Ένα πολύ σπάνιο αλλά όμορφο τραγούδι της αγάπης που βρισκόταν πολλά χρόνια στο αρχείο μας.
Τραγουδιόταν σε ρυθμό τσάμικου στην κεντρική Πελοπόννησο σε Αρκαδία και Ηλεία.
Παρόμοιο στοίχοι με κάποιες παραλλαγές υπάρχουν σε νησιώτικα και σε άλλα τραγούδια από όλη σχεδόν την Ελλάδα.
Αναφέρεται σε έναν «άγουρο[1]» νέο.
Τι όμορφο επίθετο που είναι; άγουρος σαν τα φρούτα[2] και τους καρπούς που δεν έχουν ωριμάσει και είναι αγίνωτα, ανώριμα, άωρα, πρόωρα, πρώιμα.
Για πρόσωπα που δεν έχουν ολοκληρωθεί, που δεν έχουν αναπτυχθεί, δεν έχουν πείρα. Σχετίζεται με την παιδική ή τη νεανική ηλικία, ο μη ώριμος.
Η δημοτική μας ποίηση εκτός από αυτό το τραγούδι, έχει και άλλα με το ίδιο επίθετο[3] και παροιμίες.[4]
Έχουμε λοιπόν ένα αγόρι, έναν νέο, ένα παλικάρι που πελεκάει την πέτρα με το ‘να του το χέρι και όπως λέει και ο στίχος, το άλλο του το κόψανε.
Δεν έκανε κανένα έγκλημα απλά αγάπησε και φίλησε τη νέα που αγαπούσε. Κάποιοι όμως είχαν αντίθετη, διαφορετική άποψη. Οι συγγενείς ίσως… της κοπέλας δεν δέχτηκαν την προσβολή και του έκοψαν το χέρι.
Ο άγουρος βρίσκεται στη δουλειά του, πελεκάει την πέτρα ή για άλλους μια κολώνα προκειμένου να της δώσει τη μορφή που χρειάζεται.
Εκεί όμως που δούλευε, ξεπρόβαλε μια αρχοντοπούλα, στέκει δίπλα του και τον ρωτάει:
-Λεβέντη μου, που είναι το χέρι σου και πελεκάς με το ένα;
Φίλησα την αγαπητικιά μου, απαντάει στην αρχοντοπούλα και μου έκοψαν το ένα χέρι αλλά αν αυτή ήθελε θα την ξαναφίλαγα και ας μου έκοβαν και το άλλο.
Ίσως η πέτρα του σκανδάλου να είναι αυτή η κοπέλα, η περιφερόμενη αρχοντοπούλα.
Εδώ φαίνεται το μεγαλείο του έρωτα και της αληθινής αγάπης!
Τα θυσιάζει, τα δίνει όλα για όλα το άγουρο παλληκαράκι.
Μπροστά στον έρωτά του δεν υπολογίζει ακόμη και την σωματική του ακεραιότητα.
Όλοι οι στοίχοι του τραγουδιού συνδέονται με αριθμητική και συγκεκριμένα με τον πολλαπλασιασμό με αίωρο βέβαια αποτέλεσμα.
Τρεις έντεκα, τρεις δώδεκα, τρεις δεκαπέντε και έντεκα κι εφτά κι οχτώ
και δεκαοχτώ
και πέντε κι έξι και μισό
κι ένα και δύο κι ενάμισι
και πες μου πόσα κάνουν;
Μας τα έλεγε ό αξέχαστος γέρο-Χαντρελής[5] στο Αντρώνι όταν είμαστε τσορομπίλια. Ύστερα από λίγο αφού παιδευόμαστε το βρίσκαμε με το μυαλό!
Μας έλεγε κι άλλα πολλά ο γέρος, στο τζάκι της κρύες νύχτες. Ήθελε να δει την ευστροφία μας, να μας κάνει εξάσκηση για να «τρίψει» το μυαλό.
Να όμως που ήλθε η ώρα να τον μνημονεύσουμε για τα έργα του και αυτός να καμαρώνει από κει ψηλά που θα μας βλέπει.
Την πηγή[6] του τραγουδιού δεν την γνωρίζουμε[7].
Άγουρος πέτρα πελεκά
τρεις έντεκα τρεις δώδεκα,
τρεις πέντε δέκα πέντε
με το ‘να του το χέρι…
Αρχοντοπούλα πέρασε
τρεις έντεκα τρεις δώδεκα,
τρεις πέντε δέκα πέντε
στέκει και τον ρωτάει
Άγουρε πουν το χέρι σου
τρεις έντεκα τρεις δώδεκα,
τρεις πέντε δέκα πέντε
και πελεκάς με το ‘να
Κόρη την ξανά φίλησα
τρεις έντεκα τρεις δώδεκα,
τρεις πέντε δέκα πέντε
και μου ‘κοψαν το ένα.
Να την εξάνα φίληγα
τρεις έντεκα τρεις δώδεκα,
τρεις πέντε δέκα πέντε
κι ας μου ‘κοβαν και τ’ άλλο.
‘Αλλες παραλλαγές[8] του τραγουδιού.
Κώστας Παπαντωνόπουλος Οκτώμβρης 2018
[1] «Στους χρόνους σου τους άγουρους…» άγουρο παιδί ή παλληκάρι, άγουρο κορίτσι, «τάνυσε το άγουρο κορμί της», άγουρο στήθος, άγουρες σκέψεις κλπ.
[2] Άγουρο μήλο, σταφύλι (αγουρίδα), αχλάδι, ροδάκινο. Άγουρη ντομάτα.
[3] «ένας άγουρος κι ένας καλός λεβέντης
κάστρο γύρευε το ξένο, τ' αγουροξενητεμένο…»,
«άγουρο μήλο μο 'στειλε και κόκκινο γαϊτάνι…»
«…σ' μιά Κόρη κ' έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι σε μιά Φιλιάν αμάλαγη , με δίχως ασκημάδι… »
[4] Άγουρος προξενητής για λόγου του τηράει (κοιτάει)
[5] Διονύσης Λαμπαδας 1894
[6] Το τραγούδι δεν προορίζεται για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων. Το ακουστικό περιεχόμενο δεν ανήκει σε εμάς, δεν αποκομίζουμε και δεν επιθυμούμε κανένα κέρδος από αυτό το τραγούδι, δεν είμαστε κύριοι πνευματικών δικαιωμάτων. Όλα τα δικαιώματα ανήκουν στους παραγωγούς. Το παρόν ως βίντεο αναρτάται καθαρά για ψυχαγωγικούς λόγους των επισκεπτών της παρούσας ιστοσελίδας
[7] Ίσως να ανήκει στο Σύλλογος Δαραίων Αττικής «ο Άγιος Δημήτριος»
[8] αυτάνα μ' εκινήσασι
τη σήμερον ημέραν,
ν' αναθιβάλω και να πω
τά κάμαν και τά φέραν
σ' μιά κόρη κ' έναν άγουρο,
που μπερδευτήκα' ομάδι
σε μιά φιλιάν αμάλαγη,
με δίχως ασκημάδι.
Άγουρος πέτρα πελεκά
- αλήθεια κι όχι χωρατά -
με το 'να του το χέρι,
χειμώνα-καλοκαίρι...
Κόρη ξανθή τονε ρωτά
και μες στα σπλάχνα τον κεντά,
κόρη ξανθή του λέει
και κάθεται και κλαίει...:
- Άγουρε που 'ν' το ΄χερι σου,
- που να γινόμουν ταίρι σου... -
και πελεκάς με το 'να
καλοκαίρι και χειμώνα...;
- Εγώ 'λεγα να μην το ειπώ,
να μην το ξομολογηθώ,
να μην το μαρτυρήσω
και να μην το μολογήσω...
Στης ηγουμένης το κελί,
ραγίστηκα σαν το γυαλί...
κει μου το 'κοψαν το χέρι,
άδολό μου περιστέρι....
Εκεί στα μάρμαρα του γαλατά
Στα μάρμαρα του Γαλατά
Φραγκοκιτρολεμονιά
Στα μάρμαρα στην Πόλη
Ετρέλλανες με κόρη
Αούρος πέτρα πελεκά
Φραγκοκιτρολεμονιά
Και πελεκά με το να
τη μαρμαροκολώνα
Κόρη ξανθή επέρασε
Και τον εχαιρέτησε
Κόρη ξανθή του λέει και
κάθεται και κλαίει
Αούρε πουν το χέρι σου
χριστέ και να μουν ταίρι σου
Και πελεκάς με το να
τη μαρμαροκολώνα