του Κώστα Παπαντωνόπουλου - Πλίεγκα
Το χωριό Κλειντιά (Κλεινδιά) Ωλένης από τουρκοκρατίας απ’ ότι γνωρίζουμε, φημιζόταν για τους εξαίρετους και επιδέξιους τεχνίτες - κατασκευαστές βαρελιών και βαγενιών, τους ονομαστούς βαρελάδες και βαγενάδες. Η βαρελοποιία σ’ αυτό το μικρό και ασήμαντο χωριό αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό και η φήμη των μαστόρων διευρύνθηκε όχι μόνον στα γύρω χωριά της βόρειας Ηλείας, αλλά και στον Ηλειακό κάμπο, στην Γορτυνία, στα Καλαβρύτοχώρια ακόμη και ως την νήσο Ζάκυνθος.
Σήμερα οι βαρελάδες δεν υπάρχουν πια αλλά και η πολιτεία δεν έκανε κάτι για να διατηρηθεί και να σωθεί αυτό το επάγγελμα ούτε φρόντισε να δημιουργήσει ένα μουσείο με αναφορά στην σπουδαία τέχνη των βαρελιών και βαγενιών με την μακρόχρονη δράση.
Μετά την επανάσταση του 1821 δυο βαρελάδες, οι Σταυροπουλαίοι, είχανε μια παραγγελιά να σάξουνε πέντε βαγένια 12άρια, δηλαδή 12 βαρέλες το καθένα. Η κάθε βαρέλα αντιστοιχούσε σε 60 οκάδες κρασί.
Ο Χρυσαντάκης ο Σκέντζης από τη Γιάρμαινα ήτανε γυρολόγος και τσαμπασάκος. Στην Γαστούνη που ήτανε κάτου στον κάμπο, είχε ένα φίλο νοικοκύρη με πολλά αμπέλια και ζωντανά που τόνε λέγανε Σίμο. Νοικοκύρης με τα ούλα του και λεφτάς, οι παράδες του ήσαντε μπαουλιάρηδες.
Εκείνος μετά από κουβέντα του είχε ειπωμένο, ότι είχε κάποιους κολέγηδες που φκιάνανε δέντρινα βαγένια με παχιά δόγα. Ο Γαστουνιώτης πήρε τον Σκέντζη και πήγανε στου Μπεντένι και από εκεί στου Κλειντιά. Μιλήσανε με τους Σταυροπουλαίους και αφού τα συμφωνήσανε, έδωκε παραγγελιά να του φκιάσουνε 5 δωδεκάρια βαγένια και να τα παραδώσουνε μέχρι τα τέλη Αυγούστου στη Γαστούνη στο σπίτι του και να τα στήσουνε. Οι Σταυροπουλαίοι ζητήσανε και προστάντζα για καπάρο και για να βάλουνε στ’ αυλάκι την δουλειά. Φκιάσανε συμφωνία και ένα χαρτί που το υπογράψανε ευτούνοι οι Σταυρόπουλοι, ο Σκέντζης και ο παπάς του Κλειντιά, που ήτανε και μπάρμπας των Σταυροπουλαίων. Ο Γαστουνιώτης ο Σίμος έδωκε προστάντζα και αφού φκιάσανε τα χαρτιά τα υπογράψανε και ο καθένας πήρε το δικό του.
Οι Σταυροπουλαίοι βαλθήκανε από μπονόρα στην δουλειά, όχι μόνο για να φκιάσουνε τα βαγένια του Σίμου, αλλά θέλανε ν’ ανοίξουνε και πόρτα στον κάμπο. Ο Σίμος θα ήτανε ντελάλης για ευτούνους. Αφήκανε κάμποσες μέρες μέχρι να φτάσει το φεγγάρι στη γιόμιση και μόλις έφτασε η ώρα τους, παγαίνανε στην γκάπελη βρίσκανε μόρτικα ξύλα τα κόβανε τα φορτώνανε στα μουλάρια και τα φέρνανε στο χωριό, βαλθήκανε να φκιάσουνε την παραγγελιά.
Πέσανε με τα μούτρα στην δουλειά και μέσα σε κανά δυο μήνους μαζί με τις άλλες παραγγελιές έτοιμα και τα βαγένια του Σίμου. Μάλιστα κανονίσανε και του φκιάσανε και ένα βαρέλι για νερό τζάμπα έτσι για την ευχαρίστηση, αλλά ευτούνοι το πηγαίνανε για καλοπιάσιμο και για μάρτυρα ότι ήσαντε καλοί και για ν’ ακουστεί.
Αφού τα φκιάσανε τα χαράξανε και ετοιμαστήκανε, στείλανε παραγγελιά και στον Σκέντζη, ότι την τάδε μέρα θα πάνε να παραδώσουνε τα βαγένια, να το ξέρει και ευτούνος και να του δώσουνε μόλις αποπλερωθούνε ένα φιλεματάκι για την δουλεία που τους έδωκε. Μόλις έφτασε η μέρα, τα ταχτοποιήσανε σε δέματα και για να τα κουβαλήσουνε επήρανε ακόμη και δυο καματιάρικα μουλάρια. Τα φορτώσανε σκέτες σανίδες και μια κουλούρα στεφάνι, μετρημένο για να τα δέσουνε, τα εργαλεία τους, ματσόλες, πριόνια, σκαρπέλα, σφυριά, πιράκια σιδερένια για τα στεφάνια, πίρους ξύλινους για τα βαγένια, κάνουλες, κουμπαδόρους, ταλιαδούρα, ανέμη, χαμοπλάνη, γραδοτήρι, κουμπάσσο, σφήνες, ψαθί κ.ά. Ακόμη πήρανε και κουβέρτες, ψωμί, τυρί, και ότι άλλο είχανε στην φτώχεια τους.
Κινήσανε την αυγή να πάνε να παραδώσουνε και να στήσουνε τα βαγένια. Περάσανε στην από κει μεριά από το λαγκάδι, σκαλώσανε την πλαγιά και βγήκανε στην γκάπελη εκεί που είναι τα Πανέϊκα Χάνια, στο δρόμο και σάξανε για τα Μαραγκαέϊκα. Το απόγιομα φτάσανε στις κάτου Λουκάβιτσες και επειδή ήτανε το Τζαμέϊκο πανηγύρι, πιάσανε μια μεριά κοντά στο πανηγύρι. Ξεφορτώσανε τα μουλάρια, τα ξεσαμαρώσανε και τα δέσανε σε μια κριθαριά ενού φίλου τους του Αντώνη του Δημόπουλου ή Τσαλφούρα το παρατσούκλι. Εστρώσανε χάμου τα σκουτιά τους και αφού κολατσίσανε, αφήκανε τον κάλφα τους να φυλάει τα πράματα και σάξανε για το πανηγύρι, να χουζουριάσουνε, να ιδούνε και να γλεντήσουνε. Εκεί ήπιανε με το παραπάνου και μεθύσανε, τους κέρναγε ένας να πίνουνε με την μπότσα μέχρι που γίνανε δαυλί στο μεθύσι.
Λέγεται ότι, όταν κόντευε να κιώσει το κρασί τους τους ρίξανε μέσα, χωρίς να καταλάβουνε, στάχτη από τσιγάρο και γίνανε κουρούμπελο.
Το πρωί γυρίσανε στην κριθαριά του Αντώνη χεσμένοι, ούτενες που βλέπανε μπροστά τους, είχανε γυρίσει τα άντερά τους ανάποδα από τη στάχτη, και πέσανε ξεροί για ύπνο. Μέχρι που κοντέψανε να σκάσουνε αν δεν τους πότιζε λεμόνι μια γυναίκα.
Μόλις ξυπνήσανε το γιόμα, πουθενά ο κάλφας, ούτε οι δούγες, ούτες εργαλεία, ούτε σαμάρια, ούτενες και τα μουλάρια, χαϊτά.
Τον κάλφα τόνε βρήκανε πιο πέρα σε κάτι κυδωνιές να κοιμάται του καλού καιρού και ήτανε ζουπημένος στον σβέρκο, είχε γίνει κατάμαυρος σα συκώτι. Ψάξανε, ξαναψάξανε πουθενά τα ζωντανά και τα πράματα, δεν είδε κανείς τίποτα, ούτε πήρε κάποιος χαμπάρι. Πάνε τα ζωντανά πάνε τα βαένια και τα εργαλεία τους, μεγάλος τζερεμές για δαύτους. Αφού είδανε και αποείδανε ότι δεν βρίσκουνε τίποτα, γυρίσανε ξοπίσω στου Κλειντιά μ’ αδειανά τα χέρια και με χρέη, να πλερώσουνε τα ξένα μουλάρια, το καπάρο, τα μουλάρια τους, τα εργαλεία τους την δουλειά τους, άσε την ντροπή από τον κόσμο.
Κάπου λέγανε ότι τα φάγανε στο χορό στο πανηγύρι, άλλοι, ότι τα πουλήσανε κι τέτοια τρογυρίζανε από στόμα σε στόμα.
Επεράσανε κανά οκτάρι μήνες και εκεί που είχε πάει ένας να παραγγείλει ένα βαγένι, κατά τύχη βρήκε μέσα στο βαγενάδικο τον Σκέντζη, τον τήραγε από εδώ κι από εκεί και του είπε εσένα κάπου σε ξέρω. Το έφερε από εδώ το έφερε από εκεί, του λέει εσύ δεν είσαι με τα μουλάρια και τα βαγένια που ήθελες ντερμεντέ και σώνει να τα περάσεις πέρα στην περαταριά στα Σαμπάναγα και τσακώθηκες με τον μπερατάρη;
Περαταριά: αυτοσχέδια ξύλινη εξέδρα η οποία επιπλέει και εκτελεί την συγκοινωνία ανάμεσα σε δύο όχθες ενός ποταμού. Το χειροκίνητο τελεφερίκ.
Τι είχε γίνει; Ο Σκέντζης ήτανε και αλογοκλέφτης και σούρτης. Μετά την παραγγελιά των Σταυροπουλαίων, ότι θα πάνε να παραδώσουνε τα βαγένια, πήρε κάνα δυο κολέγηδές του και τους πήρε απο κοντά τους Σταυροπουλαίους. Μάλλον θα ήθελε να τους πάρει τα λεφτά, όταν θα πλερωνόσαντε, αλλά φαίνεται βρήκε την ευκαιρία και εκεί που κοιμότανε ο κάλφας των Σταυροπουλαίων, βάλανε μπροστά και βαρέσανε το παιδί, το αφιονίσανε και φορτώσανε τα μουλάρια και πήγανε να τα περάσουνε στην περαταριά του Γαστουναίϊκου, στον Σαμπαναγέϊκο πόρο για να πάνε τα βαγένια στην Αχαγιά. Εκεί στην περαταριά, κατά τύχη τον είδε ο άνθρωπος και το μαρτύρησε δίχωτις να το περιμένει.
Έτσι τσακώσανε τον Σκέντζη. Πήρανε μαζί τον μάρτυρα και πήγανε στο Γούμερο καν στο Μουζάκι στους χωροφυλάκους και τα πλέρωσε όλα ο Σκέντζης και δικάστηκε και μετά πήγε και κάμποσο καιρό στα έργα.
Όσο για τους Σταυροπουλαίους συνέχισαν την βαρελοποιία στου Κλεινδιά μέχρι τα τελευταία χρόνια.
Υγ. Είχαμε πάει πριν δέκα περίπου χρόνια στο Κλεινδιά με τον φίλο Γιώργο Μαρκόπουλο από την Γιάρμενα και είχαμε καταγράψει το εργαστήρι του Μάρκου Σταυρόπουλου όταν ήταν ακόμη εν λειτουργία.