μήπως πως θα μπούμε μέσα; Είπε.

- Μμμμμ....ναι αλλά δεν θα είναι εύκολο. Πρώτα θα πρέπει να ξεγελάσουμε τους φρουρούς είπε η νεράιδα.

- Πως θα τους ξεγελάσουμε;

- Πάντα έχω λίγη νεραϊδόσκονη μαζί μου, απάντησε η νεράιδα.

- Νεραϊδόσκονη; Και σε τι χρησιμεύει η νεραϊδόσκονη;

- Θα υπνωτίσουμε τους φρουρούς του κάστρου απάντησε η νεράιδα.

Μετά από λίγη ώρα άρχισαν να ανεβαίνουν τις πέτρινες σκάλες. Σε κάθε φρουρά που συναντούσαν, έριχναν από λίγη νεραϊδόσκονη και τον έπαιρνε αμέσως ο ύπνος. Όμως ένας φρουρός που είχε δει την νεράιδα και τον επιστάτη πήγε και ενημέρωσε τον Μόρλεϊν. Εκείνος χάρηκε που θα την έβλεπε γιατί είπε ότι είχε την ευκαιρία να ελέγχει εκείνη όπως και τον αδερφό της. Έτσι λοιπόν έχοντας υπνωτίσει τους φρουρούς ο κύριος Μανόλης και η νεράιδα έφτασαν στο τέλος που οδηγούσε η σκάλα και αντίκρισαν μια μεγάλη ξύλινη πόρτα. Η νεράιδα λίγο φοβισμένη ακούμπησε την παλάμη της στην ξύλινη πόρτα και την έσπρωξε προς τα μέσα. Προς μεγάλη της έκπληξη η πόρτα άνοιξε και απλώθηκε σκοτάδι γύρω. Ο επιστάτης και η νεράιδα μπήκαν μέσα και προχώρησαν στον διάδρομο που απλωνόταν μπροστά τους. Έφτασαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο που σχεδόν ήταν άδειο. Το μόνο που υπήρχε ήταν ένας μεγάλος θρόνος, στολισμένος με κόκκινα πετράδια.

- Αυτή είναι η αίθουσα του θρόνου είπε η νεράιδα. Δεν είναι κανείς εδώ.

- Και τώρα τι θα κάνουμε;

- Τώρα θα αρχίσει άλλος ένας διάδρομος απάντησε. Θα χωριστούμε και θα ψάξουμε στα δωμάτια. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι το σκήπτρο, εντάξει;

- Ναι, απάντησε ο επιστάτης. Εντάξει.

Τότε άρχισαν να ψάχνουν στα δωμάτια. Ο κύριος Μανόλης το μόνο που βρήκε σε ένα δωμάτιο ήταν ένα μπαούλο που έγραφε επάνω τα αρχικά “Ι.Β.”. Του φάνηκε ενδιαφέρον, το κράτησε και συνέχισε να ψάχνει. Ξαφνικά άκουσε τη φωνή της νεράιδας να ζητάει βοήθεια. Κοίταξε από τη σχισμή της πόρτας ενός δωματίου και είδε τον Μόρλεϊν, να κρατάει τη μικρή νεράιδα. Από την τρομάρα του και την ανησυχία του για την νεράιδα του έπεσε το σεντούκι που κρατούσε. Το σεντούκι άνοιξε και πετάχτηκε από μέσα ένα σκήπτρο διακοσμημένο με ροζ πετράδια. Ο κύριος Μανόλης κατάλαβε ότι το σκήπτρο άνηκε στη νεράιδα. Τότε βγήκε έξω και φώναξε τον Μόρλρεϊν. «Κοίταξε τι έχω εδώ»του είπε. Τότε ο Μόρλεϊν γύρισε αφήνοντας την νεράιδα ελεύθερη για να δει τον κύριο Μανόλη. Έτσι τότε ο επιστάτης βρήκε την ευκαιρία να πετάξει το ραβδί στη νεράιδα. Εκείνη το έπιασε και είπε ένα μαγικό και σκότωσε τον Μόρλεϊν. Έτσι η νεράιδα τα κατάφερε με τη βοήθεια του κυρίου Μανόλη και κυβέρνησε με τον αδερφό της για πολλά, πολλά χρόνια.

 

 

 

Αναστασία Μπαντούνα - Δημοπούλου

03-2006

 
 
 
anastasia 03-2006 selida 1.jpg
anastasia 03-2006 selida 2.jpg
anastasia 03-2006 selida 3.jpg
anastasia 03-2006 selida 4.jpg
anastasia 03-2006 selida 5.jpg
anastasia 03- 2006- selida 6.jpg

 

 
 
• Το βραβευμένο παραμύθι της Αναστασίας το έστειλε ο συνεργάτης της σελίδας μας Αθανάσιος Αλεξόπουλος με την άδεια της μητέρας της.
 
•Την δακτυλογράφηση έκανε η συνεργάτης της σελίδας μας Μαριάννα Παναγιωτάκη.
 
 
-----------------
 

Ένα άλλο παραμύθι από τα μέρη μας.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε μια γυναίκα κι είχε τέσσερις νυφάδες. Ήτανε όμως πολύ κακιά πεθερά και τις νυφάδες τις βασάνιζε, ούτε να φάνε τις άφηνε, ούτε τίποτα. Αν ήθελε, τους έδινε εκείνη να φάνε, αν δεν ήθελε, μένανε νηστικιές. Τα παιδιά (=τα αγόρια) όμως την αγαπάγανε τη μάνα τους, γι’ αυτό οι νυφάδες δεν μπορήγανε να πούνε και τίποτα. Μια μέρα έστειλε η πεθερά τις νυφάδες στο ποτάμι να πλύνουνε και φαΐ δεν τους έδωσε να φάνε. Άμα πέρασε η ώρα, λέει η μια νύφη : «Καθίστε εσείς εδώ κι εγώ θα πάω να φέρω να φάμε». «Πώς θα πας, αφού είναι η πεθερά στο σπίτι και δε θα σ’ αφήκει;» τις λένε οι άλλες. «Εγώ θα πάω και μιλείτε καθόλου εσείς» λέει. Κινάει, που λέτε, και πάει στο σπίτι και βρίσκει την πεθερά. «Πεθερά, θέλω να με κουνιαρίσεις (=να με κάνεις κούνια)», της λέει. Δεν ήθελε η πεθερά, αλλά το ’πε, το’ ξανάπε κείνη, την κατάφερε. Παίρνει ένα σκοινί, το κρεμάει στο πατερό και άρχισε η πεθερά να την κουνιαρίζει. Την κουνιάρισε κει κάμποση ώρα και της λέει μετά η νύφη : «έλα τώρα να σε κουνιαρίσω εγώ». Ανεβαίνει η πεθερά στην κούνια, δίνει μια η νύφη, την πέταγε ως τον τοίχο, δίνει άλλη μια, πήγαινε η κούνια απ’ άκρη σ’ άκρη. Πήγαινε τόσο ψηλά που ζαλίστηκε η γρια, έγινε κουρέλι. Πάει τότε η νύφη και φτιάνει κουρκούτι καυτό και της το ρίχνει στο λαιμό της γριάς μ’ ένα χωνί και την έκαψε και δεν μπορούσε κείνη να πει τίποτα. Παίρνει τότε φαΐ, ψωμί, το πάει στις άλλες τις νυφάδες και τρώνε. Ρωτάγανε οι άλλες, πώς τα κατάφερε και τα’φερε. «Μη ρωτάτε ντιπ και τρώτε» τους έλεγε. Γυρνάνε το βράδυ σπίτι οι άντρες τους, πάει η γρια να τους πει τι έγινε, μόνο γλου, γλου έκανε. Κανείς δεν την καταλάβαινε. Φωνάζουνε το γιατρό να τη γειάνει (=θεραπεύσει), δεν μπορούσε. Όλο γλου, γλου. «Τι λέει;» Ρωτάγανε τα παιδιά την πρώτη νύφη, αυτήνε πο’ χε κάνει τη δουλειά. « Να γράψετε την πιο πολλή περιουσία σε μένα», έλεγε η νύφη, «για να περνάμε πιο καλά». Έτσι την ξεφορτωθήκανε οι νυφάδες την κακιά την πεθερά και αρχίσανε να περνάνε καλά………
Λαϊκός Βίος και Πολιτισμός της Πέρσαινας Ηλείας και της ευρύτερης περιοχής του οροπεδίου Φολόης της Χρυσούλας Δεπάστα Αργυρακοπούλου


Εκτύπωση   Email

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates