Πολλές φορές ακούμε την λέξη «κοψίδι» και όλοι εννοούμε κάποιο κομμάτι, κρέας ή μεζέ, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι, από οποιοδήποτε σφάγιο.
Κατά την ημέρα που έσφαζαν παλιά τα γουρούνια, κυρίως τα Χριστούγεννα και τις Αποκριές, επειδή αυτά ήσαν χρονιάρικα (ηλικίας ενός χρόνου) και μπορεί και περισσότερο συνήθως ήσαν μεγάλα δηλαδή από 100 οκάδες και πάνω, τότε καλούσαν φίλους, συγγενείς και γείτονες να συνδράμουν ώστε να το γονατίσουν ξαπλώσουν στο κάτω στο έδαφος. Η διαδικασία του ξαπλώματος άρχιζε με συνεχόμενο χάϊδεμα και ξύσιμο στην κοιλιακή χώρα και αυτό έπειτα από λίγα λεπτά ξάπλωε κάτω το έδαφος. Αμέσως το έπιαναν οι άνδρες να το κρατήσουν σταθερό και ο σφάχτης με το μαχαίρι να του κάνει την τομή στον λαιμό. Η βοήθεια των ανδρών χρειάζονταν περισσότερο μέχρι να ξεψυχήσει το σφάγιο και λιγότερο κατά το κρέμασμα, το γδάρσιμο και το ξεκοίλιασμα.
Όταν έσφαζαν γουρούνι προέβαιναν σε μια ιεροτελεστία, κι αυτό το αντλούμε από τις ενέργειες που τελούσαν όταν λιγοψυχούσε το σφάγιο. Τότε του έβαζαν στο στόμα ένα λεμόνι και μετά το λιβάνιζαν και τότε όλοι εύχονταν, «Καλό- φάγωτο», «Του χρόνου τρανύτερο», «Καλές Γιορτές», «Μπουκιά και χόρταση» κ.λπ. Μόλις ξεψύχαγε, ο σφάχτης του έκοβε τον καρύτζαφλο (λάρυγγα) και αφού προηγουμένως είχε ανάψει φωτιά η νοικοκυρά του ιδιοκτήτη του χοιρινού, έριχναν τον καρύτζαφλο επάνω στα κάρβουνα να ψηθεί για να πιουν ένα ποτήρι κρασί οι παρευρισκόμενοι, να δώσουν τις ανάλογες ευχές και να δοκιμάσουν από το σφάγιο.