ΟΙ ΒΑΓΕΝΑΔΕΣ ΤΟΥ ΚΛΕΙΝΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΣΚΕΝΤΖΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΙΑΡΜΕΝΑ
του Κώστα Παπαντωνόπουλου - Πλίεγκα
Το χωριό Κλειντιά (Κλεινδιά) Ωλένης από τουρκοκρατίας απ’ ότι γνωρίζουμε, φημιζόταν για τους εξαίρετους και επιδέξιους τεχνίτες - κατασκευαστές βαρελιών και βαγενιών, τους ονομαστούς βαρελάδες και βαγενάδες. Η βαρελοποιία σ’ αυτό το μικρό και ασήμαντο χωριό αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό και η φήμη των μαστόρων διευρύνθηκε όχι μόνον στα γύρω χωριά της βόρειας Ηλείας, αλλά και στον Ηλειακό κάμπο, στην Γορτυνία, στα Καλαβρύτοχώρια ακόμη και ως την νήσο Ζάκυνθος.
Σήμερα οι βαρελάδες δεν υπάρχουν πια αλλά και η πολιτεία δεν έκανε κάτι για να διατηρηθεί και να σωθεί αυτό το επάγγελμα ούτε φρόντισε να δημιουργήσει ένα μουσείο με αναφορά στην σπουδαία τέχνη των βαρελιών και βαγενιών με την μακρόχρονη δράση.
Μετά την επανάσταση του 1821 δυο βαρελάδες, οι Σταυροπουλαίοι, είχανε μια παραγγελιά να σάξουνε πέντε βαγένια 12άρια, δηλαδή 12 βαρέλες το καθένα. Η κάθε βαρέλα αντιστοιχούσε σε 60 οκάδες κρασί.
Ο Χρυσαντάκης ο Σκέντζης από τη Γιάρμαινα ήτανε γυρολόγος και τσαμπασάκος. Στην Γαστούνη που ήτανε κάτου στον κάμπο, είχε ένα φίλο νοικοκύρη με πολλά αμπέλια και ζωντανά που τόνε λέγανε Σίμο. Νοικοκύρης με τα ούλα του και λεφτάς, οι παράδες του ήσαντε μπαουλιάρηδες.
ΝΤΑΡΜΑ ΑΣΗΜΩ ή ΝΤΑΡΜΟΝΥΦΗ
Γράφει: o Κώστας Παπαντωνόπουλος, Τρυγητής 2020
Η Ασήμω Ντάρμα ήταν γυναίκα του Θοδωράκη Ντάρμα από το χωριό Σκλήβα, με καταγωγή από το Γερμουτσάνι (συνοικισμός του οικισμού Αγράμπελα) το γένος Λαγού. Ήταν μια ψηλή γεροδεμένη γυναίκα με ανδρική κορμοστασιά. Κατά την επανάσταση του 1821 ήτανε κάπου τριάντα χρονών. Ο άνδρας της τραυματίσθηκε σε κάποιο άγνωστο επεισόδιο, έπαθε γάγγραινα και πέθανε νεότατος, αφήνοντας την Ασήμω χήρα μ’ ένα κορίτσι.
Τον Δεκέμβριο του 1825 όταν έγινε η επέλαση του Ιμπραήμ πασά κατά των χωριών της Πηνείας, οι ορδές του απ’ όπου περνούσαν, λεηλατούσαν, σκότωναν, βίαζαν και τέλος πυρπολούσαν τα πάντα. Η Πελοπόννησος, η Ηλεία, η Πηνεία και η Ορεινή Ηλεία δέχθηκαν μεγάλες συμφορές και ο άμαχος πληθυσμός όταν αντιλαμβανόταν να πλησιάζει ο εχθρός κατάφευγε στα δάση, σε απομακρυσμένες χαράδρες, σε σπηλιές και πολλοί εξ αυτών ανέβαιναν στις βουνοκορφές του Ωλονού για περισσότερη ασφάλεια.
Η Ασήμω την ημέρα που οι Τουρκοαιγύπτιοι σάρωναν στην κυριολεξία την Πηνεία, κρύφθηκε μέσα στην χαράδρα μοναχή της, εκεί κοντά στο Παλιομονάστηρο του Αγιάννη μέσα σε μια συστάδα με κατσοπρίνια και βατουκλιές.
Ένας προδότης - ρουφιάνος με βρώμικο παρελθόν που βρισκόταν στην υπηρεσία τούρκου αγά, από το χωριό Σιμόπουλο με το παρατσούκλι Φλέτσας (για ευνόητους λόγους δεν αναφέρουμε το επώνυμό του), είχε μαζί του και ένα κυνηγοζάγαρο και ακολουθούσε τους Τουρκοαιγύπτιους που τον χρησιμοποιούσαν και ως οδηγό. Μόλις λεηλάτησαν το χωριό Σκλήβα και προχωρούσαν προς την Χαλαμπρέζα (σημ. Πρόδρομος), κάτου στην Λαγκαδιά το ζαγάρι του προδότη τρούπωσε μέσα στο ρεματάκι κλαφουνώντας λες και είχε μυριστεί λαγό. Οι Τουρκοαιγύπτιοι πέρασαν δίχως να δώσουν ιδιαίτερη σημασία, ενώ ο Φλέτσας ακολούθησε το σκυλί του. Το σκυλί κλαφουνώντας ζύγωσε κοντά εκεί που ήταν κρυμμένη η Ασήμω και άρχισε να γαυγίζει έντονα. Ο Φλέτσας, τρούπωσε και αυτός μέσα στα πουρνάρια και βρήκε την Ασήμω να είναι κουλουριασμένη σαν το φίδι και δεν έβγανε ανάσα. Μόνο η καρδία της κτυπούσε δυνατά, τα αυτιά της ήτανε τεντωμένα να αρπάξουν τον παραμικρό ήχο και τα μάτια της ανίχνευαν όσο ορατό πεδίο ήταν μπροστά της. Μόλις ζύγωσε κοντά ο Φλέτσας, ερευνούσε με μια γκλίτσα που κρατούσε στα χέρια, την τρούπωνε εκεί που κλαφούναγε το σκυλί και έτσι την εντόπισε.
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΚΟΒΙΝΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΑΛΑΜΠΡΕΖΑΣ
Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Σε κάθε τόπο και σε κάθε χωριό παλαιά λέγανε ότι τρυγύριζαν τα στοιχειά. Ευτούνα τα στοιχειά, άλλες φορές τρώγανε τον κόσμο και άλλες φορές τον φυλάγανε. Στο χωριό Παλιομπουκοβίνα λέγανε ότι το στοιχειό τους ήτανε ένα αστεράτο* δαμάλι που πολέμαγε με μια λιάρα αγελάδα από την Χαλαμπρέζα, στην βρύση του χωριού. Λέγανε ότι άμα νικηθεί το ένα από τα δυο θεριά, τότενες θα χαθεί ούλο το χωριό του.
Πρώτα μολογάγανε ότι ζυγαρώνανε (μαρκαλιόσαντε) με το δαμάλι, και μετά το ζευγάρωμα μαλώνανε και άμα νίκαγε το αστεράτο δαμάλι που ήτανε από ξένο χωριό τότενες θα χανότανε η Χαλαμπρέζα, ενώ άμα νίκαγε η λιάρα αγελάδα, τότενες θα χανότανε η Παλιομπουκοβίνα.
Η λιάρα αγελάδα της Χαλαμπρέζας νόησε ότι δεν δυνώτανε να τα βγάλει πέρα με το τρανύτερο αστεράτο δαμάλι της Παλιομπουκοβίνας και μια μέρα εκεί που βόσκαγε στο χωράφι καποιανού Χαλαμπρεζαίου, που τόνε λέγανε παρατσούκλι Ζούδιαρη, γιατί ευτούνος τις νύχτες και το καταμεσήμερο το Καλοκαίρι, λέγανε τάχατις ότι πάλευε με τα στοιχειά. Εκεί τόνε βρήκε η λιάρα αγελάδα και μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο και του είπε.
Αύριο το μεσάνυχτα που το φεγγάρι θα είναι ολάκερο τεψί, να ’ρθεις στην βρύση, γιατί εκεί θα παλέψω με το αστεράτο δαμάλι. Θα πας πιο γλήγορα και θα κρυφτείς απάνου στον πλάτανο με το ντουφέκι σου, και δεν θα σαλέψεις ρούπι, αλλά ούτενες θα βγάλεις τσιμουδιά, προτού σου μιλήσει εκείνο και άμα ιδείς ότι με νικάει, σημάδεψέ το με το ζερβί σου χέρι στο να του ρίξεις ένα σμπάρο στο ζερβό του μάτι και άμα σου ειπεί ρίξε και άλλη μια τότενες εσύ θα του ειπείς, μια φορά γεννήθηκα, μια βαφτίστηκα και μια φορά θα πεθάνω. Κι άμα σου ξανά ειπεί ρίξε κι άλλο, εσύ θα του ειπείς μια φορά έριξα μια και καλή και τίποτις άλλο.
Έτσι και έγινε, ταχειά την άλλη μέρα το βράδυ ετοιμάστηκε ο Ζούδιαρης πήρε την μπιστόλα του την γιόμισε με τρανό βόλι και κίνησε αμίλητος για την βρύση. Μόλις έφτασε χάμου στην βρύση τήραξε τρογύρω του μην ιδεί τίποτα και αφού δεν σάλευε φύλλο, σκαρφάλωσε απάνου στον πλάτανο. Εκειά απάνου βρήκε μια θέση μεριά και έκατσε εδεκεί και περίμενε για να βγάλει το άχτι του. Τα μεσάνυχτα μόλις το φεγγάρι φογγοβόλαγε σαν ημέρα αγκουρμάστηκε κάτι πατήματα μέσα στα κλαριά και τηράει πέρα δώθε και βλέπει την λιάρα αγελάδα της Χαλαμπρέζας να ζυγώνει κοντά στην βρύση. Να σου και το αστεράτο δαμάλι εκεί μυριστήκανε τα δυο τους και αρχίσανε να μαρκαλιώνται αναμεταξύ τους κανά δυο τρεις φορές. Μόλις έσωσε ο μάρκαλος, τότενες το αστεράτο δαμάλι αγρίεψε απότομα και άρχισε να μουγκρίζει άγρια και με δαγκωματιές βούτηξε απάνου στην λιάρα αγελάδα, να την σκοτώσει. Εκείνη μούγκρισε άγρια και άρχισε να το δαγκώνει του λόγου της και να το κλωτσάει με τα πισινά ποδάρια της. Κάνανε τέτοιο τρανό πόλεμο, που σιώτανε ούλος ο τόπος. Αφού πολεμήξανε κάμποσο, για λίγο τότενες μεταμορφωθήκανε σε σκυλιά και τρωγόσαντε σαν λυσσασμένα και μετά αφού δεν νίκησε κανένα, τότενες πάλενες μεταμορφωθήκανε σε αγελάδια. Ο Ζούδιαρης, εκεί απάνου στον πλάτανο, ασάλευτος από τον φόβο και περιέργεια, είδε ότι το αστεράτο δαμάλι, σε κάποια στιγμή, ότι νίκαγε την λιάρα αγελάδα, γιατί την είχε γονατίσει χάμου και τήραγε με τα τσέπια του να την ξεκοιλιάσει. Τότενες αυτός κατάλαβε ότι ήρθε η στιγμή να σκοτώσει το αστεράτο δαμάλι, σημαδεύει στο ζερβί μάτι με το ζερβί του χέρι και μπαμ ένα σπάρο. Αντιλάλησε ούλος ο τόπος μέσα στην νυχτιά και βλέπει το αστεράτο δαμάλι να βγάνει ένα μουγκρητό και να πέφτει χάμου. Το δαμάλι εκεί σπαρτάραγε από τον πόνο, σε μια στιγμή σταμάτησε τηράει απάνου στον πλάτανο και λέει στον Ζούδιαρη, να ρίξει άλλη μια να το ξεκάνει γιατί δεν θέλει να γυρίσει ξοπίσω μ’ ένα μάτι, γιατί θα του μολογάνε ότι νικήθηκε από την λιάρα αγελάδα. Ο Ζούδιαρης τότενες απολογήθηκε μια φορά γεννήθηκα, μια βαφτίστηκα και μια θα πεθάνω. Και του ξαναλέει το στοιχειό ρίξε κι άλλη.
-Μια φορά έριξα μια και καλή, του είπε ο Ζούδιαρης.
-Άντε χαλάλι σου! του λέει το στοιχειό και έκανε κείθενες κατά την Παλιομπουκοβίνα. Δεν πρόκανε να όμως φτάσει στην Παλιομπουκοβίνα, έπεσε και ψόφησε μέσα στην κάπελη. Κι από τότενες στο χωριό έπεσε τρανή αρρώστια και ρήμωσε από τον κόσμο και φύγανε ούλοι και πήγανε ούλοι στην νέα Μπουκοβίνα, εκεί που είναι σήμερα και την λένε Αγιά Τριάδα.
Εκείνο το βράδυ, είχε θολώσει το νερό από το πάλεμα των στοιχειών, και για εννιά ημέρες η βρύση έβγανε κόκκινο νερό ίδιο σαν το αίμα. Μετά καθάρισε το νερό και το στοιχειό, το αστεράτο δαμάλι δεν ξαναγύρισε στο χωριό. Ούτενες η αγελάδα εφάνηκε, λέγανε ότι η αγελάδα ήτανε ο Αγιάννης που μεταμορφώθηκε σε αγελάδα για να διώξει μια για πάντα το στοιχειό από τον τόπο τους, που έτρωγε τους ανθρώπους της Χαλαμπρέζας!
*Aστεράτο λέγεται αυτό που είχε ένα μπαλιάδι στο κούτελο
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΓΑΣΤΟΥΝΗΣ
Πιο πέρα απ’ την Γαστούνη[1] κατά την κείθενες μεριά που τραβάει για τα Κάτου Καβάσιλα, τράβαγε ένας καρόδρομος, εκειά που είναι σήμερα το γιοφύρι του τρένου, τότενες δεν ήτανε γιοφύρι γιατί δεν στέριωνε με τίποτα στο Γαστουνέϊκο ποτάμι. Για να διαβαίνουνε το ποτάμι είχανε μια μπεραταριά και άλλη μια ήτανε στα Σαμπάναγα κοντά στο σημερινό γιοφύρι που τραβάει ο δρόμος για το Τραγανό. Εκείνη την περαταριά την δούλευε κάποιος Δήμος Λημεριώτης τ’ όνομα και το πήρε από την λημέρισμα που έκανε εκεί στην μπεραταριά[2] για να βγάνει το ψωμί του.
Πλάι στην μπεραταριά ήτανε χέρσος τόπος και εκεί παγαίνανε και πλένανε τα σκουτιά και τα προβατόμαλλα, από την δώθενες μεριά οι Καβασιλιώτισσες και από την κείθενες οι Γαστουνιώτισσες. Τον θέρο γινότανε εκεί από κα πανηγύρι, από τις γυναίκες και τα τσορομπίλια[3]. Να σου ειπώ και κάτι ξέρεις πόσα παιδιά και γυναίκες είχανε πινηγεί σ’ ευτούνο το ποτάμι; Ξέρεις τι λένε; «Τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι!».
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΦΩΤΙΣΜΟΣ
Γράφει: Ο Κώστας Παπαντωνόπουλος, Τρυγητής 2020
Ο άνθρωπος για τον φωτισμό του κατά την νύκτα και σε σκοτεινά σημεία όπως δαιδαλώδη κτίρια με υπόγεια, κάστρα, σπηλιές και στοές, χρησιμοποίησε διάφορα μέσα όπως πρώτες καύσιμες ύλες και εργαλεία.
Ο πρώτος τεχνικός φωτισμός, όπως είναι φυσικό πρέπει να ήταν, η φωτιά. Πριν κατασκευάσουν διάφορα εργαλεία φωτισμού οι άνθρωποι, συνήθιζαν τις νύκτες ν’ ανάβουν φωτιές και να μαζεύονται γύρω για να ζεσταίνονται, αλλά και να βλέπουν. Επίσης για να μεταβούν σε πολύ κοντινά σημεία, έκαιγαν κλάρες από διάφορα δένδρα που έβγαζαν αρκετή φλόγα ή κράταγαν στα χέρια τους διάφορα αναμμένα ξύλα (δαυλιά), από ρητινώδη δένδρα. Ήταν οι πρώτες δάδες φωτισμού..Αυτή η τεχνική τους επέτρεπε να βλέπουν μόνον για πολύ κοντινές αποστάσεις.
Συν τον χρόνο ο άνθρωπος για να αντικαταστήσει τις δάδες εκμεταλλεύτηκε την φωτιά για τον φωτισμό του, με διάφορους τρόπους ώστε να είναι πιο εύχρηστη και να μην χρειάζεται αρκετή καύσιμη ύλη. Με την πάροδο όμως του χρόνου, προσπάθησαν και κατασκεύασαν διάφορα εργαλεία φωτισμού. Πρώτοι οι Έλληνες άρχισαν να κάνουν λάμπες από πηλό γύρω στον 7ο π.Χ αιώνα. Γι αυτό και η λέξη λάμπα, που χρησιμοποιείται διεθνώς (lamp) έχει ελληνική ρίζα.
Στην Πελοπόννησο, απ’ όπου προέρχεται η παρούσα καταγραφή των παραδοσιακών φωτιστικών μέσων, έχουν χρησιμοποιήσει φωτιστικά εργαλεία με πρώτη ύλη το ξύλο, το πετρέλαιο, το λίπος, το λάδι, την ασετιλίνη, την βενζίνα και τέλος τον ηλεκτρισμό. Κάποια από αυτά τα εργαλεία ήσαν για σταθερά σημεία, εντός των οικιών, αιθουσών κ.λπ. και κάποια άλλα ήταν μεταφερόμενα, για τις νυκτερινές μετακινήσεις τους, και για τον φωτισμό διαφόρων χώρων εκτός της οικίας.
ΦΩΤΟΣΤΑΤΗΣ