Η έναρξη της επανάστασης στην Πηνεία και τα σοβαρότατα επεισόδια που διαδραματίστηκαν εκείνη την ταραγμένη εποχή, δεν είναι μεμονωμένα γεγονότα, αλλά συνδέονται άμεσα με την έναρξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης, που σήμανε και το τέλος της πολύχρονης σκλαβιάς. Οι Ηλείοι συγκαταλέγονται από τους πρώτους σ’ ολόκληρο τον Μοριά, που επαναστάτησαν κατά των Τούρκων και τους εκδίωξαν μια για πάντα.
Αν και μας φαίνεται παράξενο, όμως πρέπει να γνωρίσουμε και να αποδώσουμε τις αρμόζουσες τιμές, σ’ αυτούς που πρωτοστάτησαν και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα για την απελευθέρωση του τόπου μας. Σήμερα θ’ αναφερθώ στα σημαντικότατα γεγονότα, που διαδραματίσθηκαν εδώ στην Πηνεία εκείνες τις πρώτες ημέρες, μέχρι και την μεγάλη και καθοριστική όχι μόνον για τον τόπο νίκη των Ελλήνων στο Πούσι της Φολόης, αλλά και για την θετική εξέλιξη του αγώνα για την απελευθέρωση του Γένους.
Κατά τα μέσα Φλεβάρη του 1821, μερικά μεμονωμένα αλλά σοβαρά επεισόδια, ανησύχησαν σημαντικά τους Λαλαίους Τουρκαλβανούς. Μια ομάδα από ενόπλους, υπό τον Νικολάκη Μπαλάσκα, στη θέση Σαραντάπορο, στην Καρυά του δήμου Ωλένης, έστησε ενέδρα στους Τούρκους, σεϊμένιδες και τασιλταραίους του φοροεισπράκτορα Σεϊφουλάχ και του μεντζίλη του Καρακασίμ Αγά, όπου και σκότωσαν μερικούς από αυτούς.
Στην Σπαρτουλιά (οικισμός Αντρωνίου), κάτω από το σημερινό μνημείο του Γιώργη Γιαννιά, τον Μάρτη του 1821, ο Στασινός και ο Τσούμπας, σκότωσαν τον Διβριώτη Αθανάσιο Μπέργιο, φοροεισπράκτορα του Σεϊντάγα, και τέλος στη περιοχή της Φολόης, ακολούθησε ο φόνος του Ντελή και Μαξούτη, ανθρώπων που ανήκαν στην υπηρεσία των Λαλαίων Τούρκων.
Στην Πηνεία, η σπίθα της έκρηξης της μεγάλης Επανάστασης πυρπόλησε τις ψυχές των Πηνειωτών και τους έδωσε το έναυσμα να πρωτοστατήσουν στη επαναστατική ροή των γεγονότων. Αν και η ιστορία τους απαξίωσε, εμείς σήμερα οφείλουμε και έχουμε το χρέος να τους τιμήσουμε, κάνοντας μια μικρή αναφορά για τα όσα προσφέρανε στην πατρίδα.
Από τις πρώτες ημέρες της έναρξης της επανάστασης, όλη η Πηνεία βρισκόταν στο πόδι. Ένα σοβαρότατο επεισόδιο, στον οικισμό Κλεισούρα (σήμερα εγκαταλειμμένος οικισμός), ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα της απόφασης των ντόπιων, να πάρουν τ’ άρματα και να δημιουργήσουν επαναστατικά στρατόπεδα. Στις 18 Φλεβάρη του 1821, ο σπαχής του χωριού Καράτουλα, μαζί με τον μεντζίλη και τον μουκατελεντζή και με μια ομάδα Λαλαίων Τουρκαλβανών, κατέφθασαν στον οικισμό για να συλλέξουν τους προκαθορισμένους φόρους.
Όταν έφθασαν στα πρώτα σπίτια, ο σπαχής, που είχε παλιά διδόμενα με τον Μήτσο τον Γαλανάκο, άφησε την συνοδεία του και κατευθύνθηκε στο σπίτι του. Εκεί βρήκε την γυναίκα του, την Χαρλάμω να φουρνίζει ψωμί. Την ρώτησε για τον Μήτσο και εκείνη του απάντησε:
«Να πάς στον Διάβολο και να μας αφήσεις ήσυχους».
Αυτός τραβάει το γιαταγάνι του, και την απειλεί, ότι θα της κόψει το κεφάλι. Χωρίς δισταγμό και χωρίς να χάσει χρόνο η Χαρλάμω, άρπαξε ένα αναμμένο δαυλί, από τον φούρνο και τον απείλησε λέγοντας;
- Πάνε ευτούνα που ’ξερες τσογλάνι, μάζευτα και μην ξανασώσεις να διαβείς κατ’ εδώ.
Ο φοροεισπράκτορας έκανε δυο- τρία βήματα προς τα πίσω, έβγαλε την πιστόλα του και την σημάδεψε στο κεφάλι. Όμως δεν πρόλαβε να τραβήξει την σκανδάλη, γιατί όση ώρα συνομιλούσαν, το παιδί της ο Γιώργας, μόλις δεκάξι ετών, τον πλησίασε κρυφά από πίσω και έμπηξε το μαχαίρι του, στη νεφραμιά και τον άφησε νεκρό.
Οι συνοδοί της φρουράς του φοροεισπράκτορα, μόλις πληροφορήθηκαν τα άσχημα νέα για τον άνθρωπό τους, κατέφθασαν στο σπίτι του Μήτσου Γαλανάκου και το πολιορκούσαν καλώντας τους Γαλανακαίους να παραδοθούν. Η ώρα περνούσε και οι Γαλανακαίοι δεν ξεμυτούσαν από το σπίτι. Σε κάποια στιγμή, ακουστήκαν πολλές τουφεκιές γύρω από το σπίτι.
Είχαν καταφθάσει καμιά δεκαριά φίλοι του Μήτσου, από του Μουζίκα με τον Αγγελάκη Μανέτα και υπό την αρχηγία των Κουλουγλαίων, του Χρήστου Τζούμα και του Θοδωρή Μηλιώνη ή Σάρακα και περικύκλωσαν τους Τούρκους. Σημειωτέον ότι αυτοί παρακολουθούσαν από μακριά τις κινήσεις του σπαχή.
Μόλις πλησίασαν στο σπίτι, σκότωσαν δύο από αυτούς και τραυμάτισαν τον φοροεισπράκτορα. Ο Σάρακας, είχε και αυτός παλιά διδόμενα με τον φοροεισπράκτορα, διότι γνώριζε ότι αυτός ήταν ο υπαίτιος του ξεκληρίσματος της οικογένειας του, το 1818 στο Κούλουγλι. Οι εναπομείναντες Τούρκοι που ξέφυγαν, έφθασαν έντρομοι στο Καράτουλα. Εκεί αποφασίστηκε να καλέσουν τους Λαλαίους, να συνδράμουν και να ξεπουντουλώσουν τα χωριά, Κούλουγλι, Κλεισούρα, Μουζίκα και Λουκάβιτσες. Όμως τα γεγονότα της έναρξης της επανάστασης τους καθήλωσαν στο Λάλα.
Η μεγαλύτερη πρόκληση και προσβολή, για εκείνη την εποχή, ήταν η επιδρομή τεσσάρων Πηνειωτών στην θέση Γενή-Τζαμί[1] στις 19 Μάρτη 1821, όπου πυρπόλησαν το τούρκικο τέμενος, κάτι το πρωτοφανές για τα χρονικά εκείνη την εποχή. Αυτοί ήσαν οι Λουκαβιτσαίοι, ο Γιωργάκης Γιάνναρος και ο Χρόνης Κανελλόπουλος, ο Νικολάκης Ρούβαλης από του Μπεζαΐτι και ο Πίπης Μπαλάνης από του Μπαλί.
Μετά από αυτό το συμβάν, οι Τούρκοι σε μια συγκέντρωση που πραγματοποίησαν, έξω από το πυρπολημένο Τζαμί, δεσμευθήκανε ότι σε λίγες ημέρες θα βρούνε τους υπαίτιους και φέρουνε τα κεφάλια τους, κρεμασμένα στα κολιτσάκια των αλόγων τους.
Εκείνη την εποχή στην Πηνεία ζούσε ένας Αρβανίτης ο Σεραμπέκας, ο οποίος μπαινόβγαινε στα σαράγια αλλά και στα σπίτια των εξεγερμένων. Μετά το κάψιμο του Τζαμιού, ο Σερεμπέκας στρατεύθηκε με τον Ραΐτ Αγά για να βρούνε τους εμπρηστές. Όμως μετά από λίγες ημέρες, ο Σερεμπέκας άγνωστο πως, βρέθηκε δίπλα στη Τζαμόβρυση απαγχονισμένος σ’ ένα πλάτανο. Ήταν η επίσημη πληρωμή του από τους εξεγερμένους Πηνειώτες.
Άλλο ένα σοβαρότατο επεισόδιο ξετυλίχθηκε στα χωριά Λαγανά και Αναζήρι. Λαγαναίοι με αρχηγούς τον Κώστα Μπεκρή, τον Δημήτριο Λαγανιώτη και Δημήτριο Κουντούρη, και τους Κολοβουραίους, έκλεψαν κάπου τριάντα δύο άλογα, αραβικής φυλής του Ταχήρ αγά[2], ο οποίος ήταν αγάς στο χωριό Σιμόπουλο. Μόλις οι ντελήδες του, αντιλήφθηκαν την ζωοκλοπή, τον ειδοποίησαν λέγοντας ότι γνωρίζουν, ποιοι είναι οι αλογοσούρτες. Τότε ο αγάς ειδοποίησε τους Κολοβουραίους, να επιστρέψουν πίσω τ’ άλογα και να λήξει το θέμα. Οι Κολοβουραίοι, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις και απειλές του Ταχήρ, δεν δέχθηκαν να τα επιστρέψουν και τ’ ανέβασαν στο Αναζήρι, προωθώντας αυτά προς την Ράχη, Καραγκιούζι και μετά στην Κάπελη.
Ο Αγάς τότε χωρίς χρονοτριβές, μάζεψε ένα μπουλούκι για να κυνηγήσει τους Κολοβουραίους. Αυτοί κατασκοπεύοντας τις κινήσεις του Ταχήρ Αγά, μόλις τον είδαν ν’ ανεβαίνει με τ’ ασκέρι του, από την Πέλπη[3] προς το Αναζήρι[4], του έστησαν ενέδρα. Στις αψιμαχίες που ακολούθησαν, οι Πηνειώτες σκότωσαν έξι Τουρκαλβανούς. Εν τω μεταξύ ο Ταχήρ, αντιλαμβανόμενος την αδυναμία, υποχώρησε άτακτα προς το Σιμόπουλο.
Εκεί όμως στο Σιμόπουλο, τον περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Μερικοί Σκληβαίοι, Κουλουγλιώτες και ένας Σιμοπουλαίος ο Χρηστάκης Γιαννόπουλος, είχαν λαφυραγωγήσει και πυρπολήσει όλες τις αποθήκες, με τα τρόφιμα, τα σιτηρά και τους σανούς.
Το πλιάτσικο που πήραν από του Ταχήρ, το προώθησαν με υποζύγια προς την Χαλαμπρέζα, μαζί με τον Αγγελάκη Μαυροειδή.
Αμέσως ο Ταχήρ, κατάλαβε τι επρόκειτο ν’ ακολουθήσει κι έστειλε τον αγγελιοφόρο του στο Λάλα, ζητώντας την άμεση βοήθεια των Λαλαίων. Οι Μουζακιώτες, πάντα σε συνεννόηση με τους Κολοβουραίους, συνέλαβαν τον αγγελιοφόρο, μόλις περνούσε στη θέση Τσελεμπή Χάνι και εφόσον του πήραν τ’ άλογο, του ψαλίδισαν την γλώσσα για να μην μαρτυρήσει και τον άφησαν ελεύθερο, να επιστρέψει στο Σιμόπουλο. Ο Ταχήρ Αγάς, αμέσως μετέβη στο Μπεζαΐτι, που ήταν το μεγαλύτερο χωριό της Πηνείας και κάλεσε όλους τους αγάδες της Πηνείας σε συμβούλιο, στο κονάκι του Μπεζαΐτ αγά, που ήταν ο αρχηγός των αγάδων της Πηνείας, συγγενής του Αληάγα και Σεϊντάγα, και αδελφός του Μπαστήρ Αγά, ώστε να συσκεφθούν και να συναποφασίσουν, πως θα αντιμετωπίσουν τις κινήσεις των εξεγερμένων Πηνειωτών.
Εδώ θα κάνουμε μια μικρή παρένθεση και ν’ αναφέρουμε ότι κατά την πρώτη τουρκοκρατία, έδρα της Πηνείας ήταν ο οικισμός Μουσουλί[5],
Λοιπόν μετά την σύσκεψη ο Ταχήρ αγάς, με τον Ριτζάκ και τον ντελή του τον Χαλούλ, από του Μπέχρου, επέστρεφαν στα χωριά τους. Στο Λαγανέϊκο ποτάμι και στη θέση περασιά, τους είχαν στήσει καρτέρι, ο Παναγιώτης Γραμματικόπουλος από του Κούλουγλι και ο Θοδωρής Στραβόλαιμος από του Λαγανά, με πέντε- έξη συγχωριανούς τους. Καθώς έφθασαν στο ποτάμι και μπήκαν τ’ άλογα στο νερό, σημάδεψαν τους Τούρκους και τους πυροβόλησαν.
Αυτοί μη δυνάμενοι ν’ αντισταθούν, διότι το ποτάμι έφερνε πολύ νερό την εποχή εκείνη, δεν μπόρεσαν ν’ αντιδράσουν και έπεσαν από τ’ άλογα τους και καθώς ήταν τραυματισμένοι, πνίγηκαν στα παγωμένα νερά του ποταμιού.
Ο λόγος της ενέδρας ήταν διότι, ο Χαλούλ είχε προσβάλει την αδελφή του Παναγιώτη Γραμματικόπουλου τή Ζάρα η οποία ήταν γυναίκα του Θοδωρή Στραβόλαιμου.
Στις 27 Μάρτη ο Αβδούλ Αγάς του Κακοταρίου μεταβαίνει στο Λάλα και ανακοινώνει την έναρξη της επανάστασης. Άμα η είδηση της κήρυξης της επανάστασης διαδόθηκε στην Πηνεία, οι Πηνειώτες με απερίγραπτη χαρά και συγκίνηση δέχθηκαν αυτήν, διότι σήμαινε ότι πλέον ήλθε η ημέρα της αποτίναξης του ζυγού.
Οι Πηνειώτες πρωτόγεροι και καπεταναίοι, βλέποντας τα δύσκολα και φοβούμενοι αντίποινα, για τον θάνατο του Ταχήρ, που ήταν ένας από τους πιο επιφανέστερους αγάδες της περιοχής, χωρίς δισταγμό και δίχως να χάσουν χρόνο, καλούν όλο τον μάχιμο πληθυσμό, τον στρατολογούν και δημιουργούν τα πρώτα επαναστατικά στρατόπεδα.
Αν και στην αρχή ήσαν όλοι ανεκπαίδευτοι, ανοργάνωτοι και μη έχοντας γνώση περί στρατιωτικών κανονισμών, σε ελάχιστο χρόνο κατάφεραν να συγκροτήσουν ας πούμε, μια ικανή, όμως απείθαρχη δύναμη άμυνας, αλλά και μιας μικρής εγγύησης για τον τόπο.
Τα πρώτα στρατόπεδα συγκροτήθηκαν στον λόφο Σκουρντέμπεη και στο χωριό Καλαθά υπό την αρχηγία του Κώστα Κρασάκια, και του αδελφού του Γιωργάκη και του Ανδρέα Σπανού από το χωριό Μπαλί.
Άλλο ένα στρατόπεδο συγκροτείται από Λουκαβιτσιώτες, Μπεζαϊταίους, Ντελημπαλαίους, Μουζακιώτες και Κουλουγλιώτες και στην συνέχεια εγκαθίσταται στον λόφο του παλιού κάστρου του Γουλά, υπό την αρχηγία του Πάνου Γραμματικόπουλου, του Κωστάκη Τσούλια, του Κώστα Χρονόπουλου και του Νικολού από το Ντελήμπαλη.
Πάνω από το σημερινό χωριό Ροδιά, στην θέση Αναζήρι συγκροτείται μια ομάδα, αποτελούμενη, από τριάντα περίπου παλικάρια, υπό την αρχηγία του Δημητράκη Λαγανιώτη, του Νικολάκη Κολοβούρη και του Γιωργάκη Μπεκρή και προετοιμάζεται πυρετωδώς. Αυτή την ομάδα οι Τούρκοι την αποκαλούσαν, Γκιαούρ Ταρκάς.
Στο Τατάραλη σημερινή Ανθώνα, σχηματίζεται ακόμη μια σημαντική ομάδα, αποτελούμενη από Ταταραλαίους και Μπουρνταναίους και υπό τις οδηγίες των Παπαστάθη Ταταραλιώτη, του Νίκου Παναγούλη και του Κώστα Φωτόπουλου από το Μπουρντάνου και, αναλαμβάνουν την ευθύνη για την ασφάλεια των συγχωριανών τους.
Στο χωριό Σινούζι, μόλις οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το χωριό, οι Σινουζαίοι έφτιαξαν μια μικρή ομάδα μέσα στο χωριό, υπό την αρχηγία του Πάνου Αντρονιότη. Στην είσοδο του χωριού Σκλήβα, άνδρες υπό τον Κανέλλο Κουτζομητσόπουλο, σκότωσαν τον Τούρκο φοροεισπράκτορα, του Γιακούμ Αγά και με την βοήθεια των Σιμοπουλαίων, Μαζαρακιωτών και Χαλαμπρεζαίων δημιούργησαν το δεύτερο, όσον αφορά σε δύναμη, στρατόπεδο της Πηνείας.
Έτερο δε στρατόπεδο σχηματίστηκε στο χωριό Αγραπιδοχώρι υπό την αρχηγία των Κώστα Κυριακόπουλου από την Απιδούλα και του Αποστόλη Μπούζη και απαρτίζεται από Αγραπιδοχωρίτες, Λατταίους και Βελανιδιώτες, για να ελέγχουν το Διπόταμο[6] και το Αγραπιδοχωρίτικο γεφύρι. Και το τελευταίο και μικρότερο σχηματίσθηκε ως προφυλακή στο χωριό Κακαρούκα για να ελέγχει το πέρασμα από το Κάλφα.
Σ’ όλα τα επιφανή υψώματα, είχαν τοποθετήσει βάρδιες. Αυτές είχαν την αποστολή, όταν εντοπίσουν Τούρκους να ειδοποιούν με φωτιές.
Και σύμφωνα με τον κώδικα που χρησιμοποιούσαν, όταν έβγαιναν οι Λαλαίοι, όλη η Ηλεία και εδώ η Πηνεία, γνώριζαν από την πρώτη ώρα, προς τα πού κινούνται οι εχθροί και λάμβαναν τα απαραίτητα μέτρα.
Αρχηγός των επαναστατημένων όπλων της Πηνείας, παρά τις σκληρές διενέξεις και έντονες αντιδράσεις του Γεωργίου Σισίνη, ορίσθηκε από τους Πηνειώτες, ο καπετάν Γιωργάκης Κρασάκιας[7], από την Ντάμιζα.
Ο Σισίνης, ήθελε να χρησθεί αρχηγός των επαναστατημένων όπλων της Ηλείας, χωρίς να γνωρίζει όχι μόνο την πολεμική τέχνη, αλλά δεν ήξερε ούτε να κρατάει όπλο. Διότι όπως γνωρίζουμε ήταν πρόκριτος της επαρχίας της Γαστούνης. Η δε επαρχία ή καζάς της Γαστούνης απαρτίζονταν απ’ όλη την βόρεια πεδινή και ορεινή Ηλεία.
Η στρατηγική του Καπετάν Κρασάκη ήταν ν’ αποκλεισθεί ολόκληρη η Πηνεία, και τοιουτοτρόπως ν’ ασφαλισθεί περιμετρικά, από όλες τις εισόδους της.
Κατά τις πρώτες ημέρες της έναρξης της επανάστασης οι Τούρκοι της Πηνείας βλέποντας να δημιουργούνται και να δραστηριοποιούνται επαναστατικά στρατόπεδα, άρχισαν να εξαπολύουν απειλές προς τους επαναστατημένους, λέγοντας ότι όλα αυτά είναι πρόσκαιρα και σε λίγο καιρό, θα πληρώσουν με αίμα, όσοι εμπλακούν, ή όσοι βοηθήσουν τους εξεγερμένους. Όλες οι απειλές ήταν λεκτικές, χωρίς όμως να έλθουν σε έντονη αντιπαράθεση μαζί τους.
Οι επαναστατημένοι δεν πτοήθηκαν από τις απειλές και συνέχισαν να παρενοχλούν εντατικά τους Τούρκους.
Αυτοί, βλέποντας ότι οι απειλές δεν συνέτισαν τους Πηνειώτες, μάζεψαν όλη την κινητή τους περιουσία και εφόσον σχημάτισαν μια μεγάλη πομπή από ανθρώπους και ζώα, αποχώρησαν από την περιοχή της Πηνείας και μεταφέρθηκαν για ασφάλεια στο Λάλα.
Οι Λαλαίοι εκείνη την εποχή, θεωρούνταν οι Ειδικές Δυνάμεις του Μοριά. Και όπου, ανά τον Μοριά, η τουρκική εξουσία είχε προβλήματα, καλούσαν τους Λαλαίους, να επέμβουν και να δώσουν τις απαιτούμενες λύσεις.
Μετά από όλα αυτά τα γεγονότα, οι Λαλαίοι Τουρκαλβανοί, ποτέ τους δεν πίστεψαν, πως επίκειται μια μεγάλη και συγχρονισμένη επανάσταση στον τόπο τους και αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν στρατιωτικές, ληστρικές εξορμήσεις, και να διαλύσουν όλα τα μεμονωμένα τοπικά επαναστατικά κινήματα.
Εφορμούν από το Λάλα, θέλοντας να συλλέξουν πλιάτσικο, να τρομοκρατήσουν τους επαναστατημένους Χριστιανούς και να προκαλέσουν τους κλεφτοκαπεταναίους ώστε να έρθουν αντιμέτωποι και να τους εξολοθρεύσουν. Χρησιμοποιούν πάντοτε την τακτική, του διαίρει και βασίλευε, χτυπούνε μεμονωμένα τους κλεφτοκαπεταναίους και με την συνεργασία διαφόρων προδοτών προσπαθούν να καταπνίξουν τα μικρά επαναστατικά κινήματα, που ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια στην περιοχή τους.
Χωρίς να χάσουν καιρό, συνέτρεξαν στον κάμπο για να βοηθήσουν τους δικούς τους. Τους πρώτους που βοήθησαν, ήσαν οι πολιορκημένοι Οθωμανοί, από τον Σισίνη στο κάστρο Χλεμούτσι. Κάπου 1.500 σκληροτράχηλοι ετοιμοπόλεμοι και πάνοπλοι Λαλαίοι όταν περικύκλωσαν τους άνδρες του Σισίνη, έριξαν μερικές προειδοποιητικές μπαταριές εναντίον τους. Οι ανοργάνωτοι Έλληνες υπό τον Σισίνη μόλις άκουσαν τις μπαταριές, σκορπίσανε αμέσως.
Μετά από αυτό οι Λαλαίοι, τράβηξαν να χτυπήσουν τον Πύργο, που εκείνο τον καιρό είχε επτά χιλιάδες Έλληνες κατοίκους. Αρχηγός των επαναστατημένων Ελλήνων στον Πύργο ήταν ο Χαράλαμπος Βιλαέτης, που ξεχώριζε για την ανδρεία του. Παρά την αντίσταση των Ελλήνων οι Τούρκοι, έκαμψαν τους αμυνόμενους και κατάφεραν να μπουν στον Πύργο, όπου τον λαφυραγώγησαν και στην συνέχεια τον πυρπόλησαν.
Στις 10 Μαΐου 1821 οι Λαλαίοι μπλοκάρουν τον Βιλαέτη, αρχηγό των όπλων της Ηλείας, με δεκαπέντε όλους κι όλους άνδρες του, στο χωριό Λαντζόϊ. Η άνιση μάχη κράτησε περίπου πέντε ώρες, οι λιγοστοί Έλληνες έρχονται αντιμέτωποι με χίλιους Λαλαίους, μα δεν λιγοψυχούν.
Ο Βιλαέτης καταλαβαίνει ότι το μοιραίο, δεν θ’ αργήσει να επέλθει. Σε μια αψιμαχία, σκοτώνει έναν μπέη, μα ταυτόχρονα χτυπιέται πισώπλατα και ξεψυχάει. Οι Τουρκαλβανοί Λαλαίοι με αλαλαγμούς, του κόβουν το κεφάλι, το παλουκώνουν σ’ ένα γύφτικο σιδεροπάλουκο και το κουβαλάνε ως τρόπαιο νίκης, με χαρές και τυμπανοκρουσίες στου Λάλα.
Με την χαρά της νίκης και με ηθικό ακμαιότατο, κινήθηκαν προς συνάντηση του Γεωργίου Γιαννιά, που ήταν ο υπ’ αριθμό ένα επικίνδυνος εχθρός τους, σ’ όλη την Βόρεια Ηλεία.
Όμως, ο σκοπός της εκστρατείας των ήταν τριπλός.
1ον Να τρομοκρατήσουν τους Χριστιανούς κατοίκους της περιοχής, των πρώην δήμων Πηνείας και Λασιώνος.
2ον Βλέποντας ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν και τόσο καλά, αποφάσισαν να βγουν για ζαϊρέ, δηλαδή λαφυραγωγία, να μαζέψουν τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης.
Και 3ον Θα επιχειρούσαν να ξεκαθαρίσουν το επικίνδυνο κεφάλαιο που λεγόταν Γιώργης Γιαννιάς, ή Ντελήγιωργας.
Την άλλη ημέρα τα μεσάνυκτα, ξεκίνησαν αμέσως από του Λάλα. Και υπό την αρχηγία του Ραΐτ αγά, Κόκκα Αγά και με τους Χασάν Φιδά, Ισμαήλ αγά, Ντερβίς Αράπη, Αβδούλ αγά και του περιβόητου λήσταρχου Χάντζου, πέρασαν από το Γούμερο και προχώρησαν προς το χωριό Μουζάκι. Εκεί χωρίστηκαν σε τέσσερις κολώνες (δηλαδή τάγματα).
Η πρώτη κολώνα, προχώρησε προς το χωριό Καρυά, Καρακασίμι, Καραγκιούζι με τελικό τόπο συνάντησης, τα Χάνια του Πανόπουλου. Το δεύτερο πέρασε στο χωριό Μπέχρου, Γερουπέτρου, Αναζήρι, Λουκά, Σινούζι και αυτό θα κατάληγε στα Χάνια του Πανόπουλου. Το τρίτο με αρχηγό τον Ραΐτ Αγά, προχώρησε προς το χωριό Κουτσοχέρα, και Κούλουγλι.
Ένα σοβαρότατο επεισόδιο, εκτυλίχθηκε στο χωριό Κούλουγλι, όπου ομάδα από Κουλουγλαίους προσπάθησε να προστατεύσει το χωριό. Οι Λαλαίοι υπό την αρχηγία του Ραΐτ Αγά ή Κουτσουράϊτ,[8] όμως ήσαν υπεράριθμοι και κατατρόπωσαν τους Κουλουγλαίους.
Εκεί σκοτώθηκαν οι Κουλουγλαίοι, ο Βέλιος, ο Βγενής Γκιτζάκης, ο Αντρίκος Σούφης, ο Ντίνος Σώκος, ο Νιόνιος Μπάλιος, ο Παρασκευάς Μπαχάκος και ο Γληγόρης Μουρβέλης. Μετά από αυτή την επιτυχία τους προχώρησαν στου Δελή- Μπαλή και Πυρί.
Εκεί στο σπίτι του Γιαννάκη Γεωργακόπουλου, βρήκαν ένα μπάρμπα του παραπληγικό, που ήταν αδύνατον να μετακινηθεί, τον τράβηξαν έξω από το σπίτι, του έκοψαν τ’ αυτιά, τα πήραν και στην συνέχεια, ενώ σφάδαζε από τους πόνους, τον έδεσαν στο πορτόξυλο και πυρπόλησαν το σπίτι. Μετά από αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα, προχώρησαν προς του Χατζή, Σιμόπουλο, Μπουρντανόσκαλα, Μαραγκέϊκα Χάνια και κατέληξαν στα Χάνια Πανόπουλου. Και το τέταρτο πέρασε στο Λαγανά, Σιμόπουλο, Λάττα, Αγραπιδοχώρι Μαζαράκι, Χαλαμπρέζα, Μπουκοβίνα και θα κατέληγε και αυτό στα Χάνια Πανόπουλου.
Στην Πηνεία μετά από αυτή την απρόσμενη εξέλιξη, έχει σημάνει γενικός συναγερμός. Οι επαναστατικές δυνάμεις μπροστά στην θέα του όγκου της στρατιάς των Λαλαίων διαλύονται και σκορπάνε, προς τα χωριά τους.
Ο κόσμος μαζεύει, ότι μπορεί να κουβαλήσει και κρύβονται στα δάση, τις σπηλιές και στους γύρω δασωμένους λόφους. Φθάνοντας διαδοχικά στα χωριά αυτά, οι Λαλαίοι τα βρίσκουν τελείως ερημωμένα από ανθρώπους.
Ο τόπος ανυπεράσπιστος, γίνεται έρμαιο και παρανάλωμα πυρός, μπροστά στην μανία των σκληροτράχηλων Λαλαίων. Απ’ όπου πέρασαν οι Λαλαίοι χαρακτηρίσθηκε ως Βιβλική καταστροφή στον τόπο. Το πλιάτσικο που επακολούθησε δεν περιγράφεται, ότι ήταν χρήσιμο το φόρτωσαν στα υποζύγια και το μετέφεραν στο Λάλα.
Όλα τα ζώα, γιδοπρόβατα, πουλερικά, υποζύγια και βόδια οδηγούνται μ’ ένα μεγάλο μπουλούκι στο Λάλα. Ότι απόμεινε το καταστρέφανε και στη συνέχεια το πυρπολούσαν με μίσος και μανία. Σ’ όλα τα χωριά δεν συναντούσες τίποτα, παντού ερημιά και αποκαΐδια. Αναφέρεται ότι η Πηνεία έζησε μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές, που έχουν καταγραφεί στην νεότερη ιστορία της.
Μπροστά στην μεγάλη ατυχία της η Πηνεία, είχε μια μεγάλη τύχη. Εκείνη την χρονιά έβρεχε ασταμάτητα μέχρι και τις αρχές Μάη. Ο τόπος ήταν ακόμη υγρός και η φύση καταπράσινη και έτσι οι Λαλαίοι, δεν προέβησαν να κάψουν τα σπαρτά, αλλά και τα δάση και να ξετρυπώσουν τους κατοίκους, που είχαν κρυφθεί μέσα σ’ αυτά. Και έτσι η Πηνεία δεν θρήνησε θύματα από αυτή την λαίλαπα.
Και οι τέσσερις κολώνες που συναντήθηκαν στα Χάνια του Πανόπουλου, απέστειλαν μέρος της λαφυραγωγίας στο Λάλα και προχώρησαν προς το χωριό Κακοτάρι, Ιερά Μονή Νοτενών, Κερέσοβα, Κερτίζα και Τσίπιανα, συνεχίζοντας με αμείωτη ένταση και μανία το καταστροφικό τους έργο.
Την επόμενη ημέρα, οι σκληροτράχηλοι Λαλαίοι, αναμετρούνται με τον περίφημο κλεφτοκαπετάνιο του Ωλονού, τον Γιώργη Γιαννιά. Στην άνιση μάχη που επακολούθησε, ο Γιαννιάς, έπεσε νεκρός μαζί με τα δώδεκα εναπομείναντα παλικάρια του, στην θέση Κατσαρού. Του παλούκωσαν το κεφάλι και με τυμπανοκρουσίες και πανηγύρια αποχώρησαν για το Λάλα.
Αυτή η εκστρατεία των Λαλαίων, ήταν γραφτό να είναι και η τελευταία τους εμφάνιση, στην κατακαημένη και ερειπωμένη πλέον Πηνεία και Λασιώνα.
Τον Ιούνη του ιδίου έτους, βλέποντας τις ληστρικές κινήσεις των Λαλαίων, αποφασίζεται από την επαναστατική ηγεσία του Μοριά να συγκεντρωθούν όλες οι δυνάμεις της Ηλείας και της δυτικής Γορτυνίας να στρατοπεδεύσουν στην θέση Πούσι, βορειοανατολικά του Λάλα και ν’ αποκλείσουν τους Λαλαίους. Εκεί συγκεντρώνονται όλες οι δυνάμεις της Ηλείας, αρκετοί Κεφαλλονίτες και Γορτύνιοι υπό την αρχηγία του Γιωργάκη Πλαπούτα.
Στις δυνάμεις αυτές έχουν ενσωματωθεί και όλοι οι Πηνειώτες στο πλευρό του Γιωργάκη Κρασάκη, ο οποίος έλαβε θέσεις στην τοποθεσία Μποτίνι.
Η κίνηση αυτή ήταν αποφασιστική τακτική και προϊόν, μεγάλης στρατηγικής ευστροφίας, του ηγέτη της επανάστασης Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Θέλησε μ’ αυτόν τον τρόπο, ν’ αντιγράψει την στρατιωτική τακτική που ακολούθησε εκείνες τις ημέρες στην Τρίπολη, φτιάχνοντας στρατόπεδο στο Βαλτέτσι. Όπου προκάλεσε τους Τούρκους και όταν ήλθαν αντιμέτωποι τους κατανίκησε και τους έτρεψε σε άτακτο φυγή. Το ίδιο προσπάθησε να επιτύχει και στο Λάλα για να εμποδίσει τους Λαλαίους να εφορμούν, να κάνουν ληστρικές επιθέσεις και να τσακίζουν τα μικρά και αδύναμα κλέφτικα σώματα.
Με λίγα λόγια, φώλιασε έξω από την πόρτα τους και τους προκαλούσε. Αυτοί φοβούμενοι, δεν αποφάσισαν καμιά έξοδο προς την Ηλεία. Παρά έκριναν ότι έπρεπε να πολεμήσουνε, τους συγκεντρωμένους εκεί Έλληνες και να τους τσακίσουν.
Όμως δεν υπολόγισαν σωστά. Σε όλες τις μάχες που διεξήχθησαν, βγήκαν χαμένοι και τοιουτοτρόπως τον Ιούνιο, αποφάσισαν και εγκατέλειψαν την πολύπαθη Ηλεία μια και για πάντα.
Από εκείνη την ημέρα η Ηλεία και ιδίως η Πηνεία, αναπνέουν τον καθαρό αέρα της ελευθερίας και της ευημερίας. Μια εξαίρεση υπήρχε, μόνο κατά την εισβολή του Ιμπραήμ το 1825, όπου από την Πηνεία πέρασαν οι ορδές του Τουρκοαιγυπτιακού στρατού, χωρίς ποτέ να εγκατασταθούν στον τόπο μας.
Έτσι ιστορικά και χρονολογικά η Πηνεία, ήταν η πρώτη περιοχή της Ηλείας, που απαγκιστρώθηκε μια για πάντα από τον τουρκικό ζυγό.
Όπως προανέφερα, οι ιστορικοί για διαφόρους σημαντικότατους λόγους, αγνόησαν τους Πηνειώτες και όλα, όσα διαδραματίστηκαν εκείνη την εποχή στον αγιασμένο τόπο μας. Χρειάζεται όμως ένα ολόκληρο κεφάλαιο, να επιδιώξουμε, ν’ αναπτύξουμε και να μάθουμε τις ιστορικές αλήθειες, για τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν εκείνη την ταραγμένη εποχή και για ποιους λόγους και αποκρύβησαν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- «Αθηνά – Μήτηρ, [Δελτίο του Μικτού Εξαταξίου Γυμνασίου Σιμόπουλο έτος 1973 – 74]», Σιμόπουλο Ηλείας 1974.
- Βερνίκος Νικόλαος, «Το σχέδιο αυτονομίας της Πελοποννήσου», εκδόσεις Συλλογή Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1997.
- Κυριαζής Βασίλης, «Ο αρματολός Γιαννιάς και ο Ντελή- Γιώργης Γιαννιάς», Πάτρα 1998.
- Κυριακόπουλος Κωνσταντίνος, «Ο Πύργος και η Ηλεία στην επανάσταση και στα χρόνια του Καποδίστρια», Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Ηλείας, Πύργος 2003.
- Παναγιωτόπουλος Βασίλης, «Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος-18ος αιώνας», Αθήνα 1985.
- Παπαδόπουλος Νικόλαος, «Κατακαημένου Μοριά, σελίδες του ’21», Αθήνα 1974.
- Πετρόπουλος Γεώργιος, «Η Τριταία [1100 π.Χ.-1994]», Αθήνα 1994.
- Πετρόπουλος Γεώργιος, «Τριταιίτες αγωνιστές του ’21», Αθήνα 1997.
- Σταματόπουλος Τάκης, «Ο εσωτερικός αγώνας», Αθήναι 1957.
- Σταματόπουλος Τάκης, «Ο Κατακαημένος Μοριάς και η δραματική ιστορία του», Αθήνα 1976.
- Τουτούνης Ηλίας, «Η Ηλεία στο δημοτικό τραγούδι», εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008.
- Τριανταφύλλου Κώστας, «Ιστορικόν λεξικόν των Πατρών», Πάτρα 1980.
- «Η Ζωή των Κατοίκων της Ηλείας κατά την Τουρκοκρατία», Βύρων Δάβος, Αθήνα 1993.
- «Η Ηλεία δια μέσου των Αιώνων», Γεωργίου Παπανδρέου Δ. Φ. Γυμνασιάρχου, έκδοση Ν. Ε. Λ. Ε. Ηλείας ~ Ηλειακή βιβλιοθήκη, έκδοση περιοδικού «Εκ Παραδρομής», Λεχαινά 1990.
- «Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», Γεωργίου Αρ. Χρυσανθακοπούλου, εν Αθήναις 1950.
Η Προσφορά της Ηλείας στον Αγώνα του 1821», Γεωργίου Θ. Μαραζιώτη, Αθήνα. 1981
- «Πλαπούτας», Αγησίλαος Τσέλαλης, εκδοτικός οίκος Γιαννίκος, Αθήνα 1962.
- «Η Ηλεία στον Μύθο και την Ιστορία»,Μιλτιάδη Μ. Κάπου, Αθήνα 1996.
- «ΓΙΑΝΝΗΣ και ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΝΝΙΑΣ, Οι Σταυραετοί του Ωλενού» Ηλία Τουτούνη & Κώστα Παπαντωνόπουλου εκδόσεις ΚΟΚΛΑΚΙ 2010
- «Η ιστορία της Πηνείας», ανέκδοτο βιβλίο του Ηλία Τουτούνη.
- «Μεγάλη Πελοποννησιακή Εγκυκλοπαίδεια», εκδόσεις Κολοκοτρώνης, 1958.
- Άγνωστου, χειρόγραφη ιστορία της Πηνείας, (αρχείο Ηλία Τουτούνη).
Προφορικές αναφορές για επεισόδια έχω από τους αείμνηστους κατοίκους της Πηνείας, πρόκειται τον ιερέα Πατσούρη Χρήστο από το Λαγανά, τον ιερέα Παπακωνσταντίνου Νικόλαο ή Παπατσιγκούνη από τα Άγναντα, Γεώργιος Μπεκρής (Καλλιμάνης) από το χωριό Ροδιάς (Νιοχώρι) του δήμου Πηνείας) τον Χρυσανθόπουλο Χρήστο από την Κεραμιδιά, τον Σκούτα Δημήτριο, από την Δάφνη (Ντάμιζα) και από τον Βαντάνα Χρύσανθο (απόγονο των Κρασακαίων) επίσης από την Δάφνη Αμαλιάδας.
[1] Το Τζαμί παρέμεινε πυρπολημένο για 19 χρόνια. Όταν το έτος 1840 κατεδαφίστηκε, από τον τότε δήμαρχο Εφύρης κ. Ιωάννη Τουλγάρη.Τότε ο Δήμος Εφύρης είχε έδρα την Κάτου Λουκάβιτσα και αποτελούταν από τα χωριά, Κάτου Λουκάβιτσα, Απάνου Λουκάβιτσα, Μουσουλή, Δελημπαλή, Πυρί, Καραλή, Βελανίδι, Ρουπακιά, Σούλι, και Μπαλί.
[2] Ο Ταχήρ Αγάς, ήταν ένας από τους πιο επιφανείς Τούρκους του Μοριά, όπου το 1808 μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και σε συνεργασία με τον Δάνζελοτ, προετοίμαζαν το σχέδιο αυτονομίας του Μοριά υπό Γαλλική κυριαρχία, το περίφημο «Δυαδικό Προτεκτοράτο του Μοριά». Το οποίο θα διοικούταν από δώδεκα Τούρκους και δώδεκα Έλληνες και θα είχαν κοινή σημαία, όπου από την μία πλευρά θα ήταν η Ελληνική και από την άλλη η Ημισέληνος. Το όνομα του Ταχήρ Αγά το συναντάμε μόνο στο χωριό Σιμόπουλο Ηλείας, που είναι η έδρα του σημερινού δήμου Πηνείας, μόνο σε μια επιγραφή. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, πληροφορία περί Ταχήρ Αγά και τούρκικων κτισμάτων, είναι αυτή που παραθέτει στο βιβλίο του ο Γ. Παπανδρέου: «…Επίσης εν οικία εν Σιμοπούλω μετασκευασθείση εκ τουρκικής αποθήκης είναι εντετοιχισμένη πλάξ κεραμοχρώμου λίθου με την εξής γεγλυμμένην επιγραφήν: “1798 μαήου πρώτη έφτηασε ο Ταήρ Αγάς το μαγαζή”».
(Γεωργίου Παπανδρέου, Δ. Φ., Γυμνασιάρχου, «Η Ηλεία διά μέσου των αιώνων», έκδοση Ν.Ε.Λ.Ε. Ηλείας 3 – Ηλειακή Βιβλιοθήκη, έκδοση περιοδικού «Εκ Παραδρομής», Λεχαινά 1990, σ. 100).
[3] Πέλπη, εγκαταλελειμμένος οικισμός επί της οδού Λαγανά προς Ροδιά, στην διασταύρωση προς Ακροποταμιά ή Μπέχρου. Μάλλον πρόκειται για αρχαίο οικισμό.
[4] Αναζήρι, οικισμός πάνω από το χωριό Ροδιά Πηνείας. Αναφέρεται ότι το Αναζήρι ήταν μικρό κάστρο.
[5] Μουσουλί, εγκαταλελειμμένος οικισμός εκεί που βρίσκεται σήμερα η Αγία Παρασκευή στην Εφύρα. Στα τούρκικα, Μουσουλί σημαίνει αρχηγία, ή τόπος εξουσίας.
[6] Διπόταμο, λέγεται η ένωση των ποταμιών Καλαφαίϊκο και Λαγαναίϊκο στο Αγραπιδοχώρι.
[7] Οι αδελφοί Κρασάκη (Γιωργάκης και Κωνσταντής) κατάγοταν από την Νεμούτα. Μας είναι άγνωστο πως κατέληξαν στην Παλιοντάμιζα.
[8] Κουτσουράϊτ λεγόταν διότι ήταν κουτσός από το ένα πόδι, από τραυματισμό σε επεισόδιο στον οικισμό Πυρί από τον Αγγελάκη Πυριώτη πατέρα του αγωνιστή Γιάννη Πυριώτη.