Οι Τούρκοι μετά την κατάκτηση της Ελλάδας, πέρα από την ασφάλεια και την σωματική τους ακεραιότητα ενδιαφέρονταν κυρίως δια την είσπραξη των φόρων.
Επειδή όμως ήσαν αλλόγλωσσοι, αγράμματοι, αλλόθρησκοι και τελείως αμόρφωτοι και αγνοούσαν σε πια κατάσταση βρισκόταν ο τόπος, θεώρησαν καλό ώστε να αφήσουν τα από Φραγκοκρατίας κοινοτικά συμβούλια των Ελλήνων ως έχει. Και σε κάθε χωριό κατέστησαν στο κάθε συμβούλιο υπεύθυνο για την είσπραξη των φόρων.
Έτσι οι επίσημοι του κάθε χωριού, εξέλεγαν δύο Δημογέροντες οι οποίοι πέρα από το φορολογικό ήσαν και οι δικαστές και διαιτητές στις ομογεννειακές σχέσεις.
Οι Δημογέροντες όλης της περιοχής συνήρχονταν κάθε χρόνο στην έδρα και εξέλεγαν δυο προεστούς ή κοτζαμπάσηδες. Οι οποίοι αποτελούσαν ένα είδος επαρχιακού συμβουλίου. Εδώ στον Μοριά, οι προεστοί μια φορά τον χρόνο συνεδρίαζαν στην Τρίπολη και ενώπιον του Βεζίρη. Καθόριζαν τους φόρους ανάλογα με τον πληθυσμό, την έκταση και την ευφορία της κάθε περιοχής. Οι Δημογέροντες όριζαν τον φόρο σε κάθε χωριό και οι προεστοί σε κάθε κάτοικο.
Η διοίκηση κατ’ αρχήν ήταν καλή και ήπια για τον σκλαβωμένο λαό. Αλλά όταν μπήκε επίσημα στην Τουρκική διοίκηση το «μπαξίσι»=φιλοδώρημα και το «πεσκέσι»=δώρο, άρχισε η μεγάλη διαφθορά. Και διεφθάρθησαν οι πάντες, Τούρκοι και Έλληνες. Οι διοικούντες έγιναν Σατράπες και οι κάτοικοι Ραγιάδες. Η τιμιότητα ήταν αδύνατη και η κατάχρηση καλυπτόταν δια παντός. Οι κοτζαμπάσηδες ή προύχοντες ήταν οι Έλληνες που είχαν προνόμια πολύ μεγαλύτερα ακόμη και των Τούρκων.
Οι κοτζαμπάσηδες εκτός από τα φορολογικά τους καθήκοντα, είχαν διοικητικές αρμοδιότητες και δικαστική και αστυνομική δικαιοδοσία. Έκριναν ως διαιτητές τις αστικές διαφορές των Χριστιανών. Δίκαζαν τις κτηματικές διαφορές τους τα μικρά αδικήματα και επέβαλαν αυστηρές τιμωρίες και φυλακίσεις. Η πιο συνηθισμένη τιμωρία ήταν η «φάλαγγα» δηλαδή ο ραβδισμός στα πέλματα των ποδιών, που τις περισσότερες φορές καθιστούσαν τον τιμωρούμενο ανάπηρο εφ’ όλης της ζωής του.
Κάθε επαρχία εκτός από τους Τούρκους αξιωματούχους, είχε και δυο κοτζαμπάσηδες. Από αυτούς έβγαιναν οι δυο Μωραγιάνηδες ή Μωραγιάν Βιλαέτηδες, που έμεναν κοντά στο Βαλή, στην Τρίπολη, και μαζί με τον Δραγουμάνο (διερμηνέα), αποτελούσαν το μόνιμο συμβούλιο. Η υπηρεσία του κοτζάμπαση ήταν για ένα χρόνο, αλλά με αυθαιρεσίες και δωροδοκίες έμεναν ισόβιοι και κληροδοτούσαν τ’ αξίωμα στα παιδιά τους. Κατά την εκλογή (που γινόταν κάθε χρόνο στις 23 – Απρίλη), οι Έλληνες χωρίζονταν σε ταράφια (κόμματα) που αλληλομάχονταν και αλληλοκατηγορούνταν με πείσμα και πάθος. Δεν γινόταν βέβαια κανονική εκλογή με ψηφοφορία, αλλά «δι’ επιφωνήσεως» Ο λαός δεν λαμβανόταν υπ’ όψιν, δεν είχε το δικαίωμα να εκλέγεται. Αυτό το δικαίωμα το είχε μόνον η επαρχιακή αριστοκρατία, «ένεκα πλούτου και σχέσεων προς την εξουσία».
Έτσι οι κοτζαμπάσηδες δεν έβγαιναν με την λαϊκή ψήφο, δεν ήσαν λαοπρόβλητοι, αλλά ήσαν ένα σώμα ενωμένο για το μεταξύ τους συμφέρον. Μερικές φορές εκλέγονταν και κληρικοί οποιουδήποτε βαθμού. Όπως ο περίφημος Μητροπολίτης Λακεδαιμόνιας Ανανίας (εγγονός του μεγαλοτζαμπάση Σύντυχου), έγινε Μωραγιάνης και ο Πρωτοσύγκελος Ανδριανουπόλεως, ισχυρός προεστός Γαργαλιάνων.
Στην εκλογή αναμιγνυόταν το Πατριαρχείο, ο μεγάλος διερμηνέας του στόλου και οι Τούρκοι ακόμα. Οι Μωραγιάνηδες, που η εκλογή τους επικυρωνότανε με σουλτανικό φιρμάνι, στην Κωνσταντινούπολη, φορούσαν και το «καφτάνι των κοτζαμπάσηδων», δηλ. μακρύ πανωφόρι που έφτανε μέχρι τα πόδια, από μεταξωτό ύφασμα, στολισμένο με γούνες και ντυμένο μέσα με κόκκινη τσόχα.
Οι Έλληνες -γράφει κάποιος περιηγητής- έχουν τους μεγαλύτερους εχθρούς ανάμεσα τους. Αυτοί είναι οι κοτζαμπάσηδες. Στην καταγωγή Έλληνες, κάνουν τεμενάδες πέφτοντας μπροστά στα πόδια του Τούρκου και φορολογούν με τον πιο σκληρό τρόπο τους δικούς τους, που έπρεπε να τους αγαπούν και να τους παρηγορούν. Χάρη στην αναίδεια τους και στην δουλοφροσύνη που ξεχωριστά τους χαρακτηρίζει, κρατούν σε απόσταση τον Ελληνικό λαό…Η εκφυλισμένη αυτή γενιά έχει όλα τα ελαττώματα των δούλων …….Μέσα στις εκκλησίες παίρνουν θέση κοντά στο δεσποτικό και με φαρισαϊκή υποκρισία και υπεροψία τους αρέσει να εξαγοράζουν μια ελεεινή πρωτοκαθεδρία , αντί να φροντίζουν για την ευδαιμονία των συμπατριωτών τους. Κάτω από το μαχαίρι του Τούρκου ο Έλληνας είναι σκλάβος, κάτω όμως από την τυραννία των κοτζαμπάσηδων, απογυμνώνεται ολότελα και γίνεται εκατό φορές πιο δυστυχισμένος.
Οι κοτζαμπάσηδες μιμούνταν τους Τούρκους στην συμπεριφορά και το ντύσιμο και τους κατηγορούσαν ότι είχανε συνασπιστεί με τους κληρικούς για να βαστήξουνε τον λαό στην αμάθεια και την υποταγή. Η ευζωία τους ήταν όμοια με εκείνη των Τούρκων και μόνο κατά το όνομα διάφερε, αντί να τον λέγουν Γιάννη τον έλεγαν Χασάνη και αντί να πηγαίνει στην εκκλησιά πήγαινε στο τζαμί. Μόνο κατά τούτο υπήρχε διάκριση. Έτσι ο σεβασμός και ο φόβος που ένοιωθε παλαιότερα ο λαός για τους προύχοντες έγινε μίσος και μάλιστα μίσος φοβερό που θέριευε μέρα με την μέρα και περίμενε την κατάλληλη ώρα να ξεσπάσει.
Πολλά είναι και τα παραδείγματα της κακής συμπεριφοράς των κοτζαμπάσηδων εναντίων του υπόδουλου και ταλαιπωρημένου ραγιά (Έλληνα), που τον ξεζούμιζαν και τον αφάνιζαν ζώντας εις βάρος του. Διαθέτοντες πλούτο ζούσαν ακόμη σε βάρος του σκλαβωμένου λαού. Ο λαός παρομοίαζε τους κοτζαμπάσηδες με διαβόλους και φίδια. Το μίσος του λαού φαίνεται και στις παροιμίες του:
«Άρχοντας και διάβολος αδέρφια δυδιμάρια»
«Δυο αφεντάδες τρεις διαβόλοι»
«Τι Μπραίμης τι Ζαίμης;»
«Αν δεν γίνεις διάβολος πως θα γίνεις άρχοντας»
«Πλευρίτης είναι ο άρχοντας και σφάχτης ο αφέντης»
«Με του φτωχού τον ίδρωτα φτιάχτηκαν οι αρχόντοι»
«Φίδι πιο φαρμακερό από τον άρχοντα δεν είναι»
«Στου άρχοντα τα παλάτια ο φτωχός πάλι σκατά τρωει»
«Αφέντη Γιάννη μου γύρευες; Τον διάβολο σου βρήκες»
«Άρχοντας και γουρούνα ίδια έχουν την μουτσούνα»
«Άρχοντας και διάβολος σ’ ένα σχολειό διαβάζανε»
«Αφέντης είναι ο Αγάς κι ο κοτζαμπάσης τύραννος».
Παρόμοιες ήταν και οι ευχές τους για τους κοτζαμπάσηδες:
« Εσένα πρέπει αφέντη μου ντορβάς και δεκανίκι.
Να σε τραβούνε τα σκυλιά και πέντε δέκα λύκοι».
Την μεροληπτική και άδικη κατανομή των φόρων που έκαναν οι κοτζαμπάσηδες τόνισε ο λαός :
«-Εγώ είμαι ο πρώτος του χωριού και μοίραζα τα χρέη.
Στην φτώχεια έριχνα εκατό και στους αρχόντους δέκα.
Μια χήρα με πολλά ορφανά, βαρύ χρέος της ρίχνω.
…Μ’ είχε η χώρα προεστό, μ’ είχε η χώρα πρώτον,
κι’ αντάριχνα το δόσιμο και το βαρύ τεφτέρι,
δέκα στους πλούσιους έριχνα, στις χήρες δεκαπέντε
στη δόλια τη φτωχολογιά, έριχνα τριανταπέντε».
Μια φορά μια χήρα είχε πέντε ανήλικα παιδιά και πήγε να παρακαλέσει τον κοτζάμπαση για να της κατεβάσει το δόσιμο, λέγοντας, ότι για να πληρώσει το απρόσμενο, είχε πουλήσει κάθε περιττό στολίδι, όπου της είχε μείνει και δεν είχε τι άλλο να πωλήσει, δια να πληρώσει τα όσα της ζητούσαν, μάλιστα κλαίγοντας εφώναζεν, πως έχει να θρέψει και να ντύσει τρεις θυγατέρες και δυο γιους…..
Ο σκληρός άρχοντας δεν την άφησε να τελειώσει την περίοδο αποπληρωμής και αμέσως όπου άκουσε να λέγει ό,τι έχει τόσα παιδιά και με αδιαφορία και βαρβαρότητα της λέγει: «πούλα δύο από τα παιδιά σου και πλήρωσε το δόσιμο».
Ο Γ. Σισίνης απόχτησε την αλαζονεία και πολλά ελαττώματα των Τούρκων Οσμανλήδων. Στο σπίτι του είχε καθιερώσει σημαντική και Ασιατική μεγαλοπρέπεια. Η αυλή του ήταν γεμάτη με πλούσια στολισμένα άλογα, τα παλάτια του ξεχειλούσανε από τους πάνοπλους ακολούθους. Ποτέ δεν έβγαινε από το σπίτι του χωρίς την συνοδεία καβαλάρηδων, αρματωμένων και πεζών, και ιπποκόμων που κρατούσανε Περσικά λαγωνικά.
Οι γιοι του προσαγορεύονταν μπέηδες και ο Ιμπραήμ πασάς, όταν κατέλαβε την Γαστούνη, διασκέδαζε εξαιρετικά ακούγοντας τις ιστορίες των χωρικών που του έλεγαν ότι τους υποχρέωνε να πέφτουν χάμω στα γόνατα, όταν περνούσε από μπροστά τους
Κάποτε ο Γκούρας λεηλατώντας το σπίτι του Σισίνη βρήκε κάλπικες σφραγίδες και γράμματα ενοχοποιητικά και ένα σωρό δείγματα ατασθαλίας, ενώ ο Σισίνης είχε φύγει με τον γιο του για την Ζάκυνθο όπου τον υποδέχθηκαν με γιουχαΐσματα οι Ζακυνθινοί. Ο Γκούρας του έστειλε το παρακάτω γράμμα:
«Θεοσεβέστατε Σισίνη Γεώργιε.
Ευρήκα στο σπίτι σου της βούλαις της καλπαζουνίας, και δια να μην τύχει και δεν το πιστέψεις, ιδού όπου σου τις σημειώνω απάνου στο χαρτί, με τις οποίας βούλωνες εις το μέτωπο και εις την καρδίαν όλους τους δυστυχείς εγκατοίκους της επαρχίας Γαστούνης και όλους τους Έλληνας……………………………………………….
Καλόν ήτο να γυρίσεις, εδώ όπου σε ζητούν οι συνεπαρχιώτες σου και σε επιθυμούν όλοι οι συνηλικιώται σεβάσμιοι γέροντες…
Σε καρτερεί και εκείνος όπου του επήρες με βιαν την ωραία του γυναίκα και την χαίρεσαι. Αυτός ο δυστυχής είναι ο Αντωνάκης Δημακόπουλος. Δεν ευχαριστήθεις, ενάρετε γέροντα, ότι του υστέρησες την γλυκυτάτην συμβίαν, αλλά αναχωρώντας για την Ζάκυνθον του άρπαξες με βιαν και το κοριτζάκι του χρονών εννέα να το μεταχειριστείς ίσως, εις τα χριστιανικά σου γερατειά καλέ άνθρωπε! Διατί εκάθησες εις Ζάκυνθον αντίκρυ της επαρχίας σου, ως ο Αδάμ απέναντι του παραδείσου! Υγίαινε!
Την 25 Δεκέμβρη 1824 Γαστούνη Ιωάννης Γκούρας»
Βέβαια υπήρξαν και πολλές και σημαντικές εξαιρέσεις ανάμεσα τους, όπως ο Σωτηράκης Λόντος, που ήταν η μεγαλύτερη πολιτική φυσιογνωμία πριν από την επανάσταση, ο Παναγιώτης Κρεββατάς, ο Ασημάκης Φωτήλας ο Π. Μπενάκης κ.ά.
Μα η πλειονότητα από το κοινό μέτρο ήταν όπως ο λαός τους χαρακτήριζε.
Προεπαναστατικά και κατά την επανάσταση πολλοί κοτζαμπάσηδες προσέφεραν τα πάντα για τον αγώνα και την απελευθέρωση του γένους, πολλοί όμως έγιναν και καπεταναίοι και στρατηγοί προσφέροντας όλο το βιός τους και τη ζωή τους ακόμα για τον αγώνα της πατρίδας.
Τουτούνης Ηλίας