Γράφει: o Κώστας Παπαντωνόπουλος, Τρυγητής 2020
Η Ασήμω Ντάρμα ήταν γυναίκα του Θοδωράκη Ντάρμα από το χωριό Σκλήβα, με καταγωγή από το Γερμουτσάνι (συνοικισμός του οικισμού Αγράμπελα) το γένος Λαγού. Ήταν μια ψηλή γεροδεμένη γυναίκα με ανδρική κορμοστασιά. Κατά την επανάσταση του 1821 ήτανε κάπου τριάντα χρονών. Ο άνδρας της τραυματίσθηκε σε κάποιο άγνωστο επεισόδιο, έπαθε γάγγραινα και πέθανε νεότατος, αφήνοντας την Ασήμω χήρα μ’ ένα κορίτσι.
Τον Δεκέμβριο του 1825 όταν έγινε η επέλαση του Ιμπραήμ πασά κατά των χωριών της Πηνείας, οι ορδές του απ’ όπου περνούσαν, λεηλατούσαν, σκότωναν, βίαζαν και τέλος πυρπολούσαν τα πάντα. Η Πελοπόννησος, η Ηλεία, η Πηνεία και η Ορεινή Ηλεία δέχθηκαν μεγάλες συμφορές και ο άμαχος πληθυσμός όταν αντιλαμβανόταν να πλησιάζει ο εχθρός κατάφευγε στα δάση, σε απομακρυσμένες χαράδρες, σε σπηλιές και πολλοί εξ αυτών ανέβαιναν στις βουνοκορφές του Ωλονού για περισσότερη ασφάλεια.
Η Ασήμω την ημέρα που οι Τουρκοαιγύπτιοι σάρωναν στην κυριολεξία την Πηνεία, κρύφθηκε μέσα στην χαράδρα μοναχή της, εκεί κοντά στο Παλιομονάστηρο του Αγιάννη μέσα σε μια συστάδα με κατσοπρίνια και βατουκλιές.
Ένας προδότης - ρουφιάνος με βρώμικο παρελθόν που βρισκόταν στην υπηρεσία τούρκου αγά, από το χωριό Σιμόπουλο με το παρατσούκλι Φλέτσας (για ευνόητους λόγους δεν αναφέρουμε το επώνυμό του), είχε μαζί του και ένα κυνηγοζάγαρο και ακολουθούσε τους Τουρκοαιγύπτιους που τον χρησιμοποιούσαν και ως οδηγό. Μόλις λεηλάτησαν το χωριό Σκλήβα και προχωρούσαν προς την Χαλαμπρέζα (σημ. Πρόδρομος), κάτου στην Λαγκαδιά το ζαγάρι του προδότη τρούπωσε μέσα στο ρεματάκι κλαφουνώντας λες και είχε μυριστεί λαγό. Οι Τουρκοαιγύπτιοι πέρασαν δίχως να δώσουν ιδιαίτερη σημασία, ενώ ο Φλέτσας ακολούθησε το σκυλί του. Το σκυλί κλαφουνώντας ζύγωσε κοντά εκεί που ήταν κρυμμένη η Ασήμω και άρχισε να γαυγίζει έντονα. Ο Φλέτσας, τρούπωσε και αυτός μέσα στα πουρνάρια και βρήκε την Ασήμω να είναι κουλουριασμένη σαν το φίδι και δεν έβγανε ανάσα. Μόνο η καρδία της κτυπούσε δυνατά, τα αυτιά της ήτανε τεντωμένα να αρπάξουν τον παραμικρό ήχο και τα μάτια της ανίχνευαν όσο ορατό πεδίο ήταν μπροστά της. Μόλις ζύγωσε κοντά ο Φλέτσας, ερευνούσε με μια γκλίτσα που κρατούσε στα χέρια, την τρούπωνε εκεί που κλαφούναγε το σκυλί και έτσι την εντόπισε.
Η Ασύμω, σιγά- σιγά και τρέμοντας, ξεδιπλώθηκε και βγήκε έξω. Η πρώτη της ματιά ήταν να «κόψει» τον τόπο τρογύρω αν υπάρχουν κι άλλοι. Όμως οι τουρκαλάδες είχαν προχωρήσει, και είχε μείνει μόνος του ο Φλέτσας. Ήταν αρματωμένος και στο ένα χέρι κρατούσε και μια πιστόλα προτεταμένη προς την Ασήμω. Αυτή που ήτανε πανέξυπνη και καπάτσα, μόλις είδε ότι ήσαν μόνοι τους, αναγνώρισε τον Φλέτσα, από τις περιγραφές που είχαν κάνει οι συγχωριανοί της. Είχε ακούσει πολλά για δαύτονε, αφού με τις ρουφιανιές και τις ατιμίες του ήτανε πασίγνωστος σε όλη την Ηλεία. Είχε ένα χαρακτηριστικό σημάδι στο ζερβί του μάγουλο, μια παλιά μαχαιριά ή καν κάψιμο και τόνε ξέρανε ούλοι. Η Ασύμω όμως έκανε πως δεν τον γνώριζε, και συμπεριφέρθηκε σαν τάχα να είχε μπροστά της ένα τούρκο. Άρχισε να του κάνει τα γλυκά μάτια και μάλιστα σήκωσε το φουστάνι της κάνοντας μια γκριμάτσα πόνου, να του δείξει πονηρά την γρατζουνιά που είχε ψηλά στο μπούτι της, όταν πιλάλαγε να προκάνει να τρουπώσει. Με νάζι και με άλλες ερωτικές κινήσεις τον προέτρεψε να την πλησιάσει με τελικό σκοπό να την απαυτώσει. Αυτός δίχως να χάσει καιρό έβγαλε πιο πέρα τα άρματά του και την τράβηξε πίσω από τα πουρνάρια για να ξεθυμάνει επάνω στο όμορφο και ζουμερό κορμί της. Μόλις την ξάπλωσε χάμου, την άρπαξε από τον λαιμό με σκοπό να την φιλήσει. Εκείνη με μια αστραπιαία κίνηση, έβγαλε ένα κοπίδι του συγχωρεμένου του άνδρα της που το είχε κρύψει στην ζώνη μέσα από την βράκα της και με μεγάλη δύναμη τον τρούπησε στην νεφραιμιά και με απέραντο μίσος στριφογύρισε το κοπίδι πέντε έξι φορές μέχρι που τον ξεκοίλιασε για τα καλά. Ούτε άχ δεν έβγαλε ο προδότης, μόνο τανήθηκε λίγο και μετά έντωσε αδύναμος σαν κοψομεσασμένο φίδι.
Σκούπισε το κοπίδι της απάνου στα σκουτιά του, τον έγδυσε, του πήρε και τα άρματα και τα έκρυψε λίγο πιο μακριά από τον τόπο του φονικού. Η Ασύμω ύστερα μπήκε στο ρέμα που είχε κάνα δυο λούμπες από το νερό που έβρεξε πριν λίγες μέρες, πλύθηκε και ξανά κρύφτηκε.
Οι Τούρκοι δεν πήρανε χαμπάρι τίποτα και προχωρήσανε στην Χαλαμπρέζα. Αφού λεηλάτησαν το χωριό, το έκαψαν και κάμποσοι γυρίσανε προς το Μαζαράκι, ενώ άλλοι σάξανε κατά την Μποκοβίνα.
Αργά το απόγιομα που καταλαγιάσανε λίγο τα πράγματα, οι Σκληβαίοι, άρχισαν σιγά –σιγά να μαζεύονται στο χωριό τους. Τότε μαζεύτηκε και η Ασήμω καταρρακωμένη αλλά υπερήφανη και τους μολόγισε την περιπέτειά της. Ένας αδερφός του Φλέτσα, όταν έμαθε για τον φόνο του αδερφού του και πως έγινε, πήγε στου Σκλήβα και ζήτησε παρεξήγηση από την Ασήμω. Η απάντηση της Ασήμως ήτανε ορθή κοφτή:
-Κάτσε φρόνιμα γιατί έτσι θα σε βρούνε και εσένα!
Ο αδερφός του Φλέτσα, ανύπανδρος κι αυτός, μετά από αυτό το συμβάν δεν τον χώραγε ο τόπος αλλά και οι Σιμοπουλαίοι είχαν αρχίσει να τον απαξιούν και να τον ρεζιλεύουν για τα καμώματα του αδερφού του, έφυγε και δεν ξανά πάτησε ποτέ στο χωριό.
Η Ασήμω ύστερα από λίγα χρόνια πέθανε από κάποια λοιμώδη ασθένεια, αφήνοντας πίσω της την τσούπα της. Το κατόρθωμά της όμως είχε συγκινήσει τους κατοίκους της περιοχής της όπου ο Σπύρος Κουτσομητσόπουλος* από του Σκλήβα ανέλαβε και πάντρεψε το κορίτσι της στο διπλανό χωριό Λάττα Πηνείας, με κάποιον Γιωργάκη Μπούζη.
Εις ένδειξη τιμής για τον ηρωισμό της μητέρας της που ξέβγαλε ένα μεγάλο προδότη, στην προίκα της συνέβαλε όλο το χωριό.
Σημείωση:
* ΚΟΥΤΖΟΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠΥΡΟΣ: Γεννήθηκε στο χωριό Σκλήβα Πηνείας. (Αριστεία Φ. 23). Ονομάστηκε ταξίαρχος. Σε διάφορες μάχες εντός και εκτός του Μοριά. (Αριστεία Φ. 52). Υπό τους Γεώργιο. Χρ. και Μ. Σισίνη, έως το 1828 φέρων τον βαθμό του ταξιάρχου. Συμμετείχε σε Μάχες και Πολιορκίες, του Πουσίου, του Μεσολογγίου (υπό τον Καν. Δεληγιάννη), των Π. Πατρών, της Πλάκας και των Αθηνών. Συμμετείχε ενεργά σε μάχες κατά των δυνάμεων του Ιμπραήμ πασά. Χάλκινο (Αριθμ. 264 / 114), (Αριστεία Φ. 23).