Ο ΠΑΠΑΣ Ο ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΥΓΑ
Μια φορά σ' ένα χωριό ένας από τους επιτρόπους του ναού, όταν του δινόταν η κατάλληλη ευκαιρία τρύπωνε στην εκκλησία και έκλεβε μέρος από τα λεφτά από το παγκάρι, αλλά άφηνε κιόλας για να μην τον πάρουνε χαμπάρι ο παπάς και οι άλλοι επίτροποι. Ο παπάς πονηριάστηκε και μια μέρα παραφύλαξε αλλά ο κλέφτης επίτροπος, ήταν παμπόνηρος και δεν έπεφτε εύκολα στην παγίδα του παπά.
Όμως ο παπάς για να ξεδιαλύνει την υπόθεση και ν' ανακαλύψει τον κλέφτη, μια ημέρα, τους κάλεσε όλους στο σπίτι του για να τους κάνει δήθεν διάφορες ανακοινώσεις.
Εκεί που πίνανε το καφεδάκι τους, ο παπάς τους ανακοίνωσε ότι κάποιος μεταξύ των ήταν ο κλέφτης του παγκαριού. Όλοι τους κοιταζότανε αναμεταξύ τους γεμάτοι απορία, για το ποιος είναι ο κλέφτης.
Τότε ο παπάς λέει, ότι γνωρίζει τον κλέφτη διότι αυτή την στιγμή, επάνω στο κεφάλι του κάθεται μια μύγα. Τότε ένας από τους επίτροπους, ο πραγματικός κλέφτης, με ταχύτητα και απερισκεψία, έφερε με φόρα το χέρι στο κεφάλι του για να εκδιώξει την μύγα.
Οι υπόλοιποι τρεις επίτροποι δεν έκαναν καμιά κίνηση, αλλά ούτε και υπήρχε μύγα σε κανενός το κεφάλι, ήτανε μια μπλόφα του παπά για ν' ανακαλύψει τον πραγματικό και παμπόνηρο κλέφτη και τα κατάφερε.
ΤΑ ΠΟΝΤΙΚΙΑ
Μια φορά ήσαν δυο πρωτεξάδελφα ποντίκια. Ο ένας ζούσε μέσα στους λόγγους τρώγοντας, βελανίδια, μούρα, σαύρες, έντομα κ.λπ. και ο εξάδελφός του ζούσε μέσα στην πόλη και συγκεκριμένα μέσα σ' ένα παντοπωλείο. Μια μέρα σμίξανε σ' ένα τσιμπούσι και ο ποντικός της πόλης έπιασε συζήτηση με τον εξάδελφό του που ζούσε στους λόγγους.
-Τι κάνεις καημένε ξάδερφε στους λόγγους και σε τρώει το κρύο η πείνα και όλη την ημέρα σκοτώνεσαι να βρεις φαγητό;
- Και που να πάω ρε ξάδερφε;
- Έλα κοντά στην πόλη, εκεί που ζω κι εγώ. Εκεί θα ζήσεις σαν άρχοντας με ούλα σου τα καλά, δεν θα σε τρώει το κρύο και η βροχή ούτε η ζέστη, θα τρως τυριά, σαλάμια, ψωμιά, αλεύρια, πατάτες, φρούτα κι ότι ζητάει η ψυχούλα σου.
Τι να κάνει ο ξωμάχος ο ποντικός, από τα πολλά πείστηκε και κίνησε με τον εξάδελφό του και κατέβηκαν αντάμα στην πόλη και στην συνέχεια τρουπώσανε στο παντοπωλείο να συγκατοικήσουνε. Ο ταλαίπωρος ξωμάχος ποντικός, τις πρώτες ημέρες περνούσε καλή ζωή. Μια μέρα όμως, εκεί που πήγε να πάει στα τσουβάλια με τα αλεύρια, τον έπιασε μια τσάκα που είχε τοποθετήσει ο μπακάλης.
Είδε και απόειδε κάνοντας προσπάθειες για να ξεφύγει από αυτό το σιδερένιο εργαλείο που τον είχε μαγκώσει και είχε σφίξει τα οπίσθιά του. Όμως αφού είδε ότι ήταν αδύνατο να ξεφύγει, λέγει με παράπονο στον εξάδελφο του:
«Καλύτερα στους λόγγους, βελάνι τυλωμένος, παρά στην πόλη άρχοντας και τον κώλο τουρλωμένο».
Τότε κατάλαβε ποια τα καλά και ποια τα άσχημα της πόλης και της καλοζωίας.
Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ Η ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ
Κάποτε σ' ένα χωριό, ζούσε ένα ανδρόγυνο, ο Γιώργης με την κυρά του. Μετά από λίγα χρόνια μπήκε ο σατανάς στο ζευγάρι και χωρίσανε. Αν και ζούσανε χώρια, όμως διαζύγιο ποτέ δεν βγάλανε. Η Γιώργαινα όμως τον αγαπούσε πολύ αλλά ήτανε και υπερήφανη, δεν ήθελε να κάνει το κάτου και να πάει να του ζητήσει να τα ξαναβρούνε.
Όμως κάθε μέρα πήγαινε στην εκκλησία του χωριού και στεκότανε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και παρακαλούσε την Παναγία, να κάνει το θαύμα της και να της φέρει πάλι πίσω τον Γιώργη της. Από τις πολλές φορές που πήγαινε ο Γιώργης ψυλλιάστηκε ότι κάτι συμβαίνει με την πρώην γυναίκα του και μια ημέρα έκατσε και την παρακολούθησε, να ιδεί τι κάνει κάθε ημέρα στην εκκλησία.
Κι έτσι έγινε, μια ημέρα την πήρε από κοντά και πήγε και κρύφθηκε πίσω από κάποιο φεγγίτη της εκκλησίας και παρακολουθούσε το εσωτερικό του ναού. Είχε βλέπεις τον φόβο μήπως είχε κανένα δεσμό με κανένα συγχωριανό και τον συναντούσε στην εκκλησία.
Η Γιώργαινα αμέριμνη, μπήκε στην εκκλησία και κατευθύνθηκε προς την εικόνα της Παναγίας και παρακαλούσε την Παναγία να της φέρει τον Γιώργη πίσω. Καθώς προσευχότανε κι έκανε τον σταυρό της, είδε κάποιο ίσκιο από τον φεγγίτη και γυρίζοντας προς το παράθυρο είδε τον Γιώργη να την παρακολουθεί.
Τότε γύρισε πάλι προς την Παναγία και από την υπερηφάνειά της λέγει με δυνατή φωνή: «Και τ' άκουσες τι σου 'πα κυρά- Παναγία μου, να μην μείνει Γιώργης για Γιώργης πουθενά»!!!